Ιερώνυμος Λύκαρης «Έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του;», εκδόσεις Καστανιώτη, 2021
Ο Ιερώνυμος Λύκαρης εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2008, στον συλλογικό τόμο αστυνομικών διηγημάτων «Ελληνικά εγκλήματα 2», που είχε εμπνευστεί και επιμεληθεί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης. Έκτοτε έγραψε και μυθιστορήματα, με πρώτο «Το ρομάντζο των καθαρμάτων» (2011). Το μάλλον αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του; δεν είναι αστυνομικό, είναι πολιτικό, ιστορικό και διαδραματίζεται την εποχή της απριλιανής δικτατορίας.
Το βιβλίο μας μεταφέρει στην Φεβρουάριο του 1973, στις μέρες των φοιτητικών κινητοποιήσεων κατά της χούντας, όταν ο ήρωας χωρίς όνομα, ο Κ, ο οποίος είναι φίλος του συγγραφέα, συναντά ύστερα από πολλά χρόνια έναν αστυνομικό, τον Θεοδόση, συνταξιούχο πλέον, τον οποίο γνώρισε σε αστυνομικό τμήμα του Πειραιά. Η αρχή της περιπέτειας και των βασάνων του Κ, φοιτητή του Πολυτεχνείου, έγινε το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου, όταν έμαθε πως μερικοί ασφαλίτες εισέβαλαν στο γραφείο της γραμματείας της σχολής του και πήραν τους φακέλους των φοιτητών.
Ο ήρωας, ήταν μέλος της παράνομης φοιτητικής οργάνωσης Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ, η οποία επρόσκειτο στο ΚΚΕ. Επομένως, είχε αντιδικτατορική δράση, συμμετέχοντας σε επικίνδυνες δράσεις, συναντήσεις με συντρόφους του στο πλαίσιο του αντιχουντικού αγώνα. Σε μια συνάντηση με κάποιον «σύνδεσμο»» στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά παρέλαβε μια τσάντα με προκηρύξεις και τρικάκια που έπρεπε να παραδοθούν σ’ ένα σπίτι στο Παγκράτι. Οι κινήσεις του ήταν άκρως συνωμοτικές για τον φόβο των πανταχού παρόντων ασφαλιτών. Ωστόσο, κοντά στο δημαρχείο του Πειραιά τον εντόπισε ένας μυστικός αστυνομικός και τον πήγε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής –όπου έδρευε η Ασφάλεια Πειραιά– για τα περαιτέρω.
Στο μυθιστόρημα ο Λύκαρης περιγράφει με λεπτομέρειες τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι αστυνομικοί τους πολίτες στην Ασφάλεια, ζωγραφίζει με μελανά χρώματα τους αστυνομικούς υπαλλήλους, τη σκαιά συμπεριφορά τους προς τους υπόπτους, αλλά και τους σεσημασμένους πολίτες, άντρες και γυναίκες. Επιπλέον, αναφέρει την ψυχολογική κατάσταση εκείνων που συμμετείχαν σε παράνομες δραστηριότητες, τους φόβους και τον σκεπτικισμό τους, τις σχέσεις τους με τους συντρόφους τους, καθώς και με τα μέλη της οικογένειάς τους που δεν γνώριζαν τίποτα για τη δράση τους. Σύμφωνα με τους παλιούς αγωνιστές (κρατούμενους στην Ασφάλεια, φυλακισμένους και εξόριστους), υπογραμμίζει ο αφηγητής, ο προσαχθείς πρέπει να προσέχει να μην εγκλωβιστεί σε συζητήσεις με τους ασφαλίτες, ώστε να μην αναγκαστεί να αποκαλύψει μυστικά, ή να καταδώσει τους συντρόφους του, δηλαδή να μην καταλήξει «προδότης της εργατικής τάξης».
Από τις πιο διασκεδαστικές σκηνές του μυθιστορήματος είναι εκείνες με την άφιξη στο κρατητήριο κάποιων κοινών γυναικών, οι οποίες έδειξαν θάρρος και γενναιότητα απέναντι στους στυγνούς αστυνομικούς, που συνήθιζαν να επωφελούνται από αυτές. Η πιο μεγάλη γυναίκα ήταν τσατσά σε αδήλωτο οίκο ανοχής και οι κοπέλες είχαν νταβατζή που έμεινε χωρίς λεφτά –τα έχασε στον τζόγο– και δεν μπορούσε να πληρώσει «τους μπάτσους που προστάτευαν το “σπίτι”». Αν εκείνος δεν τους εξοφλούσε μέχρι το πρωί, θα τις πήγαιναν στο Αυτόφωρο.
Και τι σχέση έχει ο Στάλιν με όλα αυτά; Απλώς, ο ασφαλίτης-ανακριτής βλέποντας μια φωτογραφία του Στάλιν, θέλοντας να παιδέψει τον φοιτητή ή να παίξει με τον πόνο του, ρωτάει αν ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης έβαφε τα μαλλιά του. Η σκηνή είναι άκρως σουρεαλιστική και εντελώς παράλογη.
Το μυθιστόρημα τελειώνει αισιόδοξα, ενώ διαβάζουμε για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και της Νομικής, που έγιναν στη συνέχεια εκείνον τον κρίσιμο Φεβρουάριο. Πρόκειται για ένα αξιανάγνωστο αφήγημα γεμάτο νοσταλγία για το παρελθόν –ο Λύκαρης είναι εξαιρετικός αφηγητής.