Ανεξάντλητο θέμα για τον κινηματογράφο αποτελούν οι πάσης φύσεως ανθρώπινες σχέσεις, σημαντική θέση ανάμεσα στις οποίες έχουν οι εντός γάμου σχέσεις.
Μια σειρά από ταινίες, λοιπόν, με κορυφαία τις «Σκηνές από ένα γάμο» (1974) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, επιχειρούν να διεισδύσουν στα όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα οποία μένουν μυστικά ανείπωτα που οδηγούν στην αποδόμηση, την κρίση και την οριστική ρήξη.
Ο Ντανιέλε Λουκέτι, γεννημένος το 1960, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους ιταλούς σκηνοθέτες. Η νέα του ταινία «Τα κορδόνια» (Lacci), βασισμένη στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Ντομένικο Σταρνόνε, αφηγείται μια τέτοια ιστορία με κεντρικούς χαρακτήρες τον Άλντο και την Βάντα, ένα παντρεμένο ζευγάρι στη Νάπολι τη δεκαετία του 1980. Το ζευγάρι έχει δυο παιδιά, την Άννα και τον Σάντρο, ενώ ο Άλντο εργάζεται ως ραδιοφωνικός παραγωγός στη RAI και τον περισσότερο καιρό λείπει στη Ρώμη. Η ταινία ξεκινά δείχνοντας μια ευτυχισμένη οικογένεια να περπατά στο δρόμο και τίποτε δεν προοιωνίζει τα όσα πρόκειται να συμβούν. Κι αυτό που συμβαίνει είναι η εξομολόγηση του Άλντο προς την Βάντα πως την έχει απατήσει. Από το σημείο εκείνο και μετά οι εξελίξεις θα πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Η Βάντα διώχνει τον άντρα της από το σπίτι, προχωρούν στην έκδοση διαζυγίου, η γυναίκα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, σώζεται και μετά από αυτό ακολουθούν ο καθένας το δικό του δρόμο. Όχι χωρίς προβλήματα, με συνεχείς μικροκαυγάδες κάθε φορά που συναντιούνται. Και η συνεχιζόμενη αυτή ένταση επηρεάζει και τα παιδιά. Αργότερα βλέπουμε τον Άλντο και την Βάντα, σε προχωρημένη ηλικία, να είναι πάλι μαζί. Παρόλα αυτά, τα όσα συνέβησαν στο παρελθόν, δεν έχουν διαγραφεί αλλά αντίθετα, επανεμφανίζονται διαρκώς δημιουργώντας μικροεντάσεις.
Ο Ντανιέλε Λουκέτι με συνεχή φλας μπακ μεταφέρεται από το παρελθόν στο παρόν και τούμπαλιν, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα. Παράλληλα προσεγγίζει την ιστορία του μέσα από τα μάτια και των δύο κεντρικών του χαρακτήρων, ενώ στο φινάλε βλέπουμε την αντίδραση των παιδιών, όταν μεγάλα πια, κοντά στα 40, συναντιούνται στο σπίτι των γονιών τους όταν οι τελευταίοι λείπουν σε διακοπές. Με τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τον πόνο της γυναίκας, όταν εκείνη βιώνει την εγκατάλειψη και την απόρριψη, με τα λόγια: «Αν εσύ το έχει ξεχάσει, αξιότιμε κύριε, να σου το θυμίσω εγώ: είμαι η γυναίκα σου» και «δεν είναι θέμα αγάπης, είναι θέμα αφοσίωσης». Αλλά και τα συναισθήματα του άντρα, όταν μετά από χρόνια ξεσπά λέγοντας: «Ποτέ δεν θύμωσα. Κι όποιος δεν θυμώνει είναι σαν να μην έχει αρχίσει να ζει» και «για να μείνουν μαζί οι άνθρωποι πρέπει να μιλάνε λίγο. Τα απαραίτητα». Και τέλος, τα όσα κουβαλούν τα, μεγάλα πια, παιδιά τους από τα όσα έζησαν με τους γονείς τους τα οποία εκφράζουν με την αντίδρασή τους όταν θα βρεθούν στο σπίτι τους.
Διακριτικός και ουσιαστικός ο σκηνοθέτης, δεν αφήνει σχεδόν τίποτε ανεξερεύνητο. Τα κάνει όλα άνω-κάτω και μας οδηγεί στο ερώτημα, που τίθεται σε ανάλογες περιπτώσεις, αν ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει ή εάν η αγάπη είναι αρκετή για να διατηρηθεί ένας γάμος. Μήπως η διατήρησή ενός γάμου είναι, απλά, αποτέλεσμα υποχωρήσεων και από τις δύο πλευρές οι οποίες όμως οδηγούν σε μια συμβίωση άχαρη, βαρετή και άνευ ουσίας; Κι όπως αναρωτιέται ο Ντομένικο Σταρνόνε, συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία, «τι είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε χωρίς να νιώθουμε παγιδευμένοι; Και τι είναι αυτό που χάνουμε, όταν επιλέγουμε να επιστρέψουμε;».
Ερωτήματα τα οποία δεν επιδέχονται μιας απάντησης καθώς η κάθε περίπτωση έχει τις δικές της ιδιομορφίες. Γι’ αυτό κι ο Λουκέτι προσπαθεί να παραμείνει πιστός στην ιστορία του και να αντιμετωπίσει ισότιμα τους ήρωές τους δίνοντάς τους το δικαίωμα, να προβάλλουν τη δική τους οπτική. Όλα αυτά με ένα ιδιαίτερα προσεγμένο σκηνοθετικό στιλ, χωρίς κραυγές αλλά με τον υπόκωφο ανθρώπινο πόνο να αναδεικνύεται από τις εικόνες και να αναμειγνύεται με τους λυγμούς που αποπνέουν τα «ζωντανά» και τόσο αληθινά πλάνα του Λουκέτι.
Με «Τα κορδόνια» άνοιξε το 77ο Φεστιβάλ Βενετίας και ήταν η πρώτη φορά ύστερα από 11 χρόνια, που η έναρξη στη Μόστρα έγινε με ιταλική ταινία.