Ο Κίμων και η Ελισάβετ στο διαμέρισμα ή, αν θέλετε, εμείς σε κατάσταση άμυνας. Όσο ο διάλογος του ζευγαριού προχωρά αποσπασματικός, ελλειπτικός, αγωνιώδης, ένας διάχυτος φόβος ρευστοποιεί τα όρια και το «τέρας», που μαίνεται απέξω, δεν είναι πια διακριτό, δεν εντοπίζεται και δεν ελέγχεται. Εντός, κάθε υποψία επικοινωνίας πνίγεται στην αμφισβήτηση, την εχθρότητα, τον εκφοβισμό. Οι σχέσεις συνύπαρξης με τον Φίλο κι ακόμα πιο βαθιά με τον Εαυτό, προκύπτουν βίαιες, στρεβλές, αδύνατες. Μόνη ελπίδα, κι εχέγγυο ψυχικής ισορροπίας, είναι να επαληθευτεί ο Άλλος στο πρόσωπο του επισκέπτη Φωτογράφου. Όμως ο Άλλος δεν είναι παρά μια εκ των έσω αφήγηση, μια ύπαρξη διαμεσολαβημένη από τον τρόμο του ζευγαριού κι ο φοβισμένος Φωτογράφος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ενός Αντιπάλου.
Κι ωστόσο η κατάσταση είναι εμπόλεμη. Γιατί πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί η συστηματική βία που εφαρμόζεται από το κάθε πρόσωπο της παράστασης προς όλους τους άλλους με τη μορφή είτε της επίθεσης είτε της άμυνας; Πώς μπορεί να εκληφθεί, μέσα από τα τρικ του Φωτογράφου, η εμπορευματοποίηση του πολέμου και η εξοικείωση με τα αποτελέσματά του; Πώς μπορεί να επαληθευτεί το στήσιμο ενός παιχνιδιού-παγίδα που συνθλίβει αδιακρίτως όλους τους παίκτες του;
Η ηθοποιός Βάνα Πεφάνη με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης μιλά στην Εποχή για το έργο και την Λούλα Αναγνωστάκη.
Ο Κίμων και η Ελισάβετ μετακινούνται από πόλη σε πόλη. Μπορούν να συνυπάρξουν στο παρόν τους;
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε την ιστορία του ζευγαριού. Αυτό που αναφέρεται ωστόσο στο έργο είναι η μνήμη για κάποια γεγονότα της νεανικής τους ηλικίας και πολύ περισσότερο της Ελισάβετ. Ο Κίμων είναι πιο αινιγματική προσωπικότητα. Το γεγονός ότι το ζευγάρι μετακινείται από πόλη σε πόλη, ψάχνοντας να συνδεθεί και να βρει την πόλη που γεννήθηκε, μας δείχνει ότι είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα του παρόντος. Αυτό το ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητάς τους, του καθενός ξεχωριστά και για τους δικούς του λόγους, έχει να κάνει με το ότι προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους, τη σύνδεση που έχουν μεταξύ τους και τελικά πού ανήκουν.
Σε αυτή την αναζήτηση, η Ελισάβετ, η ηρωίδα που υποδύεστε, σε ποια συμπεράσματα καταλήγει;
Η πόλη της Ελισάβετ, για εμένα, είναι η πόλη των βιωμάτων. Δηλαδή, ο χώρος και η πόλη που γεννιέται κάποιος άνθρωπος και περνά χρόνια της ζωής του, που μπορεί να παίζει ένα καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αυτό που θεωρεί ο καθένας πόλη ή οικείο περιβάλλον είναι τα μέρη που έχουν συμβεί πράγματα. Η Ελισάβετ προσπαθεί να φτιάξει έναν πίνακα με μια πόλη που υπάρχουν τα τραύματά της, τα όνειρά της, οι σημαντικές στιγμές της ζωής της, ο πρώτος της έρωτας, ο πρώτος της θάνατος. Μιλάμε για την πόλη που χρειάζεται ο καθένας μας και στοιχειοθετείται μέσα του.
