Δημήτρης Παπαχρήστος «Αχ, μουρλοσκοτωμένο», εκδόσεις Τόπος, 2022
Τι είναι αυτό το βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου; Μυθιστόρημα; Όχι, μας βεβαιώνει κατηγορηματικά ο ίδιος. Μήπως τότε απομνημόνευμα, ή αυτοβιογραφία; Πάλι όχι αφού υπάρχουν και άλλα πρόσωπα που μιλούν. Τι τότε; Μια πινακοθήκη προσώπων, η μια Ιστορία ανθρώπων που χωρίς οι περισσότεροι, να είναι κεντρικοί, μοιάζοντας κάποτε περιθωριακοί, ήρθαν στιγμές που βρέθηκαν κοντά ίσως τους άγγιξε η Ιστορία; Ή μήπως μια παρέλαση και ένα προσκλητήριο προσώπων;
Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι τα περισσότερα από τα πρόσωπα αυτά, οι τακτικοί θαμώνες των σελίδων του, είναι άντρες. Άλλοτε καθισμένοι στο τραπεζάκι της Μουριάς, με κάτι το σχεδόν επίσημο, σαν να ήταν το στασίδι τους στον ναό της επανάστασης. Άλλοτε πάλι χαμένοι σε χώρες μακρινές, άλλοτε πραγματικές και άλλοτε χώρες των ονείρων, Βαλκανίων ή άλλων, να εξαφανίζονται και αναπάντεχα να είναι και πάλι παρόντες, πιστοί στο ραντεβού που έδωσαν για να ξαναβρεθούν στις σελίδες του βιβλίου. Αυτοί οι χαμένοι και ξανακερδισμένοι φίλοι είναι πολλοί. Γνώριμοι και λιγότερο γνώριμοι γιατί ο συγγραφέας αποφάσισε να τους γνωρίσει τον ένα στον άλλο. Και κάποτε, ενώ είναι πραγματικοί, είναι ταυτόχρονα και μεταμορφώσεις αρχετυπικών σχεδόν προσώπων είτε και μεταμφιέσεις του ενός προσώπου που μιλά με διάφορες μορφές. Του Δημήτρη Παπαχρήστου. Οι γυναίκες που αναφέρονται να μετέχουν στην παρέλαση λιγοστές. Ίσως γιατί δεν χωρούν στην αντροπαρέα των αρσενικών προσώπων. Ή αντιθέτως γιατί αποτελούν το ανομολόγητο αίτιο της ύπαρξης και το κίνητρο της δράσης είτε της αδράνειάς τους.
Ποια όμως είναι τα πρόσωπα που ονόμασα σχεδόν αρχετυπικά; Και ποια είναι η σκηνή, σχεδόν αρχέγονη, όπου τα πρόσωπα αυτά κάνουν την είσοδό τους στο δρώμενο της ζωής; Ας την ακούσουμε:
«Η αλωνιστική μηχανή στεκόταν στη μέση και γύρω-γύρω οι θημωνιές με τα δεμάτια τακτοποιημένα, να αφήνουν διαδρόμους. Από ένα μεγάλο χωνί πετούσε τα άχυρα, σαν να ξερνούσε μια-μια τις θημωνιές που είχε καταβροχθίσει.
Τρέχαμε στα αλώνια και παίζαμε κρυφτό και ύστερα ανεβαίναμε στον μεγάλο χρυσαφένιο λόφο. Δεν ήταν παραμυθένιος, ήταν αληθινός, ένας τεράστιος σωρός από άχυρα στα παιδικά μας μάτια…
Σκαρφαλώναμε με χέρια και με πόδια. Βουλιάζαμε χαρούμενα μέσα στα ξυπόλυτα όνειρά μας μέχρι να κατακτήσουμε την κορυφή. Καμαρώναμε εκεί ψηλά μέχρι να ανέβει και ο τελευταίος κι έπεφτε πρώτος ο αδελφός μου κι άρχιζαν οι αέρινες κωλοτούμπες ποιος θα πάει πιο μακριά. Βουτιές με το κεφάλι στα χρυσαφένια κύματα κι αναδυόμασταν από άχυρα στεφανωμένοι κολυμβητές τινάζοντας τα μαλλιά μας σαν να βγαίναμε από την θάλασσα.
Η αλωνιστική μηχανή να δουλεύει από ψηλά, ο Μαυρογιάννης να την ταΐζει με δεμάτια για να μη χάσει τον ρυθμό της και σταματήσουν τα βογγητά που ακούγονταν σα μουγκανητά αγελάδας. Από κάτω ο μπάρμπα -Βαγγέλης ο Κρούπης στεκόταν με τεντωμένα τα χέρια του. Σαν να άρμεγε τα σιδερένια βυζιά της.
Γέμιζαν τα τσουβάλια με στάρι κεχριμπάρι, "νούμερο ξανθό και μαυραγάνι μαύρο". Ο μπάρμπα Ανδρέας από δίπλα να τραβάει τα σακιά, να τα παραμερίζει, να τα δένει ο Κοσκέρογλου με χοντρό σπάγκο με τον Μπάρμπα Τρύφωνα, με ένα άι ε ουπππ να φορτώνουν στο κάρο τα τσουβάλια.»
