Μάικλ Σαντέλ «Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;», μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, επιμέλεια: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, εκδόσεις Πόλις, 2022
Αυτοί που ανέβηκαν στο τρένο της παγκοσμιοποίησης, αυτοί δηλαδή που αποκόμισαν οικονομικά οφέλη από τις παγκόσμιες αγορές, είχαν ήδη εφαρμόσει μια οιονεί κοινωνική αποστασιοποίηση, ήδη πολύ πριν την πανδημία. Γιατί οι οικονομικές τους προοπτικές δεν εξαρτιόντουσαν από τοπικές ή εθνικές κοινότητες και ως κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από τους χαμένους.
Οι κερδισμένοι αρέσκονται να επιχειρηματολογούν ότι η πολιτική διαχωριστική γραμμή σήμερα δεν είναι μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αλλά μεταξύ ανοιχτών και κλειστών κοινωνιών. Πού σημαίνει, σύμφωνα με κάποια λογική, ότι η επιτυχία εξαρτάται από την εκπαίδευση, οπότε χρειάζεται να εξασφαλίζεται η ίση πρόσβαση σε αυτή. Μέσα βέβαια από ένα τέτοιο σκεπτικό, όσοι φτάνουν στην κορυφή έχουν την πεποίθηση ότι τα κατάφεραν λόγω της αξίας τους ενώ αυτοί που μένουν πίσω είναι απλώς άξιοι της μοίρας τους.
Ο ηθικός και πολιτικός φιλόσοφος Μάικλ Σαντέλ, καθηγητής στο Χάρβαρντ, θέτει στο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;», που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πριν από δύο χρόνια και στα ελληνικά πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, καίρια ερωτήματα για τον σύγχρονο κόσμο. Και δίνει εξίσου καίριες απαντήσεις.
Εδώ ο καθηγητής που γεμίζει τα αμφιθέατρα του Χάρβαρντ περισσότερο από κάθε άλλον, ασκεί σκληρή κριτική στην ιδεολογία της αριστείας και, βέβαια, και στα κορυφαία πανεπιστήμια στα οποία και ο ίδιος διδάσκει. Το σύστημα της αξιοκρατίας των πτυχίων που έχει επικρατήσει, έχει οδηγήσει, λέει, σε μεγάλη αλαζονεία των προσοντούχων ελίτ, οι οποίες αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους υπόλοιπους. Αυτή η δεξαμενή των οργισμένων υπόλοιπων, είναι που σε μεγάλο βαθμό θρέφει και την αυταρχική τραμπική ακροδεξιά.
Τα δύο πρωταγωνιστικά κόμματα στις ΗΠΑ, προσθέτει, υποστήριξαν την καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική. Όμως, «αν θέλουμε να ανανεώσουμε την ηθική και κοινωνική μας ζωή, θα πρέπει να κατανοήσουμε πώς κατέρρευσαν τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες οι κοινωνικοί μας δεσμοί και ο αλληλοσεβασμός μας», λέει.
Ο Σαντέλ υποστηρίζει ότι για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, οικονομικούς κ.ά.) η επιλογή των φοιτητών από τα μεγάλα πανεπιστήμια δεν είναι πάντα αξιοκρατική (μέχρι και σκάνδαλα χρηματισμών έχουν υπάρξει) αλλά το πραγματικό θέμα συζήτησης, που δεν γίνεται από τα δύο κυρίαρχα κόμματα, είναι ότι η αύξηση –τις τελευταίες δεκαετίες– της σημασίας των ελιτίστικων πτυχίων έχει να κάνει με την αύξηση των ανισοτήτων. Ένα τέτοιο πτυχίο αποτελεί αγχολυτικό απέναντι στη σύγχρονη επισφάλεια της μεσαίας τάξης. Επίσης, για όσους μπαίνουν στα οκτώ πιο σπουδαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ, της λεγόμενης Ive League, από την «πλαϊνή» ή την «πίσω πόρτα» (δωροδοκώντας, με πλαστά πιστοποιητικά ή, απλώς, με μεγάλες νόμιμες δωρεές των πλούσιων γονέων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα), το πτυχίο αποτελεί «αγορά δανεικής λάμψης της αξίας».
Το ζήτημα είναι βέβαια βαθύτερο, προσθέτει ο Σαντέλ, είναι πώς ορίζουμε την επιτυχία και την αποτυχία, είναι η διάβρωση της έννοιας της αξιοπρέπειας της εργασίας λόγω της περιφρόνησης των «επιτυχημένων». Είναι αν εξακολουθεί να υπάρχει η έννοια της συνεισφοράς στο κοινό καλό. Και είναι η σχετικά περιορισμένη έμφαση των κατά τα άλλα καλών πανεπιστημίων «στην ηθική εκπαίδευση και την αγωγή του πολίτη ή στις ιστορικές σπουδές», γεγονός που μειώνει την κριτική ικανότητα των φοιτητών καθώς δίνεται έμφαση στις τεχνοκρατικές δεξιότητες, γεγονός που «ίσως έχει συμβάλει στην αποτυχία των κυβερνητικών ελίτ κατά τις τελευταίες δύο γενιές και στην πτώση του επιπέδου του δημόσιου λόγου».