Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Πριν την πανδημία μπορούσαμε να διακρίνουμε. Να διαχωρίσουμε τις ώρες. Τις ώρες της μοναξιάς, τις ώρες της μοναχικότητας και τις ώρες της ουσιαστικής συνύπαρξης. Ο χρόνος μας ήταν διακριτός. Ο τρόπος που τον βιώναμε ξεκάθαρος. Μπορούσαμε να τον κατανείμουμε και να τον καταναλώσουμε σε ασφαλείς δόσεις.
Η πανδημία υπήρξε η μεγάλη διαταραχή. Ένα αλλοπρόσαλλο σοκ, για το οποίο δεν ήμαστε προετοιμασμένοι. Έμπλεξε τα φορτία, τους τρόπους, τους αριθμούς του εαυτού μας. Μάθαμε να ζούμε μόνοι. Μάθαμε να μένουμε μόνοι ανάμεσα στους δικούς μας, να συνωστιζόμαστε μέσα στον εαυτό μας. Να μας πνίγει η πολυκοσμία ενός άδειου δωματίου, η απότομη μοναξιά ενός βουβού πλήθους με πρόσωπα χαμένα πίσω από μάσκες. Ξένοι κόσμοι εισέβαλαν σε οικείους μέσα από γρήγορες συνδέσεις, τηλεργασίες και στρίμινγκ σειρές για πέταμα. Η μοναξιά μας δέχτηκε μια βίαιη και συνεχή επίθεση, κυρίως τις ώρες που περάσαμε μόνοι.
Και ο τρόπος που ο εαυτός και το σώμα μας μαθαίνει και ξεμαθαίνει δεν ορίζεται από τα μέτρα που επιβάλει ή αίρει μία κυβέρνηση. Οι τρόποι επιβιώνουν ανεξάρτητα από τις κρατικές διαταγές. Γίνονται αδυναμία, φόβος, δεύτερες σκέψεις για πράγματα που λίγους μήνες πριν έμοιαζαν αυτονόητα. Η πανδημία δεν έχει τελειώσει. Γιατί δεν ήταν ποτέ μια υγειονομική συνθήκη. Ήταν ταυτόχρονα και μια κοινωνική εξατομικευμένη καθίζηση.
Ξεχάσαμε να είμαστε μόνοι. Όχι αποκομμένοι από τους γύρω ή έγκλειστοι σε κάποιο άδειο διαμέρισμα. Μιλάω για αυτή τη μοναξιά που ο σύγχρονος τρόπος ζωής αποφεύγει και κάποιες φορές εξορίζει. Τη μοναξιά ως απόλαυση του εαυτού, ως έναν ατελείωτο εσωτερικό μονόλογο γεμάτο εξερεύνηση και ανακατασκευή, ως συγκατοίκηση με τις εκδοχές μας, τις αποφάσεις και τους υπόλοιπους εαυτούς που αρνηθήκαμε. Ως χαμένος χρόνος και ονειροπόληση, ατελείωτο περπάτημα χωρίς σκοπό, διάβασμα χωρίς ουσιαστικό στόχο, γράψιμο χωρίς προθεσμίες.
Και έτσι συνεχίζουμε να είμαστε λειψοί, συχνά χωρίς πρόσωπο παρ’ όλο που οι μάσκες φύγαν. Δυσκολευόμαστε. Κυρίως με τα πιο απλά. Τις κουβέντες που πετάς έτσι στην τύχη, τα σχόλια που μπορούν να ξεκινήσουν μια κουβέντα, τα σχόλια που δεν πάνε πουθενά μόνο υπάρχουν εκεί, άχρηστα και ωραία.
Λίγο πολύ δεν ξέρουμε να βρισκόμαστε μαζί με άλλους, ούτε να είμαστε μόνοι μας. Αλλά τώρα μαθαίνουμε ξανά. Είναι που η εποχή μοιάζει να αλλάζει για άλλη μια φορά προς το χειρότερο, είναι που έχουμε ανάγκη τους δίπλα μας και εκείνοι εμάς, είναι που δεν πάει άλλο. Μαθαίνουμε ξανά σαν επιζώντες ενός ατυχήματος που προσπαθούν να μάθουν εξαρχής να περπατάνε. Το σώμα ξεχνά, αλλά οι μύες κρατούν κρυμμένη βαθιά τη μνήμη της κίνησης. Και η μοναξιά μυς είναι. Και έχει και αυτή μνήμη ριζωμένη.
Είμαστε τραυματίες ενός πολέμου ανίας και στασιμότητας. Πληγωμένοι από μαξιλάρια και χλιαρούς καναπέδες. Τίποτα συναρπαστικό δεν περιγράφει την κατάστασή μας. Απλώς κουβαλούμε πάνω μας αυτά τα νεκρά δευτερόλεπτα και τις άκαπνες ώρες του πρόσφατου παρελθόντος.
Αλλά γινόμαστε σοφότεροι. Όταν το αυτονόητο εξαντλείται, αποκτά την πραγματική του διάσταση. Το αντιλαμβανόμαστε όχι πια σαν τέτοιο, αλλά ως αυτό που όντως είναι. Ένα στοιχείο της ζωής μας, ένα συνεκτικό υλικό μας, ένα κομμάτι συμβατό με την πραγματική μας ταυτότητα. Και έτσι μπορούμε να το περιφρουρήσουμε. Αναδομώντας τον εαυτό μας με τον ίδιο τρόπο με πριν, αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό μας από την αρχή.
Όμοιοι, στεκόμαστε στα καινούρια μας πόδια. Αυτή τη φορά αποφασισμένοι.
Και έτοιμοι.