Συνέντευξη με τον ρουμάνο σκηνοθέτη Μίρτσεα ΝτανιελούκΓια το ρουμάνο σκηνοθέτη Μίρτσεα Ντανιελούκ, γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο, με αφορμή την παρουσία του στο 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Την περασμένη Τρίτη, είχαμε τη χαρά να τον συναντήσουμε κι έτσι ο Ντανιελούκ μίλησε στην «Εποχή».Τη συνέντευξη πήρε ο Στράτος ΚερσανίδηςΜπορείτε να κάνετε σύγκριση ανάμεσα στη σύγχρονη κινηματογραφική παραγωγή στη Ρουμανία σε σχέση με την εποχή πριν από το 1989;Η εποχή πριν το ’89 δεν ήταν κακή όσον αφορά την παραγωγή, αφού όλα τα έξοδα τα αναλάμβανε το κράτος. Βέβαια, το έκανε κυρίως για λόγους προπαγανδιστικούς. Για παράδειγμα, ήταν πολύ δύσκολο να εγκριθεί κάποιο σενάριο και η ταινία ή έκανε την προπαγάνδα που απαιτούταν ή ρίσκαρε, αφού ήταν πιθανό να αντιμετωπίσει προβλήματα με τη λογοκρισία.
Μετά την πτώση του προηγούμενου καθεστώτος και μετά από μια απεργία πείνας που κάναμε για να παραμείνει ο κινηματογράφος ανεξάρτητος και ακηδεμόνευτος, υπήρξε για πέντε-έξι χρόνια μια παραδεισένια περίοδος. Τα χρήματα έρχονταν απευθείας από το κοινοβούλιο χωρίς διαμεσολαβητή. Είχαμε χρήματα αλλά δεν είχαμε σκηνοθέτες να τα ξοδέψουν. Μέχρι και αγγελία στις εφημερίδες βάλαμε για εκδήλωση ενδιαφέροντος από νέους σκηνοθέτες. Όμως αυτή η περίοδος των παχιών αγελάδων τελείωσε.
Όσον αφορά την ελευθερία, δεν είναι σήμερα καλύτερα;Οπωσδήποτε είναι καλύτερα. Καταργήθηκε η λογοκρισία, μπορείς να κάνεις ταινίες χωρίς άγχος, χωρίς πίεση, ξέρεις πώς να αρχίσεις και πού θέλεις να καταλήξεις, δεν έχεις να ξεγελάσεις κανέναν, δεν πρέπει να εφεύρεις κόλπα για να ξεφύγεις από τη λογοκρισία και να ολοκληρώσεις μια ταινία διαφορετική από εκείνη που είχε εγκριθεί. Και το βέβαιο είναι πως όποιος έχει ταλέντο, έχει, όποιος δεν έχει, δεν έχει. Όμως καμιά φορά η ελευθερία οδηγεί στην τάση κάποιοι να διεκδικούν ακόμη και το δικαίωμα στη χυδαιότητα, ακόμη και σε κάτι που δεν έχει σχέση με την τέχνη.
Εσείς στις ταινίες καταφέρατε να ξεγελάσετε τη λογοκρισία και να κάνετε ταινίες με κριτική ματιά.Ναι, αλλά το πλήρωσα πολύ ακριβά. Το πλήρωσα με την αφαίρεση του δικαιώματος να κάνω ταινίες για τριάμιση χρόνια, μετά την ολοκλήρωση της ταινίας «Γκλισάντο»*, το 1984. Βέβαια στα χρόνια της «δημοκρατίας» το πλήρωσα πιο ακριβά, αφού δεν έκανα ταινία για 8 χρόνια. Ήμουν ένα πρόσωπο μη αποδεκτό για τους κομουνιστές, αλλά όταν ήρθε η δημοκρατία οι ίδιοι άνθρωποι βρέθηκαν στα πράγματα, αφού μετετράπησαν σε δημοκράτες μέσα σε μια νύχτα. Έτσι είχα να κάνω με τα ίδια πρόσωπα.