Θέλω να μιλήσω για το βιβλίο του Δημήτρη μέσα από την εικόνα αυτήν που με συγκίνησε και την ξεχώρισα και που μαζί με άλλες από την παιδική ηλικία του αφηγητή ανοίγουν έναν εικαστικό και κινηματογραφικό διάλογο με άλλα έργα αλλά και με τα έργα και τις ημέρες της δικής του ζωής. Δεν είναι η καταγραφή ενός έρωτα ή ενός πένθους, μιας αποθέωσης ή μιας σύγκρουσης, μιας τολμηρής είτε τραυματικής προσπάθειας. Για μένα ωστόσο η παιδική αυτή ανάμνηση είναι ένα κλειδί για ολόκληρο το βιβλίο, για τον συγγραφέα του και ίσως για τα πρόσωπα, τις παρέες, τη γενιά που στη συνάντηση ή τη μνήμη με τις πιο παλιές παρελαύνει, σαν να συμμετέχει σε μια χωρίς τέλος διαδήλωση στις σελίδες του έργου του.
Το βίωμα της αγροτικής γης
Το κομμάτι αυτό επιβεβαιώνει την αίσθηση που είχα και πριν ανοίξω το βιβλίο ότι τον Δημήτρη Παπαχρήστο δεν μπορεί να τον δει κανείς αποκομμένο από το βίωμα της αγροτικής γης. Της γης της Εύβοιας, της γης της Ελλάδας. Ίσως και πιο πέρα της γης του μεσογειακού Νότου ή ακόμα μιας άλλης που βρίσκεται ίσως εκεί όπου αρχίζει και ’κεί όπου τελειώνει το πέλαγος της ζωής, και που ίσως είναι αυτή που οι Έλληνες ονόμαζαν κάποτε «Γη των Μακάρων».
Η εικόνα αυτή μου φέρνει στο νου πίνακες και ταινίες που μιλούν για τη σχέση του εργάτη με τη γη, δική του ή ξένη. Θυμάμαι τους πίνακες του Μιλέ, όπου οι μορφές από τις Σταχομαζώχτρες αποτυπώνονται με ένα λιτό και αυθεντικό λυρισμό που ανοίγει τον δρόμο στα Σιταροχώραφα του Βαν Γκογκ με τα κοράκια στον ορίζοντα και στο αντάτζιο σε χρυσαφί και μπλε του Θερισμού του Γκογκέν, αποτελώντας ταυτόχρονα έναν ύμνο στον κόσμο του μόχθου και ίσως ένα εικαστικό σοσιαλιστικό μανιφέστο. Και ακόμα ταινίες όπως το «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι που αφηγείται την ιστορία μισού αιώνα ξεκινώντας από τη φιλία δύο παιδιών κάπου στα χωράφια και τα δάση της ιταλικής επαρχίας, και την πορεία τους μέσα από τη θύελλα του φασισμού, του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της εξέγερσης της αγροτιάς. Κάποιοι λογοτέχνες όπως ο Μπαλζάκ αλλά και κάποιοι θεωρητικοί του Μαρξισμού διατύπωσαν τη δυσπιστία τους για την αγροτιά υπογραμμίζοντας αυτό που θεωρούσαν συντηρητικό της χαρακτήρα. Μέσα στην αγροτιά όμως σιγοκαίει μια σπίθα της εξέγερσης που κάποτε μεταμορφώνεται σε όνειρο πορείας προς ένα φωτεινό αλλού, φωτεινό σαν τα στάχια της παιδικής ανάμνησης του Παπαχρήστου.
Το πολιτικό μανιφέστο
Η καταγραφή της ανάμνησης είναι ένα ακριβές ντοκουμέντο. Και ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει με κάποια ακριβή ντοκουμέντα, ή ακόμα και με κάποια όνειρα που αποτυπώνουν πιστά όσα δεν αντέχουμε να θυμόμαστε, είναι δημιουργία και πολιτικό μανιφέστο. Δημιουργία πρώτα: Η δημιουργία έχει μια –αθέλητη μάλλον– γεύση σουρεαλισμού. Με την εξήγηση ότι για μένα ο σουρεαλισμός είναι αυτό που απογειώνεται από την πραγματικότητα για να αποκαλύψει το βάθος της. Ας προσέξουμε π.χ. τη σχέση του Μαυρογιάννη και του Βαγγέλη του Κρούπη με την αλωνιστική μηχανή που η ανάμνηση έχει μεταμορφώσει στο κείμενο αυτό σε υπερφυσική γελάδα. Ο πρώτος την ταΐζει με δεμάτια για να μην χάσει τον ρυθμό της. Ο δεύτερος αρμέγει με τεντωμένα χέρια τα σιδερένια βυζιά της για να βγάλει χρυσό γάλα.
Ο ρεαλιστικός αυτός σουρεαλισμός γίνεται σκαλί για να μας οδηγήσει με την ανάμνηση ο συγγραφέας στο υπαινικτικό και γι’ αυτό πιο πειστικό πολιτικό του μανιφέστο. Κλειδί του μανιφέστου αυτού είναι μια εικόνα συνέργειας που μεταμορφώνεται στο όνειρο ενός κόσμου αλληλεγγύης. Ο Μπάρμπα Αντρέας, ο Κοσκέρογλου, ο Μπάρμπα Τρύφωνας είναι μαζί πραγματικότητες και σύμβολα. Πιστές εικόνες μιας αλυσίδας παραγωγής και σύμβολα ενός κόσμου συνέργειας και αλληλεγγύης. Πιστεύω ότι η χαρακτηριστική δια βίου σχέση του συγγραφέα με τις παρέες, τις ομάδες, τα κινήματα ήταν πάντα και επιστροφές στις εικόνες αυτές. […]
Το κείμενο αποτελεί μεγάλο απόσπασμα από την ομιλία της Π. Ρηγοπούλου στην παρουσίαση του βιβλίου, την Τρίτη 18 Μαρτίου, στο Αναψυκτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου.