Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων που συνθέτουν τον τουρισμό υπήρξε ισχυρό χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού αναπτυξιακού προτύπου, καθώς μαζί με την εισροή μεταναστευτικού και ναυτιλιακού συναλλάγματος, επέτρεψε τη μεγέθυνση της οικονομίας, παρά τη διαχρονική διατήρηση ενός σημαντικού ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Ποιές ήταν οι σημαντικότερες αποφάσεις αναπτυξιακής πολιτικής που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη και στη διατήρηση επομένως μιας ποσοτικής και ποιοτικής υστέρησης τόσο της βιομηχανικής όσο και της αγροτικής παραγωγής σε πολλές περιοχές της χώρας;
Οι δραστηριότητες που συνθέτουν τον τουρισμό απορρέουν στην ουσία από την ίδια την οικονομική φύση του – όπως ισχύει και για κάθε άλλη οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα. Τον τουρισμό, όμως, μέχρι και σήμερα, τελείως άκριτα, συνεχίζουν να τον χαρακτηρίζουν είτε ως «τομέα» είτε ως «τομέα υπηρεσιών» είτε ως «κλάδο» είτε ως «τουριστική βιομηχανία» και τελευταία ακόμη και ως «βαριά βιομηχανία της χώρας», χωρίς βέβαια να είναι δυνατόν με οποιονδήποτε από αυτούς τους χαρακτηρισμούς να εντοπιστεί ο τουρισμός στα ειδικά στατιστικά και εθνικολογιστικά πεδία αναζήτησης των κλάδων και τομέων παραγωγής της ελληνικής οικονομίας.
Στη πραγματικότητα ο τουρισμός είναι μια ετησίως εξωγενώς προκαλούμενη και εισοδηματικά προερχόμενη ιδιωτική κατανάλωση σε μια εθνική οικονομία υποδοχής (εθνική ή τοπική).
Από την άλλη, πράγματι ο συναλλαγματικός χαρακτήρας των δαπανών εκ μέρους των αλλοδαπών τουριστών –τουλάχιστον μέχρι το 2000, έτος εισαγωγής του ευρώ στην Ελλάδα– και ταυτόχρονα των συναλλαγματικών εισπράξεων για την ελληνική οικονομία υποδοχής, κάλυπτε όλη τη μεταπολεμική περίοδο ένα σημαντικό μέρος του ελλείμματος του Εμπορικού Ισοζυγίου, ενισχύοντας με την κάλυψη αυτή τις αναπαραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας με το εξωτερικό. Όμως, η πραγματοποίηση των τουριστικών δαπανών και συνακόλουθα των τουριστικών εισπράξεων για την οικονομία υποδοχής επέβαλε ταυτόχρονα και έναν αριθμό συναλλαγματικών εκροών για τη προμήθεια εισαγωγών, χρησιμοποιούμενων είτε ως τελικά καταναλωτικά προϊόντα για την άμεση τουριστική κατανάλωση είτε ως έμμεσες εισροές των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών αυτής της ίδιας της τουριστικής κατανάλωσης. Έτσι είναι προφανές ότι ο εισερχόμενος τουρισμός λειτουργεί ταυτόχρονα τόσο ως κάλυψη όσο και ως διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος ή άλλως τόσο ως ποσοστό κάλυψης όσο και ως ποσοστό διεύρυνσης, με το δεύτερο να είναι μέχρι σήμερα το μεγάλο ζητούμενο, ώστε να γνωρίζουμε αξιόπιστα τον ρόλο του τουρισμού στις δυνατότητες αναπαραγωγής της ελληνικής οικονομίας με το εξωτερικό. Για τους αναγνωρισμένους και επίσημους μηχανισμούς μέτρησης αυτών των μεγεθών το ελληνικό κράτος και όλες, το τονίζω όλες, μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις του δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα, παρά τις τεράστιες δαπάνες που έχουν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί για τη συγκρότηση π.χ. του Ελληνικού Δορυφόρου Λογαριασμού και αποτελεί πραγματικά ντροπή και θλιβερή ιστορία για τη «δύστυχη χώρα», όπως είχε χαρακτηρίσει την Ελλάδα ένας ειδικός της Τεχνικής Βοήθειας το 2016 που είχε εντεταλμένα ασχοληθεί με το θέμα αυτό.