Σε μια συνέντευξή σας που διάβασα στο διαδίκτυο, αναφέρεστε στο νέο ρουμάνικο κινηματογράφο και αμφισβητείτε τον όρο «νέο κύμα» που χρησιμοποιείται για να τον χαρακτηρίσει.Για να μην παρεξηγηθώ δεν είναι εναντίον των νέων σκηνοθετών αλλά εναντίον του όρου «κύμα». Ξέρετε, η τέχνη δεν προχωρά με κύματα, με τσουνάμι ή με ταξινομήσεις αλλά προχωρά με τις προσωπικότητες. Και ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν προσωπικότητες αλλά και δεν υπάρχουν. Άρα το σωστό είναι να εκλαμβάνεται ο καθένας ως μονάδα και να λαμβάνεται υπόψη το αν προσφέρει στην ιστορία του κινηματογράφου ή εάν είναι κάτι περαστικό που βασίζεται στο μιμητισμό. Κάποιες ταινίες μοιάζουν σα να εμπνέονται από τους αδελφούς Λιμιέρ. Κάποιες ταινίες είναι εξαιρετικά απλοϊκές, με στατική κάμερα, χωρίς καμιά αίσθηση του πλάνου, χωρίς τη χρήση τράβελινγκ, όλα όσα κέρδισε η κινηματογραφία τα τελευταία 100 χρόνια πετιούνται στην άκρη και κάνουν ό,τι έκαναν οι Λιμιέρ με την «Είσοδο του τρένου στο σταθμό». Όσο για τον όρο νέο κύμα, υπήρξε όταν ήμουν νέος το γαλλικό νέο κύμα και δεν ξέρω πόσοι βλέπουν σήμερα, εκτός ίσως από κάποιες του Φρανσουά Τριφό, εκείνες τις ταινίες.
Πώς αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ρουμάνοι τις ρουμάνικες ταινίες;Υπάρχει μια κατάσταση άνευ προηγουμένου. Όταν κάναμε ταινίες στην εποχή του Τσαουσέσκου, υπήρχαν θεατές που σε κάποιες ταινίες συνωστίζονταν μπροστά στους κινηματογράφους μέχρι του σημείου να σπάνε τζάμια για να μπουν. Σήμερα οι κινηματογράφοι έχουν εξαφανιστεί. Οι ρουμάνικες ταινίες είναι φτωχές και λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά και επειδή σε κάμποσες περιπτώσεις είναι κακές. Έτσι απομακρύνεται το κοινό από αυτές. Μπορεί σπάνια να δει κάποιες από αυτές, όταν προβάλλονται στους πολυκινηματογράφους. Κάποιοι κάνουν ταινίες σε βίντεο και προσπαθούν να τις πουλήσουν σε τηλεοπτικά κανάλια στο εξωτερικό. Δυστυχώς οι ρουμάνοι θεατές δεν πηγαίνουν πλέον στις ρουμάνικες ταινίες επειδή δεν τους αρέσουν. Αυτό έχει αντίκτυπο στις εισπράξεις και, τέλος, επηρεάζει και τη διάθεση του κράτους να δώσει χρήματα και φυσικά τους σκηνοθέτες που είναι ενεργοί σήμερα, οι οποίοι δεν παίρνουν πολλά χρήματα αλλά έχουν δυνατότητα να κάνουν συμπαραγωγές με ξένες χώρες.
Και μια τελευταία ερώτηση. Πώς βλέπετε να βαδίζει η ελευθερία και η δημοκρατία στην Ευρώπη;Με ρωτάτε ακόμη μετά τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό με τους πρόσφυγες; Να ξέρετε, όμως, πως δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα. Δεν πιστεύω πως η Γερμανία ενεργεί με το σωστό τρόπο απέναντι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
* Μια παραβολή για τον ολοκληρωτισμό. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από το τερατώδες «πείραμα στο Πιτέστι», που εφάρμοσε η ρουμανική κυβέρνηση μεταξύ 1948-1951, όταν, στις φυλακές της πόλης αυτής, οι αρχές υλοποίησαν ένα τρομακτικό πρόγραμμα «επανεκπαίδευσης» και «αναμόρφωσης» πολιτικών κρατουμένων.