Γιώργος Κυριακόπουλος «Η περίληψη», εκδόσεις Εστία, 2021
Συχνά υποστηρίζεται ότι το δεύτερο βιβλίο ενός καλού πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα είναι το αποφασιστικότερο βήμα σε μια συγγραφική πορεία. Ο Γιώργος Κυριακόπουλος (γ. 1958), που ανήκει στην κατηγορία των μάλλον αργά και σε μεγαλύτερη ηλικία πρωτοεμφανιζόμενων, φαίνεται πως κερδίζει αυτό το στοίχημα. Μετά τη βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος Τρισεγγονή της Αραπίνας και άλλες ιστορίες (2017), στο νέο του βιβλίο, την Περίληψη, καταπιάνεται με το μικρό μυθιστόρημα.
Ο μύθος είναι σφιχτός και περιγράφει, με αναδρομές και κλιμακώσεις, την πορεία της σχέσης ενός ζευγαριού. Ο νεανικός έρωτας, η συγκατοίκηση, μια έκτρωση και μια αποβολή, γάμος, μετακόμιση, επαγγελματική ζωή και οικονομικά προβλήματα, φθορά, μια νέα εγκυμοσύνη, καβγάδες για ασήμαντες αφορμές, ένα ακυρωμένο ταξίδι, μια νέα αποβολή, χωρισμός, διαζύγιο. Από τα μισά του βιβλίου κι έπειτα έρχονται οι αρρώστιες και οι θάνατοι, ενώ στο τέλος μεθοδεύονται με σασπένς οι αποκαλύψεις, καθώς τα γυμνά σώματα μιλάνε χωρίς λέξεις, αφήνοντας υπαινιγμούς. Ο διάχυτος ερωτισμός του βιβλίου δεν εξαντλείται στην ερωτική πράξη, αφού, «δεν είναι μόνο γενετήσια η ορμή των ανθρώπων» (σ. 113).
Το μυθιστόρημα εστιάζεται στην εξέλιξη μιας παρέας φίλων και μιας οικογένειας με περίπλοκες συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ των μελών της. Ο τρόπος που χτίζει ο συγγραφέας τους χαρακτήρες, σύνθετους, αντιφατικούς και απρόβλεπτους, μυστικοπαθείς, εσωτερικούς αλλά και εξωστρεφείς, είναι σημαντική αρετή του μυθιστορήματος που αναπτύσσεται σπειροειδώς. Υπόδειγμα «αρχιτεκτονικής στρατηγικής» το χαρακτήρισε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου («Το Βήμα», 24.10.21) και πραγματικά δεν βρίσκω καλύτερο χαρακτηρισμό.
Ο τρόπος που ενσωματώνει στη μυθοπλασία την κοινωνική ιστορία και τη δομή της αίσθησης της Μεταπολίτευσης χωρίς να φορτώνει την αφήγηση με περιττό ιστορικό υλικό είναι διακριτικός. Ο Κυριακόπουλος είναι υποψιασμένος ότι τα ατομικά τραύματα και οι συλλογικές αυταπάτες του παρόντος έχουν μια ρίζα στον χρόνο∙ σ’ εκείνες τις δυναμικές στιγμές του παρελθόντος που κάποτε ήταν παρόν ανυποψίαστο, αλλά έκρυβε επιμελώς τα σπέρματα του μέλλοντος. Στην Περίληψη η στιγμή έξαρσης που προδιαγράφει το μέλλον είναι οι σημαδιακές διακοπές των φίλων, πρωτοετείς φοιτητές στη Νομική οι περισσότεροι, στη Σίφνο, το καλοκαίρι του 1977.
Εκεί οι ήρωες της ιστορίας, συνομήλικοι του συγγραφέα, ζουν τον διχασμό μεταξύ της επιβεβλημένης, σχεδόν καταναγκαστικής, πολιτικοποίησης και των απολαύσεων της ζωής. Είναι άλλωστε οι πρώτες γενιές που μπορούν να χαρούν τη ζωή χωρίς τη βία της ιστορίας. Λίγο μετά το 1974, η στράτευση υποχωρεί, ενώ η ατομική επιθυμία συμπλέκεται δυναμικά με το συλλογικό χρέος, πλάθοντας κουβάρια αδιέξοδα στις συνειδήσεις των αριστερών. «Μαρξιστής-λενινιστής» αυτοαποκαλείται ο μπερδεμένος κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος (Νίκος), αλλά δυσκολεύεται να απαντήσει στο προβοκατόρικο ερώτημα του μυστηριώδους αδελφού της μέλλουσας συζύγου του (Αλέξανδρος): «ο μαρξισμός δίνει απαντήσεις στα ερωτηματικά της καύλας σου;» (σ. 29)
Χωρίς οικογένεια
Το μυθιστόρημα αρχίζει με ένα πένθος. Όλη η ζωή του πρωταγωνιστή είναι η δυσβάσταχτη διαχείρισή του. Ο Νίκος, ορφανός από τα δεκαοχτώ, αναζητά ένα υποκατάστατο οικογενειακής θαλπωρής και πυρηνικής αγάπης στην ερωτική σχέση που συνάπτει με τη φίλη του αλλά και στη λοξή σύνδεση που αναπτύσσει με όλα τα μέλη της οικογένειάς της που στερείται πατέρα (ενδεχομένως ο Νίκος διεκδικεί τον ρόλο). Με την Σοφία, συμφοιτήτριά του στη Νομική, θα ερωτευτεί, θα παντρευτεί και θα χωρίσει, ενώ με τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα μυθοπλαστικά αδελφό της θα δημιουργήσει μια περίπλοκη σχέση έλξης και απώθησης, χάρη στην οποία ανακαλύπτει τον εαυτό του, διερευνά την ταυτότητά του και ξεφεύγει από τον ελληνοκεντρισμό και τον κακοχωνεμένο μαρξισμό.