Οι αποφάσεις αναπτυξιακής πολιτικής που οδήγησαν μεταπολεμικά στην επιλογή της τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, αποτελούν επιμέρους στοιχείο των μεταπολεμικών διεθνών οικονομικών επιλογών να αναχθούν, στο πλαίσιο συγκεκριμένων στρατηγικών, οι διεθνείς τουριστικές ταξιδιωτικές μετακινήσεις σε συστηματικό πλέον διεθνές μέσον και συνακόλουθα τομέα για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης των αναπτυσσομένων και υπανάπτυκτων χωρών. Η στρατηγική αυτή που άρχισε σε πρώτη φάση μεταπολεμικά, καταρχάς με την ενίσχυση των χωρών του μεσογειακού νότου, την Ισπανία, τη Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα και διαδοχικά με τη π. Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, συνεχίστηκε από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και εντεύθεν με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι διεθνείς αυτές επιλογές –επιλογές μέσω των συζητήσεων και διαβουλεύσεων που μεταπολεμικά αναπτύσσονταν στα διεθνή φόρα και οργανισμούς– πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο μιας διττής λογικής πολιτικοοικονομικών πρακτικών και δράσεων. Αφενός με μια μεγάλης έκτασης δημοσιογραφικών και γενικότερα λογοτεχνικών δημοσιεύσεων με σκοπό την αναγέννηση και ανάδυση του μεσογειακού νότου ως ονειρικού προορισμού στη συνείδηση του μέσου ευρωπαίου και βορειοαμερικάνου, και έτσι την εμπέδωση βασικών επιθυμιών για τουριστικούς προορισμούς στη σταδιακά οικονομικά ανερχόμενη κεντροευρωπαϊκή και βορειοαμερικανική ζήτηση για διεθνή τουριστικά ταξίδια. Αφετέρου στην ανάπτυξη θετικού χαρακτήρα επιστημονικών και πολιτικών θέσεων και στάσεων για την αντιμετώπιση της γενικότερης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής προβληματικής που έφερνε μαζί της μετά τον πόλεμο μια παραγωγικά τόσο σύνθετη δραστηριότητα και πραγματικότητα όσο ο τουρισμός σε διεθνή κλίμακα. Παράλληλα, η μεγάλη τουριστική αγορά που διαμορφωνόταν από τη δεκαετία του 1960, με τη στροφή των γερμανικών συνδικάτων από το αποκλειστικό αρχικό αίτημα για αύξηση του εισοδήματος, στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου, στο αίτημα για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ολοκληρώνοντας έτσι την επίτευξη των βασικών προϋποθέσεων για την έκτοτε καλπάζουσα μεγέθυνση των διεθνών ταξιδιωτικών τουριστικών μετακινήσεων εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας.
Οι αποφάσεις όμως για την ανάπτυξη του τουρισμού ως αναπτυξιακού παράγοντα και μέσου δεν σήμαινε, και συνεχίζει να μη σημαίνει, για όλες τις χώρες όπου εφαρμόστηκαν τέτοιες πολιτικές, επομένως και για την Ελλάδα, παραγκωνισμό ή διατήρηση μιας ποσοτικής και ποιοτικής υστέρησης της βιομηχανικής ή και της αγροτικής παραγωγής σε πολλές περιοχές της χώρας. Εάν αυτό έγινε στην ελληνική περίπτωση, τότε κατά την άποψή μου αυτό οφείλεται σε άλλες, κατά βάση ενδογενείς, αιτίες της ελληνικής οικονομίας και εγχώριας παραγωγής και όχι εξαιτίας του τουρισμού, που ως ετήσια αύξηση της ζήτησης για προϊόντα αυτών των τομέων και κλάδων της οικονομίας, όφειλε αν μη τι άλλο να ενεργοποιεί τη παραγωγή τους.
