Ο πολυσχιδής και πολυπράγμων Μιχάλης Γρηγορίου είναι ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός ως συνθέτης, από τη δισκογράφηση κύκλων τραγουδιών βασισμένων σε ποίηση σημαντικών ελλήνων ποιητών και γιατί έχει καταθέσει στη σύγχρονη μουσική εργογραφία πλήθος έργων: για σύνολα μουσικής δωματίου, για ορχήστρα και χορωδία, για πιάνο, για ορχήστρα και synthesizers, ορατόρια, κύκλους τραγουδιών και τέλος μουσική για θέατρο, χορό, τηλεόραση και κινηματογράφο. Παράλληλα έχει να παρουσιάσει ένα πλούσιο θεωρητικό και εκπαιδευτικό έργο για την κοινωνική ιστορία της τέχνης, την ψυχολογία της αισθητικής αντίληψης και την κοινωνιολογία του αισθητικού γούστου. Είναι επίσης διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου στους τομείς της σύνθεσης και της μουσικολογίας. Τον αγαπήσαμε όμως και ως συγγραφέα, οικογενειακά, για το βιβλίο του «Μουσική για παιδιά και για έξυπνους μεγάλους».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις 24 Γράμματα, το «Δημοσθένους Τραύλισμα - Αποσπάσματα μουσικών ημερολογίων 1988-2021». Αν δώσει κάποιος βάση στους ισχυρισμούς που διαβάζει στο εισαγωγικό κείμενο του βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα, πείθεται πως το κύριο θέμα αφορά προσωπικές σκέψεις και παρατηρήσεις που έχουν ένα καθαρά υποκειμενικό χαρακτήρα, κάτι σαν «συνομιλίες με τον ίδιο μου τον εαυτό», μας λέει, και πως αυτός υπήρξε ανέκαθεν ο ρόλος των προσωπικών ημερολογίων: η ανάγκη αυτοπαρατήρησης και η καταπολέμηση της αίσθησης μοναξιάς. Φοβάμαι πως αυτή η αναγκαστικά συμπυκνωμένη περιγραφή μιας σύνθετης από κάθε άποψη γραφής (αφήγηση, εξομολόγηση, παρατήρηση, γνώμη, συναισθήματα) προσανατολίζει προς μια περιοριστική ανάγνωση και υπονομεύει την ουσιαστική προσφορά ενός πολυεδρικού κειμένου, τη συνύφανση δηλαδή πολλών, διαφορετικών θεματικών μοτίβων. Προσωπικά αγνόησα την ετοιμοπαράδοτη από τον συγγραφέα σημασία και αφέθηκα στη ροή της αφήγησης. Μιας απόλυτα ενταγμένης στην τέχνη του λόγου αφήγησης. Σύντομα γίνεται αντιληπτό πως ο ειλικρινής καθημερινός λόγος των ημερολογίων αυτών είναι μια αποκαλυπτική ματιά στα κακώς κείμενα της κοινωνικής και μουσικής ζωής μας. Η χαρισματική πένα του Μιχάλη Γρηγορίου προσφέρει έξοχες, διασαφήσεις, σχολιάζει ό,τι συνήθως περνάει απαρατήρητο και είναι αδύνατο να μη σταθείς στην ευχέρεια και στην επιμονή της «συνομιλίας». Πετυχαίνει από αμέτοχο αρχικά αναγνώστη να σε μεταβάλλει σε υποψιασμένο συνομιλητή. Μέχρι το τέλος του βιβλίου, η αφοπλιστική ειλικρίνεια, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, ο προβληματισμός, η γκρίνια, το πλήθος από γοητευτικές αφηγήσεις παράγουν ένα παιγνιώδη κύκλο γύρω από την υπαρξιακή αλήθεια.
