Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν το ζήτημα της διαχείρισης της μνήμης και του πένθους, πέρα από το χαρακτήρα του προσωπικού βιώματος, αποκτά την υπόσταση ενός καλλιτεχνικού συμβάντος. Το πρώτο εμπεριέχει την άμεση εμπλοκή του πληγωμένου από την απώλεια υποκειμένου, το δεύτερο προϋποθέτει την απόσταση του δημιουργού. Το πρώτο δοκιμάζει τα όρια της συναισθηματικής αντοχής, το δεύτερο λειτουργεί αναστοχαστικά. Και τα δύο ωστόσο συντελούν στην πραγμάτωση του πένθους και λειτουργούν λυτρωτικά.
Η Κατερίνα Καλούδη ακολούθησε μια πρακτική σαν μνημόσυνο και βήμα απελευθέρωσης. Μετατρέποντας την τραπεζαρία του σπιτιού της σε στούντιο, άρχισε να φωτογραφίζει, να αποκτά μια άλλη σχέση με τα αντικείμενα, τα ρούχα, τις παλιές φωτογραφίες, τις αναμνήσεις, τις ιστορίες της οικογένειας και τα συναισθήματά της. Άρχισε να αποκτά μια σχέση εικαστικής σύνδεσης που κατέληξε στο καλλιτεχνικό γεγονός μιας έκθεσης φωτογραφίας μιας ολόκληρης ζωής. Της ζωής των γονιών που δεν υπάρχουν πια. Της ζωής ενός σπιτιού που ξαφνικά έμεινε άδειο από τα σώματα που το κατοικούσαν και γέμισε μνήμες δυσβάσταχτες. Δανείστηκε τον τίτλο της έκθεσης της από τη μετάφραση του βιβλίου της Lydia Flem «Comment j’ ai vidé la maison de mes parents», που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μελάνι (2006), «Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου», και ξεκίνησε τη δική της περιπέτεια που κατέληξε στο μουσείο Μπενάκη.
Η έκθεση έχει δύο άξονες. Ο ένας είναι ο φωτογραφικός διάλογος του δημιουργού με τον χώρο και τα πράγματα, κι ο άλλος ο συναισθηματικός διάλογος του ανθρώπου που κοιτάει το παρελθόν του κι έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο.
«Ο θάνατος της μητέρας φαίνεται να είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα άλλο και μοιάζει να αφυπνίζει στον καθένα μας συγκινήσεις που δύσκολα μπορούμε να τις συλλάβουμε» έγραφε ο Σίγκμουντ Φρόιντ σε ένα γράμμα στον Μαξ Έιτινγκον την 1η Δεκεμβρίου 1929.
«Η μητέρα μου», γράφει η Κατερίνα Καλούδη στις σημειώσεις της, «έτυχε να είναι μοντέλο στα νιάτα της και διατήρησε σε όλη της τη ζωή το πάθος για τη φινέτσα και τη μόδα. Ένα πάθος που την συνέδεε και με τη γιαγιά μου. Την έβλεπα να ράβει τα ρούχα της. Μεταξωτά, μάλλινα, μουσελίνες, βελούδα. Χρησιμοποιούσε μεταξωτές κλωστές που ταίριαζαν τέλεια στους χρωματισμούς του υφάσματος, απόχρωση με απόχρωση. Κρατούσε τις καρφίτσες ανάμεσα στα χείλια της, αλλάζοντας, διορθώνοντας, σχεδιάζοντας την καμπύλη ενός εβαζέ, το άνοιγμα μιας μασχάλης, το ψαλίδισμα μιας φάσας, το στρογγύλεμα μιας λαιμόκοψης, το γύρισμα ενός ρεβέρ, το πώς "έπεφτε" η φούστα… Ήταν όλα φυλαγμένα… Σιγά σιγά η συλλογή άλλαξε χέρια. Οι κόρες μου, οι φίλες κι εγώ η ίδια τα προσαρμόσαμε στο δικό μας στιλ, εφηύραμε νέες αρμονίες, νέους συνδυασμούς και τους δώσαμε νέα ζωή. Ένα φόρεμα ποτέ δεν πεθαίνει». Η διαδικασία της λύτρωσης έχει ήδη ξεκινήσει...
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 20 Μαΐου.