Κατά την περίοδο μετά την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981, η αύξηση της ροής ευρωπαϊκού χρήματος προς την ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την απώλεια ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, ο συνδυασμός των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των παραδοσιακών πελατειακών πρακτικών, οδήγησε σε απώλεια παραγωγικού δυναμικού, που αντιμετωπίστηκε με την υπερχρέωση της οικονομίας, και τελικά οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2009. Έπαιξε ο τουρισμός σε κάποιο βαθμό έναν εξισορροπητικό ρόλο, ή ενέτεινε ακόμη περισσότερο τις απώλειες της υλικής παραγωγής;
Η αύξηση του κοινοτικού χρήματος, αλλά και γενικότερα του χρήματος flow όπως των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, δεν συνεπαγόταν ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά την αυτόματη αύξηση της ανταγωνιστικότητας
Για να περιοριστούμε σε ό,τι μας αφορά, τον τουρισμό και τον ρόλο που έπαιξε στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες μεγάλων εισροών κοινοτικού χρήματος flow, η εν λόγω περίοδος και οι ευκαιρίες που παρείχε η εισροή κοινοτικού χρήματος συνοδεύτηκε, δυστυχώς κατά την άποψή μου, από χαλάρωση της κοινωνικής και επαγγελματικής πειθαρχίας σε πολλά επίπεδα και οδήγησε συχνά στην άκριτη κατασπατάληση πόρων χωρίς γνωσιακό, εκπαιδευτικό και συνακόλουθα αναπτυξιακό αντίκρισμα. Ας θυμηθούμε π.χ. τον άπειρο αριθμό τουριστικών αναπτυξιακών μελετών και εφαρμοσμένων τουριστικών εκπαιδευτικών σεμιναρίων που χρηματοδοτήθηκαν κατά την εποχή χωρίς πρακτικό επαγγελματικό και αναπτυξιακό αντίκρισμα.
Σε ό,τι αφορά τις απώλειες υλικής παραγωγής ούτε το ζήτημα της διατήρησης, της ενίσχυσης ή της απώλειας ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ούτε το ζήτημα της απώλειας παραγωγικού δυναμικού, που με τον συνδυασμό νεοφιλελεύθερων πολιτικών και παραδοσιακών πελατειακών πρακτικών οδήγησε στην υπερχρέωση της οικονομίας και τελικά στην οικονομική κρίση του 2009, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί/τεκμηριωθεί από την ανάπτυξη του τουρισμού και μόνον. Οι εν λόγω παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας κυριάρχησαν ακόμη πιο έντονα στον τουρισμό εξαιτίας του παραγωγικά χαλαρού χαρακτήρα του αφού ο εποχικός και ο en passant χαρακτήρας των πελατών-τουριστών δεν τον υποβάλλει σε υποχρεώσεις παροχής σταθερών σε ποιότητα προϊόντων που μόνο μια εγχώρια παραγωγή μπορεί εν δυνάμει να προσφέρει (π.χ. το εμπόριο ως προσπάθεια κερδοφόρας προσφοράς δεν το ενδιαφέρει η προέλευση της παραγωγής, αν είναι εγχώρια ή εισαγόμενη αρκεί να είναι οικονομικά αποδοτική). Επίσης να μη ξεχνάμε και τη βαθύτατη άγνοια για την οικονομική φύση και τη συνακόλουθη μακροπρόθεσμη λειτουργία του στην ελληνική οικονομία υποδοχής, μια άγνοια που συχνά αποτελεί ισχυρό ανασχετικό παράγοντα στις θεωρητικά και πρακτικά μεγάλες αναπτυξιακές δυνατότητες που ενέχει το τουριστικό φαινόμενο, ως ενεργός καταναλωτική ζήτηση σε μια οικονομία υποδοχής. Π.χ. ο τουρισμός ως ετησίως ενεργοποιούμενη ιδιωτική κατανάλωση, επιπρόσθετη της εθνικής ή τοπικής στην οικονομία υποδοχής, ενώ θα μπορούσε και θα έπρεπε να ενισχύσει πρωτίστως την εγχώρια παραγωγή, είχε αρχίσει να χάνει τη δυνατότητα αυτή ήδη από τη δεκαετία του 1970, πράγμα που δείχνει ότι η ύπαρξη και συνεχής μεγέθυνσή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία υποδοχής περισσότερο ενέτεινε παρά εξισορροπούσε τις απώλειες της υλικής παραγωγής σε ορισμένα επίπεδα παραγωγής και κατανάλωσης.