Ποιος ο λόγος γι’ αυτή την εκ βαθέων δημόσια εξομολόγηση; Aλλά και η σκωπτική αυτοπαρατήρηση;
Τα κείμενα που διάλεξα να κοινοποιήσω τα χαρακτηρίζω ως «συνομιλίες» με κάποιους φανταστικούς συνομιλητές –χρησιμοποιώ τη λέξη «συνοδοιπόρους»– οι οποίοι, είτε κινούνται κι αυτοί στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας (όχι αναγκαστικά μόνο της μουσικής) ή προβληματίζονται για την πορεία της τέχνης στις μέρες μας και έχουν ανάλογες απορίες και ερωτήματα. Ορισμένα από αυτά έχουν βέβαια κι ένα καθαρά βιογραφικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ημερολόγια καταστρώματος» που έχουν γραφτεί σε διαφορετικές περιόδους και αντανακλούν τις μεταβαλλόμενες διαθέσεις μου, τις εποχές που τα έγραφα. Για να έρθω όμως και στη «σκωπτική αυτοπαρατήρηση» στην οποία αναφέρεστε, θα σας έλεγα πως αυτή έχει κι έναν… «θεραπευτικό ρολό». Όταν αυτοσαρκάζεσαι είναι σαν να προσπαθείς να κρατήσεις κάποιες αποστάσεις ασφάλειας από τον εαυτό σου, αρά κι από τα πράγματα που σε κάνουν να απογοητεύεσαι και σου γεννούν την αίσθηση του αδιέξοδου. Βέβαια, πίσω από το ειρωνικό χαμόγελο της αποστασιοποίησης κρύβεται ίσως και κάποια ελπίδα διάψευσης, ότι δηλαδή μπορεί να κάνεις λάθος και να έχουν τελικά κάποια σημασία και ο εαυτός σου, που τείνεις να τον ειρωνεύεσαι, και τα πράγματα που σε απασχολούν και σε προβληματίζουν.
Πόσο συμβολικός είναι ο τίτλος;
Είναι προφανές ότι ο τίτλος παραπέμπει στον Δημοσθένη που, όπως λένε, ανέβαινε μονός στα βουνά, έβαζε βότσαλα στο στόμα του και προσπαθούσε να θεραπευθεί από τον τραυλισμό του, ώστε να μπορέσει μετρά να αγορεύσει στην εκκλησία του δήμου! Κι ο καλλιτέχνης θέλει να απευθύνεται σε κάποια φανταστική εκκλησία του δήμου.
Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα προσωπικά σας ημερολόγια καλύπτουν μια περίοδο 33 χρόνων. Πώς έγινε η επιλογή τους; Γιατί αρκετά είναι σαν να αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμικό μας βίο.
Με ενδιέφερε να θέσω προβληματισμούς και ερωτήματα που βρίσκονται πιο κοντά στη σημερινή μου ηλικία και στις τωρινές ψυχολογικές και αισθητικές μου αναζητήσεις (υπενθυμίζω ότι είμαι πλέον 75 ετών!) κι όχι σε εποχές που ήμουνα 20 ή 30 ετών και είχα πολύ διαφορετικές απόψεις και προσδοκίες για τη μουσική και τη ζωή. Έτσι λοιπόν τα αποσπάσματα που επέλεξα αφορούν πράγματι στη σύγχρονη πολιτιστική πραγματικότητα, τουλάχιστον έτσι όπως την βιώνω εγώ στη χωρά που ζω και πράττω ως δημιουργός, αλλά κι ως πολίτης.