Ο Αλέξανδρος, με σπουδές και υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα στην Οξφόρδη, νάρκισσος και φαινομενικά αντιπαθής, νεαρός αντικοινωνικός υπερόπτης που περιφρονεί τις συλλογικότητες φέρνοντας στον νου τους αστούς ήρωες της Αργώς του Θεοτοκά και των μυθιστορημάτων του Ρούφου, σε πλήρη ιδεολογική και αισθητική αντίθεση με το κλίμα της Μεταπολίτευσης, πριν σκοτωθεί σε τροχαίο έχει προλάβει να αναστατώσει τη ζωή του Νίκου. Η οικογένεια συμπληρώνεται από τη φινετσάτη αστή μητέρα και τη φίλη της, την εβραία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, φορέα της τραυματικής ιστορικής μνήμης, που αντιμετωπίζει περήφανα τον καρκίνο.
Μυθολογίες του Αιγαίου
Ο τόπος, το τρίγωνο Σίφνου - Αθήνας - Οξφόρδης, είναι κυρίαρχο στοιχείο της αφηγηματικής δομής. Η τοπολογική διάσταση του Αιγαίου αποδίδεται χωρίς φετιχοποίηση, ουσιοκρατία και εξιδανίκευση, μακριά από μεταφυσικές, ελληνολατρικές ή μαρτυρικές αποτυπώσεις. Πρόκειται για ένα τρίτο «λογοτεχνικό» Αιγαίο, μετά το αισθητικοποιημένο της «ελληνικής γραμμής» του Περικλή Γιαννόπουλου και των επιγόνων της γενιάς του ’30 και το ετεροτοπικό, εμφυλιοπολεμικό Αιγαίο της εξορίας και των βασανιστηρίων των αριστερών συγγραφέων. Το Αιγαίο του Κυριακόπουλου, που παράλληλα με το μυθιστόρημα εξέδωσε ένα θαυμάσιο φωτογραφικό λεύκωμα με την πολύχρονη έρευνά του στα ερειπωμένα σπίτια και τα υποστατικά του Αιγαίου (Η αρχαιολογία του χτες, Ποταμός, 2021), εξακολουθεί να δημιουργεί μύθο. Είναι το Αιγαίο της Μεταπολίτευσης, του καλοκαιρινού ευδαιμονισμού, των ιδιωτικών απολαύσεων και των νεανικών αναζητήσεων του σώματος και του νου.
Ο Κυριακόπουλος δεν γράφει σαν αστός που διαβάζει τη λαϊκότητα του Αιγαίου ως κάτι εξωτικό, όπως ο ήρωάς του Αλέξανδρος «που δεν καταλαβαίνει Χριστό από την πραγματική ζωή και όλα τα μετράει με μια κλίμακα αισθητικής και ομορφιάς, λες και οι άνθρωποι ζούσαν μόνο κάθε Δεκαπενταύγουστο και κάθε Αποκριά» (σ. 82). Το βιβλίο αποτίει φόρο τιμής στα πανηγύρια, τα καφενεία, τα τραγούδια, τα μονοπάτια, τις εκκλησιές, τα κεραμικά, τα τσουκάλια, τις γάτες, τις ξερολιθιές και κυρίως στους νησιώτες που στύβουν τη ζωή. Σε όλα τα στοιχεία του χτες που επιβιώνουν για να θυμίζουν στο περίπλοκο παρόν την απλότητα και τη φυσικότητα της ζωής.
Πήραμε τη ζωή μας λάθος
Η Περίληψη είναι ένα μυθιστόρημα που δικαιολογεί τον τίτλο του. Η έκταση είναι σχετικά μικρή (120 σελίδες), η γραφή πυκνή και ο αφηγηματικός χρόνος, αν και εκτενής (1976-2000), παρουσιάζεται σαν σε περίληψη. Κι ενώ η ιστορία μοιάζει τυπική για τους ανθρώπους της γενιάς του, ο συγγραφέας κατορθώνει να μην τον καταπιεί η κοινοτοπία, αλλά να διανοίξει προοπτικές κατανόησης της εποχής.
Το μυθιστόρημα του Κυριακόπουλου είναι αναστοχαστικό. Μιλάει για μια γενιά, αλλά έχει ως θέμα του τη ζωή. Με τις εξάρσεις και τους συμβιβασμούς της, τα μυστικά και τις αλήθειες, τη θέληση και τη δειλία των ανθρώπων. Ο Νίκος κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη του άλλου Αλέξανδρου, που από αντιπαθής του γίνεται αγαπητική εμμονή. Στο πρόσωπο του Νίκου ο αναγνώστης διακρίνει κάτι από τα αδιέξοδα της μεταπολιτευτικής φούσκας. Της μεταδικτατορικής πίστης σε συλλογικά οράματα που κατέληξε για πολλούς, μετά τη δεκαετία του 1980, στον επαγγελματικό και οικογενειακό εγκλεισμό της ιδιώτευσης. Αυτός ο οικόσιτος γάτος στο σπίτι του Νίκου και της Σοφίας που τον φώναζαν Κύρκο, απέναντι ακριβώς από το διαμέρισμα του ιστορικού ηγέτη της Αριστεράς, αποδραματοποιεί και μας κλείνει το μάτι πονηρά.