Το Κρασνοντόν, με πληθυσμό περίπου 43.000 κατοίκους, είναι μια μικρή πόλη στην Ανατολική Ουκρανία, στην περιοχή του Ντονμπάς. Από τον Αύγουστο του 2014 ανήκει στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ η οποία κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Ουκρανία, και αποτελεί κρατική οντότητα αναγνωρισμένη μόνον από τη Ρωσία. Στην περιοχή και ιδιαίτερα στο Κρασνοντόν, η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Ρώσοι (63,5%) ενώ οι ρωσόφωνοι φτάνουν στο 91%. Αν και ουσιαστικά οι ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή μεταξύ των αυτονομιστών και του ουκρανικού στρατού δεν σταμάτησαν ποτέ, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, η περιοχή εξελίχθηκε σε ένα από τα κύρια μέτωπα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Το 2016, το Κρασνοντόν μετά από απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης μετονομάστηκε σε Σοροκίνε, σε μια προσπάθεια να αποκοπεί η χώρα από το σοβιετικό της παρελθόν. Όμως η συγκεκριμένη απόφαση δεν έχει εφαρμοστεί επειδή η πόλη δεν ελέγχεται από την Ουκρανία.
Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες της ρωσο-ουκρανικής διαμάχης σχετικά με την περιοχή αλλά και θεωρώντας επιθετική πράξη εκ μέρους της Ρωσίας την εισβολή στην Ουκρανία, θα αναφερθώ σε ένα σημαντικό περιστατικό το οποίο σημάδεψε την αντίσταση των Σοβιετικών εναντίον των ναζί στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ένα περιστατικό το οποίο η μετασοβιετική κατάσταση στην Ουκρανία, στο πλαίσιο της αποκομουνιστικοποίησης, προσπαθεί να υποβαθμίσει. Όμως η Ιστορία δεν αλλάζει ό,τι κι αν κάνουν οι οπαδοί της αναθεώρησής της καθώς υπάρχει η συλλογική μνήμη η οποία την διαφυλάττει. Και σε αυτό βοηθού τόσο η λογοτεχνία όσο και ο κινηματογράφος.
Από τις 20 Ιουλίου 1942 ως τις 14 Φεβρουαρίου 1943, το Κρασναντόν κατελήφθη από τους ναζί. Τρεις μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη, η τοπική οργάνωση της Κομουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) ξεκίνησε σειρά αντιστασιακών ενεργειών οι οποίες κράτησαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1943, όταν τα περισσότερα μέλη της, 73 συνολικά, συνελήφθηκαν και αφού βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν.
Ο συγγραφέας Αλεξάντερ Αλεξάντροβιτς Φαντέγιεφ (1901-1956), εντάχθηκε στις γραμμές των Μπολσεβίκων και βρέθηκε στην πολιορκία του Λένινγκραντ. Ο Φαντέγιεφ, εμπνεόμενος από τη δράση των νεαρών κομσομόλων του Κρασνοντόν, έγραψε το βιβλίο «Η Νέα Φρουρά», δίνοντας σε αυτό τον τίτλο τον οποίο οι ίδιοι είχαν επιλέξει για την αντιστασιακή τους ομάδα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1945 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Όμως μετά από δύο χρόνια, ο συγγραφέας επικρίθηκε μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Πράβντα», επίσημου οργάνου του ΚΚΣΕ, επειδή δεν ανέδειξε τη σχέση που υπήρξε μεταξύ νεαρών αγωνιστών και του παράνομου κομματικού μηχανισμού. Ο συγγραφέας αναγκάστηκε να το αναθεωρήσει αλλά ούτε η νέα έκδοσή του φάνηκε να ικανοποιεί τους επικριτές του. Στις 13 Μαΐου 1956, λίγο καιρό μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Αλεξάντερ Φαντέγιεφ αυτοκτόνησε φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις η αυτοκτονία ήταν αποτέλεσμα ψυχικών διαταραχών εξαιτίας αλκοολισμού. Η επιστολή που έστειλε ο συγγραφέας στην Κ.Ε. του κόμματος κρατήθηκε μυστική και το περιεχόμενό της αποκαλύφθηκε μόλις το 1990. Στην επιστολή εκείνη ο Φαντέγιεφ έγραφε: «Δεν βλέπω τη δυνατότητα να συνεχίσω να ζω, καθώς η τέχνη, στην οποία αφιέρωσα όλη μου τη ζωή, έχει καταστραφεί από την επηρμένη και βάρβαρη πολιτική του κόμματος, σε σημείο που είναι μη αναστρέψιμη η ζημιά. Τα καλύτερα στελέχη της λογοτεχνίας έχουν εξοντωθεί ή πέθαναν χάρη στην εγκληματική υποχωρητικότητα έναντι της εξουσίας των εχόντων∙ οι καλύτεροι άνθρωποι της λογοτεχνίας πέθαναν πρόωρα∙ όλοι οι υπόλοιποι που θα μπορούσαν έστω και κατ’ ελάχιστο να δημιουργήσουν πραγματικές αξίες, πέθαναν, πριν προλάβουν να συμπληρώσουν τα 40 - 50 χρόνια τους. (…) Μετά τον θάνατο του Λένιν μας υποβίβασαν στο επίπεδο του μικρού παιδιού, μας εξόντωσαν, μας τρομοκρατούσαν ιδεολογικά και μας επέβαλαν αυτή την “κομματικότητα”. Τώρα, όταν όλα αυτά θα μπορούσαν να διορθωθούν, ήρθε ο πρωτογονισμός και η βαρβαρότητα, με μεγάλη δόση έπαρσης, εκείνων που έπρεπε να τα διορθώσουν. Η λογοτεχνία παραδόθηκε στα χέρια ατάλαντων, μικρών, μνησίκακων. (…) Η ζωή μου ως συγγραφέας χάνει κάθε νόημα και με μεγάλη χαρά, ως απαλλαγή από αυτή τη θλιβερή ύπαρξη, όπου κυριαρχεί η χυδαιότητα, το ψέμα και η συκοφαντία, φεύγω από αυτή τη ζωή».