Όσον αφορά την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, ανεξαρτήτως των όποιων ενστάσεων για το μεταπολεμικό κράτος, σε πολλούς τομείς είχαν σχεδιαστεί και λειτουργούσαν εξαιρετικές επαγγελματικές σχολές, πολλές από τις οποίες μετά τη χαλάρωση αυτού που χαρακτηρίζω ως κοινωνική-επαγγελματική πειθαρχία, απορρυθμίστηκαν και έχασαν τις αναγκαίες αξιοπιστίες. Στον τουρισμό π.χ. οι δημόσιες Επαγγελματικές Τουριστικές Σχολές , οι ΣΤΕ που ιδρύθηκαν στο τέλος του Μεσοπολέμου και λειτούργησαν συστηματικά μετά τον πόλεμο, είχαν με εξαιρετικό τρόπο εφαρμόσει πετυχημένα εκπαιδευτικά πρότυπα της αλλοδαπής και τροφοδότησαν με υψηλού επιπέδου αξιόπιστη εργασία τον ελληνικό τουρισμό. Από τη περίοδο που συζητάμε και μετά άρχισε στην ουσία ένας ιδιάζων εκπαιδευτικός εκφυλισμός στο πλαίσιο εφαρμογής ενός συνδυασμού μπάσταρδων ή a la greca νεοφιλελεύθερων πολιτικών και σε επίπεδο γελοιότητας πελατειακών πρακτικών στον οποίο εντάσσεται και η λεγόμενη ανωτατοποίηση τους, έτσι ώστε σήμερα δύσκολα να διακρίνει κανείς τα επίπεδα και τις διαφοροποιήσεις ποιότητας μεταξύ επαγγελματικής και ανώτατης τουριστικής εκπαίδευσης.
Η περίοδος μετά την κρίση του 2009, χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό των επιπτώσεων της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, των επιπτώσεων για την κοινωνική και οικονομική ζωή της κλιματικής αλλαγής και της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης. Όλες αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν αρνητικά σε αισθητό βαθμό τον τουρισμό. Είναι ρεαλιστική η προσέγγιση που αναμένει την «επιστροφή στην κανονικότητα», στην επανεκκίνηση δηλαδή της δραστηριότητας των επιχειρήσεων του τουριστικού τομέα, αφού ξεπεραστούν αυτές οι καταστάσεις κρίσης;
Αρχικά ας διευκρινίσουμε ότι οι διάφορες κρίσεις: οικονομική, κλιματική, υγειονομική, δεν είναι ίδιες και δεν επηρεάζουν με τον ίδιο τρόπο ούτε την οικονομία και πολύ περισσότερο τον τουρισμό.
Η οικονομική κρίση προσβάλλει μεν τον διεθνή τουρισμό στον γενεσιουργό πυρήνα του (το ελεύθερα διαθέσιμο ατομικό εισόδημα και στον ελεύθερα ατομικά διαθέσιμο χρόνο), αλλά δεν τον ανακόπτει μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Οι διαρθρωτικές μεταβολές που επέρχονται στους αναφερόμενους δύο συντελεστές –εισόδημα και χρόνος– επιβάλλουν με διάφορους τρόπους, αντίστοιχες διαρθρωτικές μεταβολές στις διαδικασίες και στα επίπεδα πραγματοποίησής της τουριστικής μετακίνησης με μικρές έως μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των τουριστικά ενεργοποιούμενων κοινωνικών τάξεων και ομάδων που επιτρέπουν την εφαρμογή διαφοροποιούμενων πολιτικών τόσο από τη πλευρά της προσφορά όσο και της ζήτησης του εσωτερικού κυρίως τουρισμού.