Για τον χώρο της μουσικής συχνά γίνεστε καυστικός, ειρωνικός και απαρηγόρητα
απαισιόδοξος. Για παράδειγμα, τα κείμενα με τίτλους «Περί καλλιτεχνικού κατεστημένου», «Παραμορφωτική μουσική αρθρίτιδα!», «Εγκώμιον μετριότητας!», μας κάνουν να αναρωτιόμαστε: μήπως έτσι χάλια ήταν πάντα τα πράγματα;
Ορισμένα πράγματα που με απασχολούν έχουν ένα διαχρονικό χαρακτήρα: Ο καλλιτεχνικός ναρκισσισμός π.χ. κι η πολιτιστική ξιπασιά που συνοδέψαν πολλά από τα ρεύματα της λεγομένης «πρωτοπορίας» είναι κάτι που ορισμένοι το επισημαίναμε και μας προβλημάτιζε από παλιά. Τώρα, σχετικά με το εάν «έτσι χαλιά ήταν πάντα τα πράγματα», διατηρώντας κάποια στοιχειώδη αίσθηση ιστορικής προοπτικής, θα έλεγα πως διάφορα προβλήματα, που βιώνουμε σήμερα στον χώρο της τέχνης λόγω του μαζικού πολιτισμού, δεν συγκρίνονται βέβαια με τα προβλήματα που βίωνε η ανθρωπότητα τις εποχές που οι ναζί έβαζαν τους κρατουμένους να παίζουν κουαρτέτα εγχόρδων έξω από τα κρεματόρια του Άουσβιτς. Για να αναφερθώ στο «Εγκώμιον μετριότητας» και σε ανάλογες «απαισιόδοξες» βιογραφικές καταγραφές, θα σας έλεγα ότι καθώς μεγαλώνω συνειδητοποιώ πως ό,τι κι αν έχω φτιάξει κι όσο «σημαντικό» κι αν νομίζω πως είναι –ακόμα κι αν το νομίζουν και κάποιοι άλλοι– δεν σημαίνει πως δικαιούμαι να «κοκορεύομαι» και να νομίζω ότι «έπιασα τον παπά απ’ τ’ αρχίδια». Ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένος με τα «επιτεύγματα» μου, γιατί ξέρω ποσό πιο σημαντικοί δημιουργοί έχουν προηγηθεί πριν από μένα. «Εγκώμιον μετριότητας», λοιπόν, γιατί «ουκ εά με καθεύδειν»!
Είναι διάχυτη μέσα από τα κείμενά σας η αίσθηση κοινωνικής και αισθητικής
μοναξιάς. Πόσο επηρέασε αυτό την πορεία σας ως δημιουργού;
Όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ κι όσο κι αν προσπαθώ να κρύβομαι πίσω από ένα θεραπευτικό χιούμορ και μια «σαρκαστική αυτοαπόρριψη», είναι γεγονός πως από μια εποχή και μετά κυριαρχεί μέσα μου η αίσθηση της κοινωνικής και της αισθητικής περιθωριοποίησης και μοναξιάς. Τούτο δεν συνέβαινε πάντοτε. Παλιά, όταν κινούμουν και στον χώρο του λεγομένου «έντεχνου» τραγουδιού, υπήρχε η αίσθηση μιας δημόσιας αισθητικής κατάθεσης, μιας φανταστικής εκκλησίας του δήμου που δεν με άφηνε να νοιώθω μοναξιά. Έργα π.χ. σαν τα «Ανεπίδοτα γράμματα», σαν το «Η αγάπη είναι ο φόβος…» συζητιόνταν σε ένα –έστω στενό– κύκλο ακροατών. Στην πορεία όμως τα πράγματα αλλάξαν. Ακόμα και στον χώρο του τραγουδιού, πολύ σημαντικότερα μεταγενέστερα έργα μου, όπως οι «Aαποχαιρετισμοί της θάλασσας» σε ποίηση Σινόπουλου ή το ορατόριο «Σκοτεινή πράξη» σε ποίηση Λειβαδίτη, που κυκλοφορήσαν σε cd, είναι ζήτημα εάν τα άκουσαν ελάχιστοι άνθρωποι. Ε, αυτό γεννά συχνά μια αίσθηση ματαιότητας και μοναξιάς που με φρενάρει. Ο σύγχρονος μαζικός πολιτισμός αντιμετωπίζει πλέον τα πάντα σαν εφήμερα «πολιτιστικά ερεθίσματα», σαν καταναλωτικά προϊόντα.
