Oι ηθοποιοί της παράστασης: Ηλίας Βαλάσης, Κατερίνα Γεωργιάδου, Δώρα Γιαννακοπούλου,
Μαρία Καλαμποκιά, Αγγελική Μπούρα, Ασημένη Τούντα, Αντρέας Τσιλιβαράκος.
1929, η μεγάλη απεργία στο εργοστάσιο Φωταερίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Η Αθήνα βυθίζεται στο σκοτάδι από άκρη σε άκρη. Δύο άντρες θα αναμετρηθούν με την προδοσία. Ένας τρίτος άντρας θα τους ακολουθήσει θέτοντας το δίκαιο, ως μοναδική αλήθεια. Η απεργία ωστόσο, τους εξοντώνει, τους εξαγριώνει. Έχουν ήδη δώσει σ’ αυτόν τον αγώνα περισσότερα απ’ όσα αντέχουν και η πίεση θα προκαλέσει τον θάνατο του ενός. Κάτω από ποιες συνθήκες; Το βαρύ ψέμα του νεκρού είναι μια πράξη θυσίας ή ένας φόνος;
Βασισμένο στο διήγημα «Αίμα στην πόλη μαζί με φως», το έργο «Εγώ δεν είμαι ο Μάνθος Μανδηλάκης» σε κείμενο και σκηνοθεσία Βίλιας Χατζοπούλου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο θέατρο Άλφα Ληναίος - Φωτίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη από τις 16 έως τις 31 Μαΐου.
Στην παράσταση μαζί με τη μεγάλη ιστορία, ταυτόχρονα παρακολουθούμε και τη μικρή ιστορία των ηρώων. Το χτύπημα της μεγάλης ιστορίας, αν και τους βρίσκει απροετοίμαστους, τους αναγκάζει να πάρουν θέση. Η θέση τους είναι η δύναμη που θα κινήσει και τη μεγάλη ιστορία. Θα την αλλάξει για πάντα. Και αυτή είναι η νίκη τους. «Όταν οι εργάτες του εργοστασίου κάνουν απεργία, το φως λείπει από την πόλη για δύο μήνες. Για δύο χειμωνιάτικους μήνες η Αθήνα δεν έχει φως. Η κυβέρνηση προσπαθεί να σπάσει την απεργία, αλλά δεν το κατορθώνει. Στο τέλος, απολύονται πολλοί εργάτες από την εταιρεία. Στη θέση τους, ναύτες που υπηρετούν τη θητεία τους, επιτάσσονται ώστε να ανοίξουν το εργοστάσιο και να δώσουν φως στην πόλη. Αυτό το γεγονός είναι η μεγάλη αληθινή ιστορία που έχει καταγραφεί. Η αποτυχία αυτής της απεργίας στην Αθήνα είναι η μοναδική αποτυχία που συμβαίνει, γιατί την ίδια εποχή το παγκόσμιο κίνημα διεκδίκησης του δέκατου τρίτου μισθού ως δώρο και καλυτέρευση των οικονομικών των εργατών πετυχαίνει στην Αμερική και σε όλη την Ευρώπη. Έμαθα αυτή την ιστορία κατά τη διάρκεια μιας ξενάγησης στο Φωταέριο, χωρίς να έχω κάποιο σκοπό να γράψω ή να συνδεθώ με αυτή την ιστορία. Αλλά, όταν είδα τους χώρους του εργοστασίου σε τι εξαιρετική κατάσταση σώζονται ως σήμερα και τι υποβλητικό σκηνικό είναι, συνειδητοποίησα ότι αυτή τη στιγμή μέσα στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει αυτό το μνημείο προσβάσιμο σε όλους. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση και έψαξα και ιστορικά αυτό το μέρος, το οποίο μέχρι τη δεκαετία του 1970, που πλέον ήταν καθολικό το αίτημα των κατοίκων, του Δήμου, των οικολογικών οργανώσεων και του Υπουργείου να φύγει από την Αθήνα, καθώς ήταν εξαιρετικά μεγάλη η μόλυνση εξαιτίας του, ακόμα λειτουργούσε», αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας - σκηνοθέτρια, Βίλια Χατζοπούλου.
Η διεκδίκηση του 13ου μισθού στο προσκήνιο
Όπως εξηγεί στην Εποχή η Βίλια Χατζοπούλου, η αποτυχία του κινήματος στην Ελλάδα αποτέλεσε τη βάση για την ιστορία που αφηγείται στο διήγημα «Αίμα στην πόλη μαζί με φως», που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Ακούω την καρδιά του παίχτη» (εκδόσεις Ενύπνιο) και συνεπώς και για την παράσταση. «Το γεγονός ότι παντού πέτυχε το κίνημα ενώ στην Ελλάδα δεν πέτυχε –βέβαια μερικά χρόνια αργότερα διεκδικήθηκε και κερδήθηκε αυτός ο 13ος μισθός, που χάνουμε τώρα με την κρίση– με έκανε να επινοήσω τους δύο ορατούς ήρωες του έργου που μιλούν για την ιστορία κι έναν τρίτο, που είναι απών από τη σκηνή. Αυτός ο τρίτος χαρακτήρας παίρνει άλλο μέγεθος στα μάτια και την αφήγηση του καθενός ήρωα. Σε αυτή την αποτυχία βάσισα την ιστορία μου και εξιστόρησα μια προδοσία, όπως την φαντάστηκα για να μπορέσω να στηρίξω κι εγώ το ιστορικό γεγονός και την αποτυχία να κερδηθεί ο 13ος μισθός».