Για την κλιματική κρίση έχουν ήδη γραφτεί πολλά, η προβληματική που απορρέει δείχνει ότι, παρά τη μελλοντική μεγάλη σοβαρότητά που ενέχει, δεν επιφέρει τόσο άμεσες επιπτώσεις, ανεξαρτήτως των κατά καιρούς ακραίων καιρικών φαινομένων, αλλά αφορά κυρίως τις ευθύνες των ιθυνουσών ομάδων, τάξεων και φορέων, οι αποφάσεις των οποίων σήμερα θα καθορίσουν το μέλλον της κλιματικής κρίσης και συνακόλουθα, τους όρους διαβίωσης των κοινωνιών στο άμεσο έως μακρινό μέλλον. Έτσι, οι όποιες σκέψεις για δράσεις και μέτρα θα πρέπει να αφορούν και να απαιτούν αξιόπιστες και αληθείς προγραμματικές θέσεις και μηχανισμούς επιβεβαίωσης των λαμβανομένων μέτρων και θεσμικών ρυθμίσεων σταθερού ορίζοντα, ώστε να μπορούν να γίνονται αξιόπιστες προϋποθέσεις και δεδομένα όταν θα λαμβάνονται υπόψη για το σχεδιασμό της λειτουργίας του τουρισμού στο μέλλον.
Η υγειονομική κρίση, σε ό,τι αφορά τον τουρισμό, συνιστά μια διαφορετική με πρωτοφανή αποτελέσματα στη πιο οξεία της εμφάνιση και αντίδραση, π.χ. τη περίπτωση του «λοκντάουν», που έπληξε τον τουρισμό με την πιο σουρεαλιστική επίπτωσή, με τη μορφή της «ανακοπής» της ύπαρξής του στη χώρα, στη πόλη, στον τόπο υποδοχής. Το γεγονός αυτό, που συνοδεύτηκε από την «ανακοπή» των τουριστικών δαπανών, επομένως και των τουριστικών εισπράξεων στη χώρα, στη πόλη, στον τόπο υποδοχής, πλήττει καταιγιστικά με όλες τις ανάλογες ανακοπές όχι μόνον των εμφανών ή άμεσων επιπτώσεων αλλά και ως πολλαπλασιαστικές καταρρεύσεις την οικονομική δομή της οικονομίας υποδοχής. Με απλά λόγια, στην περίπτωση αυτή, εάν δεν υπάρχει πλέον τουρίστας, δεν υπάρχει και αρχική δαπάνη με ό,τι αυτό σημαίνει για τους δημόσιους και ιδιωτικούς συντελεστές τουριστικής παραγωγής παραγωγής σε μια χώρα/τόπο υποδοχής.
Έτσι, με βάση τα προηγούμενα, το όποιο αίτημα για επιστροφή στην κανονικότητα στον χώρο του τουρισμού σε συνθήκες των αναφερομένων αλλεπάλληλων τριών κρίσεων, στην ουσία δεν υπάρχει, δεν μπορεί να τεθεί, διότι είναι κατά βάση απίθανο να υπάρξει ο τέλειος συντονισμός του ταυτόχρονου ξεπεράσματος των τριών αυτών τελείως διαφορετικών, αλλά συχνά επάλληλα επηρεαζόμενων κρίσεων ώστε να επιτευχθεί αυτό το: «αφού ξεπεραστούν αυτές οι καταστάσεις κρίσης».
Κατά τη σημερινή περίοδο η άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής για το σύνολο της οικονομίας πρέπει να υποστεί σημαντικές αλλαγές. Μια πρώτη επιλογή είναι η κάλυψη τουλάχιστον της μείωσης κατά 25% που έχει υποστεί το εγχώριο προϊόν κατά την περίοδο των μνημονίων. Συγχρόνως η πραγματοποίηση της ενεργειακής μετάβασης και οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των αλλαγών στο κλίμα, που έχουν επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τις συνθήκες ζωής και τις οικονομικές δραστηριότητες, απαιτούν την επεξεργασία συγκεκριμένων αναπτυξιακών σχεδίων. Η θέση των τουριστικών δραστηριοτήτων σε περιφερειακό επίπεδο δεν πρέπει και αυτή να είναι το αντικείμενο ενός νέου σχεδιασμού που θα ξαναδεί τις δραστηριότητες αυτές σε σχέση με τις νέες συνθήκες και τις δυνατότητες ανάπτυξης παραγωγικών δραστηριοτήτων;
Θεωρώ ότι η άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής για το σύνολο της οικονομίας και οι σημαντικές αλλαγές που πρέπει να υποστεί σήμερα, προϋποθέτει την επανεισαγωγή στη σκέψη και στη δημόσια συζήτηση της έννοιας (θεωρίας) και της πράξης του σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα, εθνικό, περιφερειακό, τοπικό και θεματικό.