Το βιβλίο «Η Νέα Φρουρά», διαβάστηκε από χιλιάδες σοβιετικούς πολίτες και το 1948, ο Σεργκέι Γκερασίμοφ (1906-1985) το μετέφερε στον κινηματογράφο. Μάλιστα, η ταινία, η οποία είναι διάρκειας 160 λεπτών, αποτελείται από δύο μέρη. Ο Γκερασίμοφ γύρισε κυρίως ταινίες βασισμένες στην κλασική λογοτεχνία αλλά και ταινίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, τον οποίο υπηρέτησε με συνέπεια. Στο ρεύμα αυτό εντάσσεται και «Η Νέα Φρουρά», μια ταινία η οποία αναδεικνύει τον ηρωισμό του σοβιετικού λαού στον αγώνα εναντίον του φασισμού. Εάν αφήσουμε κατά μέρος τις προκαταλήψεις που μπορεί να έχουμε σχετικά με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τότε θα μπορέσουμε να διακρίνουμε και την πραγματική καλλιτεχνική αξία της ταινίας. Γιατί, εκτός από το ηρωικό στοιχείο, ο Γκερασίμοφ, όπως και όλοι σχεδόν οι σοβιετικοί σκηνοθέτες, προσθέτει στις εικόνες του λυρισμό και ποίηση. Εκπληκτικής ομορφιάς καδραρίσματα, άψογη γεωμετρικότητα πλάνων και υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία συνθέτουν ένα άψογο αισθητικό αποτέλεσμα το οποίο αποτελεί κοινό τόπο για όλες σχεδόν τις ταινίες του σοβιετικού κινηματογράφου. Βέβαια, εάν εντάξουμε την ταινία και την αισθητική της στην εποχή που γυρίστηκε και τις ανάγκες που εξυπηρετούσε, τότε θα την εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο. Γιατί το 1948 που γυρίστηκε, ήταν τέσσερα μόλις χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη στην οποία η Σοβιετική Ένωση θυσίασε περίπου 27 εκατομμύρια ανθρώπους! Πιο συγκεκριμένα 12 εκατομμύρια στρατιώτες και 14,6 εκατομμύρια πολίτες, όπως αποκαλύπτουν τα αρχεία τα οποία άνοιξαν επί Γκορμπατσόφ!
Η ταινία του Σεργκέι Γκερασίμοφ αποτελεί φόρο τιμής σε κάποιους από εκείνους τους νεκρούς του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Είναι ένα δείγμα κινηματογράφου το οποίο εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία (άλλωστε τίποτε, ούτε το σινεμά, δεν είναι ξεκομμένο από την εποχή του), κρατά ζωντανή την ιστορική μνήμη, πατάει γερά στις επιρροές του ρεύματος της ρώσικης πρωτοπορίας, αναδεικνύει την ποίηση, την ψυχή και την αισθητική της ρώσικης σχολής και κρατά εκείνα τα στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού τα οποία τον ανέδειξαν ως καλλιτεχνικό ρεύμα και όχι ως όργανο ψευδούς προπαγάνδας.
Η ταινία κέρδισε το 1949 το Βραβείο Στάλιν για την εξαιρετική φωτογραφία του Βλαντιμίρ Ράποπορτ. Να σημειώσουμε πως τη μουσική έγραψε ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Και τα δύο μέρη της ταινίας προβάλλονται, αποκλειστικά, στον κινηματογράφο Στούντιο.