Προχωρώντας στον μεγάλο τόπο, πέτρα και ερημιά, ερημιά και πέτρα και βήματα ασυντόνιστα. Σμάρι φερμένο από αλλού, γυναίκες και άντρες, να προχωρούν.
Η έρημος εδώ δεν έχει άμμο ή χαλίκι είναι κάτασπρη από αγκάθια και άσπρα φύλλα. Όταν τα πατάς μια πικρή μυρωδιά ανεβαίνει προς τα πάνω.
Σαν διωγμένοι. Άλλοι να παραπατούν και άλλοι να πέφτουν, άλλοι να βοηθούν και άλλοι να αφήνουν. Χωρίς πολλές κουβέντες, τα απαραίτητα μόνο. Χαμηλές φωνές, κανείς δεν διαμαρτύρεται. Το εδώ είναι αρκετό και προχωράει.
Μα συνεχίζουν, διαρκώς συνεχίζουν σε ορισμένη κατεύθυνση. Εκεί τους είπαν. Εκεί πάνε. Σαν κάτι να κυνηγά αλλά όχι φόβος. Δεν υπάρχει εδώ πανικός μόνο μία τροχιά αδιαπραγμάτευτη. Σαν από υποχρέωση. Χωρίς εξαναγκασμό. Εγρήγορση, όχι βιασύνη. Μόνο βήμα και πέτρα και πορεία μέσα απ το πεδίο αυτό και είναι τώρα μέρες. Μέρες αρκετές. Μια κούραση που διαρκεί. Και διαρκεί τόσο ώστε τελικά να ξεχνιέται.
Άλλοι να σταματούν και το σμάρι να ξεμακραίνει. Και κείνοι να το ακολουθούν σαν όλοι μαζί. Να τρέχουν να προλάβουν. Και οι πέτρες να φεύγουν κάτω απ το βήμα και το σώμα να στέκει όρθιο, αλλά ποτέ όρθιο αρκετά. Να μετεωρίζεται. Να εγκαταλείπει και ύστερα να ξεχύνεται μπροστά. Έτοιμο να πέσει αλλά να βρίσκει την επόμενη πέτρα. Και μετά συνεχίζει. Και ίσως να πέσει. Αλλά ποτέ αρκετά για να σταματήσει. Και ο τόπος εκεί. Αδιαφορώντας για τη διάβαση. Μεγαλύτερος, διαρκής, ολόκληρος.
Φερμένοι από αλλού. Μια πόλη ολόκληρη μεταφέρει τον εαυτό της. Παντελόνια και σακάκια και ρούχα αταίριαστα με τον τόπο. Καπέλα τυχαία, χαρτοφύλακες και σακίδια, γραβάτες, κασκόλ, ομπρέλες. Φούστες, και παπούτσια που δεν περπατούν. Ρούχα χαμογελαστά ή πρακτικά για άλλες πράξεις, άλλες αποδώσεις. Εξαρτήσεις και ενδυμασίες ξένες και το σμάρι να προχωρά. Απροετοίμαστοι. Με τρόπους και σώματα σε μια ξένη αντιστοιχία. Πολίτες στην ερημιά.
Μετά το βουνό. Μόλις βγήκαν από το μονοπάτι όπως έκοβε απότομα, όπως έστριβε και ξαφνικά το άνοιγμα. Η έκταση. Μπορούσες να δεις το τέλος της αλλά όχι και να μαντέψεις τη διάρκειά της. Και είναι πέτρα πάνω σε έδαφος σκληρό, βράχοι που φεύγουν κάτω απ το βήμα, χόρτα να σε κάνουνε να γλιστράς, ξαφνικές λακκούβες να σε στραμπουλάνε.
Ένα δέντρο στέκει μόνο. Σε όλη την έκταση ένα δέντρο. Ξερό, ξερό στο χρώμα της στάχτης, σαν κάποιος να το έφερε από μακριά και να το παράτησε εδώ.
Μια βδομάδα μετά τη διαταγή. Δυο μέρες μετά τη εκκίνηση. Δυο μέρες έξω απ τις πόλεις. Να προχωρούν. Όσο πιο γρήγορα μπορούν. Προσπαθώντας να κρατήσουν ενότητα. Σαν όποιος ξεμακραίνει να χάνεται. Πέτρες, χορτάρια, μικρές εκτάσεις με χαλίκι εύκολες στο περπάτημα. Και ύστερα οι πίδακες. Να πετούν νερό στον αέρα ακανόνιστα. Άλλους να τους μουσκεύουν, άλλους να τους ρίχνουν κάτω, να τους τρομάζουν. Πίδακες και νερό στον αέρα σαν ξαφνικές κολώνες, βραχύβιες ευθείες
Και όμως προχωρούν. Όπως έμαθαν από το πρώτο βήμα. Βήμα το βήμα. Όλοι μαζί. Και στη συνέχει να σκορπίζουν.
Καθώς προχωρούν κάποιοι εξαντλούνται. Λίγοι μένουν πίσω για μια ανάσα. Να ξαναρχίσει το σώμα. Άλλοι δεν μειώνουν καν τον ρυθμό. Και άλλοι ενδιάμεσοι, διστακτικοί σαν να θέλουνε να κρατήσουν την επαφή ανάμεσα σε αυτούς που συνεχίζουν και αυτούς που σταμάτησαν. Λίγοι αντέχουν. Και όσο λιγοστεύουν προσπαθούν περισσότερο. Ποτέ όλοι μαζί. Ο καθένας ξεχωριστά. Ο ένας ενάντια στον άλλο. Σαν τώρα να έχει ξαφνικά σημασία. Καταπάνω. Να ξεμακραίνουν. Να προχωρούν. Ενάντια. Ο ένας ενάντια στον άλλο.
Το πρωί ο πρώτος μπήκε στο οχυρό.