Ένας τέτοιος οικονομικός σχεδιασμός θεωρώ ότι, όχι μόνο θα βρει τεράστιες αντιδράσεις από εγχώριους και εξωχώριους εγκεφάλους, αλλά και σημαντικά προβλήματα από άμαθους πλέον στον σχεδιασμό «προοδευτικούς» με τις μεγάλης κλίμακας υποχρεώσεις που θα έχει και γι’ αυτούς σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους.
Οι διαστάσεις δε συγκέντρωσης κεφαλαίου που έχει πάρει η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα τα 10-15 τελευταία χρόνια και οι όροι που απαιτεί να λειτουργήσει κερδοφόρα, πολύ φοβάμαι ότι οδηγεί πολύ περισσότερο σε μια οικονομία με τη λογική και μέθοδο της γενικευμένης ρήτρας αναπροσαρμογής παρά μιας σχεδιασμένης οικονομίας και κοινωνίας.
Όσον αφορά τον ρόλο που θα καλούταν να παίξει ο τουρισμός στα επίδικα της ερώτησης και παρατηρώντας την εντυπωσιακή εξέλιξη του ελληνικού τουρισμού κατά τη μεταπολεμική περίοδο και κυρίως με ποιό θεσμικό πλαίσιο καθοδηγήθηκε αυτή η πορεία μεγέθυνσης του ελληνικού τουρισμού και ένταξής του στη διεθνή τουριστική αγορά και πώς λειτουργεί, αναπαράγεται και επιδρά η ετήσια δομή της τουριστικής κατανάλωσης στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, καταθέτω ορισμένες εκτιμήσεις και σκέψεις για περίσκεψη.
Λαμβάνοντας υπόψη τους επίσημα και ανεπίσημα εκφρασμένους σκοπούς και στόχους στην επιλογή της ανάπτυξης του διεθνούς εισερχόμενου τουρισμού για την καταπολέμηση βασικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τη στήριξη της οικονομικής της ανάπτυξης μέσου, της τουριστικά προκαλούμενης κάλυψης του εμπορικού ελλείμματος, της ενίσχυσης της απασχόλησης και του εισοδήματος και της βελτίωσης των περιφερειακών ανισοτήτων και τη συγκρίνει με την εκτός κάθε αμφισβήτησης αδιάλειπτη ανοδική εξέλιξη του ελληνικού τουρισμού μέχρι σήμερα, τότε σε πρώτη προσέγγιση εύκολα διαπιστώνεται ένας θετικός συσχετισμός μεταξύ τους ο οποίος θα μπορούσε να αποτελεί και επαρκή λόγο για να υποθέτει κανείς ότι η περεταίρω ανοδική εξέλιξη του τουρισμού στο μέλλον θα οδηγεί de facto έτσι απλά στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι κοιτάζοντας μεταπολεμικά την τουριστική ζήτηση, τον αριθμό των ετήσιων αφίξεων, των διανυκτερεύσεων και των εισπράξεων, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι με βάση τα εμφανή δεδομένα, συναλλαγματικές εισπράξεις, εισόδημα και απασχόληση, καταφανώς εκπλήρωσε τις επιθυμίες και προσδοκίες σε όλα τα αναμενόμενα επίπεδα, επιβεβαιώνοντας έτσι την υπόθεση ότι η ανοδική εξέλιξη του τουρισμού οδηγεί de facto έτσι απλά στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Με την κατ’ αυτόν τον εμφανή τρόπο επιβεβαίωση, εύκολα πλέον ήταν στη σημερινή κατάσταση των τριών αλλεπάλληλων κρίσεων, να αναγνωρίζεται φανερά ή και κρυφά ο τουρισμός ως η «βαριά βιομηχανία» και ο «σωτήρας» της ελληνικής οικονομίας και δεν έμενε παρά να μαλώνουμε τους άλλους ότι δεν τον αντιμετωπίζουν σωστά, πράγμα που θα κάνουμε εμείς όταν γίνουμε κυβέρνηση.
