Το περιοδικό «DER SPIEGEL» δεν δίστασε να βγάλει ήδη ετυμηγορία. Αυτό που ξεκίνησε ως «πρότζεκτ» μοιάζει να καταλήγει σε «προβληματική περίπτωση». Η «διαφορετική» τρικομματική κυβέρνηση, το «φανάρι» του Βερολίνου «ρετάρει» ήδη και οι αιτίες για αυτό είναι πολλές. Την κύρια ευθύνη επιρρίπτουν οι περισσότεροι στην αδυναμία του καγκελάριου Όλαφ Σολτς να αποδείξει ότι διαθέτει ηγετικές ικανότητες.
Η κριτική αυτή είναι ίσως υπερβολική ως ένα βαθμό. Το πρόβλημα είναι ότι και τα τρία κόμματα του συνασπισμού μοιάζουν να πορεύονται, έχοντας στο μυαλό τους το δικό τους μέλλον. Υπουργοί εμπλέκονται σε σκανδαλάκια ή σκάνδαλα. Προτάσεις της κυβέρνησης, όπως για παράδειγμα, για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό απορρίπτονται από τη Βουλή. Και ο πόλεμος διχάζει, από τη στιγμή που τα δύο μικρότερα κόμματα, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι, τον είδαν ως ευκαιρία για να «οξύνουν» το προφίλ τους σε βάρος του μεγάλου εταίρου.
Η αφορμή για τον μίνι αυτό απολογισμό δόθηκε την περασμένη Κυριακή μετά τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (ΒΡΒ). Οι Χριστιανοδημοκράτες, που ήδη κυβερνούσαν, ήταν οι μεγάλοι νικητές. Συγκέντρωσαν 35,7%, έναντι του 26,7% των Σοσιαλδημοκρατών που οπισθοχώρησαν και είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός Χέντρικ Βυστ θα παραμείνει στο αξίωμά του. Πιθανότεροι συνεργάτες του θα είναι οι Πράσινοι, που εκτοξεύθηκαν στο 18,2%, τριπλασιάζοντας σχεδόν τα ποσοστά τους. Οι μέχρι τώρα συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι έχασαν πάνω από το μισό της δύναμής τους, σε σχέση με το 2017, έπεσαν στο 5,9% και οι έδρες τους δεν αρκούν πλέον για να οδηγήσουν σε επανάληψη του προηγούμενου κεντροδεξιού συνασπισμού. Τέλος, η Αριστερά συνεχίζει ακάθεκτη την κατρακύλα της προς την αφάνεια, συγκεντρώνοντας μόνο 2,1% από το 4,9% που είχε στις προηγούμενες εκλογές.
Το εκλογικό αποτέλεσμα έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας είναι το μεγαλύτερο σε πληθυσμό με 18 εκατ. κατοίκους και 13 εκατ. ψηφοφόρους, και λειτουργεί πάντα σαν βαρόμετρο για τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις. Ποια είναι λοιπόν τα βασικά συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν;
Μια πιο συντηρητική χώρα
Το βασικότερο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι ο πόλεμος φαίνεται να οδηγεί σε μια συντηρητικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας. Δεν είναι μόνο η υποχώρηση των Σοσιαλδημοκρατών, η συρρίκνωση της Αριστεράς και η άνετη επικράτηση των Χριστιανοδημοκρατών, οι οποίοι σε κεντρικό επίπεδο έχουν εγκαινιάσει μια πολιτική υψηλών τόνων εναντίον του Σολτς για τη στάση του στο «ουκρανικό», πιέζοντας σταθερά για μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια. Το κλειδί βρίσκεται αλλού. Η μετατροπή των Πρασίνων από «μικρό» σε «μεσαίο» κόμμα δεν είναι άσχετη από την μετάλλαξή τους σε ένα κεντρώο μόρφωμα, που δεν έχει καμιά σχέση με το «ηρωικό» παρελθόν περασμένων δεκαετιών, με τις κινητοποιήσεις κατά του ΝΑΤΟ και της πυρηνικής ενέργειας. Είναι μια διαδικασία βεβαίως, που είχε ξεκινήσει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, με τον τότε ΥΠΕΞ Γιόσκα Φίσερ και κορυφώθηκε με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία.
Την ημέρα των εκλογών στο Ντύσελντορφ και στην Κολωνία, πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της ΒΡΒ, η πράσινη ΥΠΕΞ Ανναλένα Μπέρμποκ υποδεχόταν στο Βερολίνο τους ομολόγους της του ΝΑΤΟ σε ρόλο «πολεμίστριας» και «ξεχειλώνοντας» αρκετά τις αρμοδιότητές της διαβεβαίωνε Φινλανδούς και Σουηδούς ότι είναι καλοδεχούμενοι και μάλιστα με διαδικασίες εξπρές στο ΝΑΤΟ.
Ο ρόλος των Πρασίνων
Η εκλογική επιβράβευση των Πρασίνων, άσχετα από τις πιθανές ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου κρατιδίου έχει σίγουρα να κάνει και με τη γενικότερη στάση τους σε θέματα που αφορούν την αμυντική πολιτική, με αφορμή την στάση της Γερμανίας στον πόλεμο της Ουκρανίας. Το κόμμα του «πασιφισμού» αναδεικνύεται σε ιδανικό εκφραστή της ανάγκης νέων μεταπολεμικών γενεών να αποτινάξουν τα ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος λόγω του ναζιστικού παρελθόντος. Η μετατροπή της Γερμανίας σε μια «φυσιολογική χώρα» είναι μια συζήτηση, που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο περίπου δεκαετίες. Οι Πράσινοι λόγω «εντίμου προτέρου βίου» ήταν ιδανικοί για να ολοκληρώσουν αυτή τη διαδικασία ή έστω να την ανεβάσουν επίπεδο, χωρίς να ενοχλείται κανείς ισχυρός σύμμαχος, χωρίς να έρχονται στο μυαλό άλλων Ευρωπαίων οδυνηρές συγκρίσεις με το παρελθόν. Το κίνημα της οικολογίας μοιάζει να παίρνει την «πάσα» από τη Μόσχα και να «σκοράρει» προς τέρψιν όλων τω πολεμοκάπηλων στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού.
Ο μεγαλοϊδεατισμός του Πούτιν έδωσε πλέον την «άδεια» στους Γερμανούς να πωλούν όπλα σε μια εμπόλεμη χώρα. Υπάρχει τώρα δικαιολογία για το γεγονός ότι γερμανικές οβίδες μπορεί να σκοτώνουν ρώσους στρατιώτες. Αυτό πλέον όχι μόνο δεν απασχολεί τον δυτικό Τύπο ως ηθικά μεμπτό, αντιθέτως επικροτείται από τους Συμμάχους. Την ίδια στιγμή ο (πάλι Πράσινος) υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ όχι μόνο δε μιλά πλέον για το τέλος των ορυκτών καυσίμων, αλλά αναζητά δισεκατομμύρια για να φέρει άμεσα LNG.
Η απόφαση για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών ήταν μόνο το πρώτο βήμα. Αυτά που έπονται είναι πολύ πιο βαρύνουσας σημασίας. Οι κοσμογονικές αλλαγές στην Ευρώπη, η στρατιωτικοποίηση της ΕΕ και η ύψωση ενός νέου τείχους ανατολικότερα σε σχέση με το παρελθόν, ήταν κομμάτια ενός «πρότζεκτ» που δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς την επιστράτευση της Γερμανίας. Ενός «πρότζεκτ» πολύ πιο ουσιαστικού από εκείνο το οποίο επικαλείτο το «DER SPIEGEL».