Πώς αντιλαμβάνονται οι δύο ήρωες του έργου την πραγματικότητα και ποιο το βασικό τους δίλημμα; Η Βίλια Χατζοπούλου απαντά: «Το βασικό τους δίλημμα είναι αν αντέχουν να συνεχίσουν να είναι απεργοί, από τη στιγμή που οι δύο μήνες με τα κομμένα μεροκάματα τούς αφαιρούν τη δυνατότητα να επιμείνουν, να συνεχίσουν και να ελπίζουν. Κανένας από τους δύο τους δεν ελπίζει ότι θα κερδηθεί αυτός ο αγώνας. Ήδη έχουν καταλάβει ότι αυτός ο αγώνας δίνεται για την τιμή των όπλων και όχι γιατί μπορούν πια να διεκδικήσουν τον 13ο μισθό. Αυτή η ένδεια, η απόλυτη φτώχεια, η αστάθεια, η απειλή της απόλυσης, ενός δυσοίωνου μέλλοντος τούς κάνει να προδώσουν, να πουν ψέματα, να φτάσουν σε ακραία σύγκρουση. Είναι εξαγριωμένοι. Δρουν κάτω από ισχυρή πίεση και αυτή η πίεση φτάνει μέχρι το ανθρώπινο, βαθύτερο ένστικτο της επιβίωσης».
Οι δύο χαρακτήρες είναι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, «ο καθένας τους αντιδρά διαφορετικά. Ο ένας είναι παρορμητικός, ο άλλος είναι ένας αδύναμος χαρακτήρας, που θέλει διαρκώς να βρει ποιος είναι ο ισχυρός στη σκακιέρα για να πάει να σταθεί δίπλα του. Είναι φίλοι εντός και εκτός εισαγωγικών», αναφέρει η συγγραφέας και σκηνοθέτρια.
Παράλληλα με την απεργία, ένας φόνος δίνει μια αίσθηση νουάρ στο έργο. «Η ιστορία ακολουθεί αυτή την άγρια κατάσταση ενός ανθρώπου, που κανείς δεν ξέρει αν είναι δολοφονία, αυτοκτονία ή ατύχημα. Ο ένας από τους δύο ήρωες πεθαίνει στην ιστορία και ο άλλος μπαίνει στη διαδικασία να μάθει το πώς, παράλληλα με την απεργία και όσα συμβαίνουν στη μεγάλη ιστορία. Για να στηρίξουμε και να πούμε τη μεγάλη ιστορία, λέμε και τη μικρή τους ιστορία, μέσα από την οποία περνάνε όλα τα ιστορικά γεγονότα», συμπληρώνει η Βίλια Χατζοπούλου.
Φωτίζοντας το σήμερα
Η ιστορία του χθες με έναν απλό τρόπο καταφέρνει να γίνεται επίκαιρη και να συνδιαλέγεται με το σήμερα. «Το σήμερα φωτίζεται καλύτερα αν αντιληφθεί και αν συνδέσει κανείς από πού προερχόμαστε. Αν μείνουμε σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα των απεργιών και των διεκδικήσεων που είναι μεγάλο στην πραγματικότητα, αλλά όταν μιλάμε για το 1929 και το παγκόσμιο οικονομικό κραχ, μια πολύ δύσκολη εποχή για όλο τον πλανήτη, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό που θεωρούμε αυτονόητο δεν είναι. Αυτό έχει δικαιωθεί έχοντας πίσω του πίεση, αγώνα, αγωνία, θυσία, αυτοθυσία. Στο έργο οι λέξεις της θυσίας και της αυτοθυσίας είναι ένα διαρκές δίλημμα. Το αν μπορώ να θυσιάσω τη δική μου τη ζωή, εννοώντας το συμφέρον και την επιβίωση, την άνεση και την καλοπέρασή μου, κάτι το οποίο το έχω πολύ ανάγκη, ελπίζοντας οι επόμενοι να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, είναι ένα πολύ τρομακτικό δίλημμα και δεν είναι εύκολο να το απαντήσει κανείς. Αυτό το δίλημμα θίγεται οριακά στους χαρακτήρες του έργου. Βασιζόμαστε στους ανθρώπους για να πούμε για το πολιτικό κομμάτι του έργου. Οι άνθρωποι, το όνομά τους, η μικρή τους πράξη, η μικρή τους αντίσταση, η μεγάλη τους ανησυχία, για εμένα είναι πιο σημαντική από το πολιτικό γεγονός. Το πολιτικό γεγονός από αυτή τη μικρή τους αντίδραση στην προσωπική τους ζωή γίνεται ακόμα βαθύτερο και συγκλονιστικότερο», υποστηρίζει η συγγραφέας και σκηνοθέτρια του έργου.