Όμως, από τη συνεχή παρατήρηση των βασικών στοιχείων στις διαρθρωτικές μεταβολές των επιμέρους διακριτών προτύπων της τουριστικής κατανάλωσης που εύκολα προσδιορίστηκαν (με βάση τον τύπο και τη μορφή του καταλύματος) από τη δεκαετία ήδη του 1970-1980 και των διαρθρωτικών μεταλλαγών του συστήματος της εγχώριας παραγωγής, αφήνονται να διαφανούν, ότι μακροπρόθεσμα δημιουργείται στη βάση της εξέλιξης του τουρισμού στην Ελλάδα μία ιδιαίτερη μορφή αναπτυξιακής διαδικασίας που χαρακτηρίζεται με την πάροδο του χρόνου από την grosso modo αποκρυστάλλωση δύο διαφορετικών αλλά στενά επάλληλων και αλληλεξαρτούμενων τάσεων.
Η πρώτη τάση διακρίνεται στην εξέλιξη των επιμέρους τύπων εισερχόμενων τουριστών και συνακόλουθα των επιμέρους απορρεόντων προτύπων τουριστικής κατανάλωσης. Στην εν λόγω εξέλιξη διαπιστώνεται μια σαφής μετατόπιση, η οποία μακροπρόθεσμα υπερισχύει και αφορά τη μετατόπιση του καταναλωτικού κέντρου βάρους της ετήσιας συνολικής τουριστικής κατανάλωσης στη χώρα προς καταναλωτικά πρότυπα που χρήζουν όλο και χαμηλότερες εισροές/συντελεστές εργασίας ανά κλίνη (π.χ. ενοικιαζόμενα καταλύματα έναντι κλασικής ξενοδοχίας, ταχυφαγία έναντι κλασικής εστίασης κ.ά.) .
Το επιπλέον χαρακτηριστικό της τάσης αυτής συνίσταται στο ότι ενώ όλα τα πρότυπα τουριστικής κατανάλωσης αναπτύσσονται στη διάρκεια του χρόνου, αυτά που αναπτύσσονται με ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το μέσο όρο είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται με σημαντικά χαμηλότερες εισροές εργασίας. Αυτή η μακροπρόθεσμη μεταλλαγή στην τουριστική καταναλωτική εξέλιξη οδηγεί σε μια μετατόπιση του καταναλωτικού κέντρου βάρους προς όφελος αυτών των ειδικών καταναλωτικών προτύπων.
Η δεύτερη τάση που υπερισχύει μακροπρόθεσμα διακρίνεται όταν αναλύσει κανείς τη διαρθρωτική μεταλλαγή της εγχώριας παραγωγής που συνδέεται εξ αντικειμένου με τους όρους πραγματοποίησης της τουριστικής κατανάλωσης. Οι έρευνες που έχουν γίνει σε επιλεγμένα προϊόντα της τουριστικής διατροφής, δείχνουν, σε διάστημα 30 ετών στο πλαίσιο της εγχώριας προσφοράς, την ύπαρξη μας τάσης συνεχούς αντικατάστασης όλο και περισσότερων εγχώρια παραγόμενων τελικών προϊόντων (τρόφιμα και ποτά) από εισαγωγές παρά τη συνεχή μεγέθυνση της τουριστικής ζήτησης γι αυτά τα προϊόντα.
Έτσι διαφαίνεται ότι η συνεχώς μεγεθυνόμενη και μεταβαλλόμενη διάρθρωση της τουριστικής κατανάλωσης θα προκαλεί σημαντική επίδραση στη διάρθρωση της εγχώριας παραγωγής η οποία θα χαρακτηρίζεται κατά το μάλλον ή ήττον από τις δύο ειδικές και αλληλεξαρτούμενες τάσεις που αναφέραμε που είναι κυρίως απόρροια του αν η τουριστική καταναλωτική ζήτηση μπορεί ή δεν μπορεί και μέχρι ποίου βαθμού να ικανοποιηθεί ποσοτικά και ποιοτικά αποδοτικά από το εγχώριο σύστημα παραγωγής.