Καταφέρνει να βρει αυτή την πόλη;
Δεν νομίζω ότι την βρίσκει. Η Ελισάβετ ψάχνει μια σύνδεση με το παρελθόν. Νομίζω ότι τελειώνοντας το έργο κόβει αυτή τη σύνδεση. Το πού θα βρεθεί αύριο, αυτό δεν το ξέρει κανείς.
Το ζευγάρι μπαίνει σε ένα ψυχολογικό παιχνίδι, αναζητώντας ένα ιδανικό θύμα, που θα τους βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτούς, ποιο είναι το ιδανικό θύμα και τι βλέπουν στο πρόσωπο του Φωτογράφου;
Αυτό είναι μία ανάγνωση. Αυτοί οι δύο άνθρωποι με τα ταξίδια τους, πηγαίνουν και μένουν σε κάποια σπίτια. Δηλαδή, εγκλωβίζονται σε έναν εσωτερικό χώρο. Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη διαδραματίζονται σε εσωτερικό χώρο. Υπάρχει όμως και το έξω. Στην προκειμένη περίπτωση είναι η πόλη, και μέρος της πόλης είναι οι κάτοικοι. Ένας κάτοικος τους επισκέπτεται, που σημαίνει ότι το έξω εισβάλλει στο μέσα. Ας μη το ονομάσουμε θύμα, γιατί πραγματικά σε αυτά τα παιχνίδια δεν ξέρουμε ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα. Είναι ένα παιχνίδι που όταν αρχίζεις να το παίζεις, κανείς δεν ξέρει ποιος θα βγει κερδισμένος από αυτό.
Μάλιστα, πρόκειται για έναν «ιδιαίτερο» φωτογράφο, καθώς φωτογραφίζει ανθρώπους που υποδύονται τους πεθαμένους.
Μια εξαιρετική φράση του Φωτογράφου είναι: «Τελείωσε η εποχή των ειδυλλιακών φωτογραφιών». Δηλαδή, οι φωτογραφίες που μας δείχνουν να είμαστε μπροστά σε μια θάλασσα, σε κήπους κ.α. Ο Φωτογράφος αρχίζει να αποτυπώνει στις φωτογραφίες του τον θάνατο. Η ανάγκη των ανθρώπων να θέλουν να φωτογραφηθούν πεθαμένοι πρέπει να μας απασχολήσει περισσότερο από τον άνθρωπο που αναλαμβάνει να κάνει αυτή τη δουλειά. Αυτό είναι ένα θέμα προς εξερεύνηση.
«Η πόλη» και πιο συγκεκριμένα η τριλογία της πόλης, ανέβηκε για πρώτη φορά το 1965 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Στο έργο, η Λούλα Αναγνωστάκη μιλά για έναν κόσμο που νοσεί βαθιά. Κατά τη γνώμη σας το έργο συνεχίζει να παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα;
Αν μου έλεγαν ότι αυτό το έργο γράφτηκε πριν από δέκα χρόνια ή ένα χρόνο ή σήμερα, θα το πίστευα. Ο κόσμος της Λούλας Αναγνωστάκη είναι υπαρκτός. Είναι ένας κόσμος που δεν αλλάζει και δεν έχει αλλάξει μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως το έργο να ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή που γράφτηκε. Σήμερα, υπάρχει ακόμα αυτός ο μετεωρισμός των ανθρώπων, το ότι οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν πού ανήκουν, να βρουν την ταυτότητά τους, να προσδιορίσουν την ύπαρξή τους μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο πραγματικά νοσεί. Αυτή τη στιγμή συνεχίζουμε να βιώνουμε την πανδημία, βιώνουμε τον πόλεμο, την οικονομική κρίση. Όσοι νομίζουμε ότι είμαστε ασφαλείς ακόμα, είμαστε μετέωροι. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί αύριο. Αυτό απασχολεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, που ας μην ξεχνάμε, αναφέρεται σε μετεμφυλιακή περίοδο. Το έργο της είναι βαθιά πολιτικό.
«Η πόλη», το εμβληματικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, παρουσιάζεται από τις 5 Μαΐου και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.30μμ, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.