Έτσι η συνέχιση της άνευ όρων ανοδικής εξέλιξης του τουρισμού αλλοδαπών στην Ελλάδα σημαίνει σε τελευταία ανάλυση, ότι μέσω αυτής θα ασκείται συνεχώς ceteris paribus μια εξωγενής πίεση στην οικονομική παραγωγική διάρθρωση/δομή της ελληνικής οικονομίας, που θα την αναγκάζει να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της παραγωγής αγαθών, υπηρεσιών και διαδικασιών με όλο και μικρότερους συντελεστές εργασίας.
Η τουριστική ανάπτυξη και συνακόλουθα η τουριστική κατανάλωση δεν προκαλεί από μόνη της, perse, τις αναφερόμενες επιπτώσεις στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, αλλά, είτε οξύνει είτε αμβλύνει ιστορικά διαμορφωμένες διαρθρωτικές αδυναμίες της.
Υπό την προϋπόθεση μιας συνεχούς διεύρυνσης της τουριστικής κατανάλωσης - η οποία σε σύγκριση με την κατανάλωση των ημεδαπών κατείχε ήδη ένα ανοδικά εξελισσόμενο ετήσιο ποσοστό θα διαμορφώνεται μια τάση που θα ωθεί την ελληνική οικονομία σε μια κατάσταση όλο και μεγαλύτερης ανισορροπίας σε σχέση με το εξωτερικό ίσης με το ποσοστό των προκαλούμενων από τον τουρισμό τυπικών και άτυπων εκροών, ταυτόχρονα με μια ισορροποιητική επίπτωση ίση με το ποσοστό των τουριστικών εισπράξεων στο εμπορικό έλλειμμα.
Προκειμένου να προσδιορισθεί η ακριβής διάσταση μιας τέτοιας διαρθρωτικής επίδρασης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, είναι προφανές ότι θα πρέπει να διερευνηθεί η διάρθρωση της ετήσιας τουριστικής κατανάλωσης και του ελληνικού (εγχώριου) συστήματος παραγωγής.
Καθότι η συνεπής υλοποίησή αυτών των μετρήσεων είναι δυνατή και αξιόπιστη μόνο στο πλαίσιο της επίσημης δημόσιας έρευνας όπου ως μέθοδος, ως διοικητικοπολιτική διαδικασία και κόστος, εκτός από την ίδρυση ενός ειδικού για το σκοπό αυτό φορέα, όπως θα ήταν και λογικό, θα μπορούσε λίγο πολύ να ικανοποιηθεί από την εφαρμογή των χαρακτηρισμένων σήμερα ως Δορυφόρων Λογαριασμών Τουρισμού – ΔΛΤ, εάν διέθετε η χώρα. Δυστυχώς, ας σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως κυβέρνησης τα τελευταία 15 χρόνια, η λειτουργία του μετρικού αυτού συστήματος συνιστά μια από τις πιο μελανές σελίδες της δημόσιας εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων και πρακτικών στην Ελλάδα, μιας και παρά τις τεράστιες μέχρι σήμερα δαπάνες για το έργο αυτό, η χώρα μας είναι η μόνη χώρα χωρίς δυνατότητα μέτρησης των τουριστικών δαπανών και εισπράξεων, δηλαδή χωρίς σύστημα ΔΛΤ. Κατά τα άλλα αναρωτιέμαι πώς να συντάξουμε ή να συγκροτήσουμε νέο παραγωγικό πρότυπο για την ελληνική οικονομία και να εντάξουμε σε αυτό τη φανερά ή κρυφά θεωρούμενη «βαριά βιομηχανία» της χώρας. Καλή νύχτα και καλή τύχη.
Ο Γ. Ζαχαράτος ήταν καθηγητής Τουριστικής Οικονομικής και Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και πρώην γγ του υπουργείου Τουρισμού.