Η Αριστερά, όπως την ξέρουμε, έχει πολιτιστική πολιτική και σε ποιο πλαίσιο;
Επειδή δεν ζω σε κάποιο χρυσελεφάντινο πύργο, γνωρίζω πως πρωταρχικός ρόλος της αριστεράς είναι η αντιμετώπιση κι η επίλυση των καθημερινών προβλημάτων των ανθρώπων, στους τομείς της οικονομικής επιβίωσης, της αξιοπρεπούς εργασίας, της περίθαλψης, των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο ρόλος της αριστερά. Δεν αρκεί μια καλύτερη διαχείριση της καθημερινότητας. Χρειάζεται και κάποιο οραματικό περιεχόμενο κι αυτό δυστυχώς λείπει. Σε αντίθεση με όσα είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν να διεκδικούμε από την αριστερά, δεν βλέπω σήμερα ουσιαστικές προτάσεις για την παιδεία και τον πολιτισμό. Δεν βλέπω προτάσεις για ριζική ανανέωση της εκπαιδευτικής ύλης των σχολείων στους τομείς της επιστήμης, οπού γίνονται συγκλονιστικά πράγματα στους χώρους της σύγχρονης φυσικής, της έρευνας του διαστήματος, της γενετικής. Δεν βλέπω προτάσεις για κάποια ριζική ανανέωση της εκπαιδευτικής ύλης στον τομέα της ιστορίας. Τα παιδιά εξακολουθούν να αποστηθίζουν ημερομηνίες μαχών και ονόματα στρατηγών και αυτοκρατόρων, χωρίς να έχουν ιδέα για την ιστορία και για τα επιτεύγματα των λαών της ανθρωπότητας μέσα στη διάρκεια του χρόνου. Χωρίς να έχουν ιδέα ακόμα και για τη γεωγραφία του πλανήτη στον οποίο ζούμε. Στους τομείς της τέχνης και του πολιτισμού, πάλι, δεν βλέπω να έχουν υπάρξει προτάσεις για τη στήριξη νέων μουσικών και συγκροτημάτων στους τομείς π.χ. της κλασικής μουσικής ή της τζαζ, για τη στήριξη νέων συγγραφέων, νέων ζωγράφων, θεατρικών ομάδων, για τη συστηματική διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων στην επαρχία, όχι μόνο στο πλαίσιο των «τουριστικών» περιόδων αλλά κυρίως τις εποχές του χειμώνα που επικρατεί πλήρης πολιτιστική νεκρά. Δεν έχω δει να γίνονται προτάσεις για την ίδρυση και τη στήριξη βιβλιοθηκών και ταινιοθηκών στα σχολεία της χωράς. Τέτοιες προτάσεις θα ήθελα να δω να γίνονται από μια σημερινή αριστερά. Προτάσεις που θα αντιστρατεύονταν την αποβλάκωση των τηλεοπτικών realities, την αποχαύνωση του ποδοσφαίρου και τη μικροαστικοποίηση.
Επικαλούμενη την ιδιότητα του συνθέτη, θα σας ρωτήσω για τα έργα που έχετε «στο συρτάρι» και γιατί ο κόσμος αγνοεί την ύπαρξή τους.
Δεν έχει νόημα να σας απαριθμήσω έργα. Καλώς ή κακώς είναι πάρα πολλά. Το γιατί ο κόσμος αγνοεί την ύπαρξή τους είναι απλό: Δεν δίνεται η δυνατότητα κοινοποίησής τους. Ωστόσο δεν θα μιλούσα για «έργα στο συρτάρι» αλλά για έργα που βρίσκονται στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή. Για έργα τα οποία, χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία, τα πλάθω κυριολεκτικά με τα χεριά μου έτσι ώστε να μπορούν και να ακούγονται. Τέτοια έργα συνήθως –με ελάχιστες εξαιρέσεις– ακούγονται καλύτερα, πάρα εάν είχαν παιχτεί από πραγματικές ορχήστρες! Κι ας λένε ότι θέλουν οι ακαδημαϊκοί υπέρμαχοι κάποιας «απόλυτης καθαρότητας». Αυτός είναι κι ο λόγος που, επί χρόνια, στέλνω πλέον τέτοια έργα σε επιλεγμένους φίλους και γνωστούς. Έχω διαπιστώσει με έκπληξη ότι κάποιοι είχαν την ευγένεια να αναρτήσουν, εν αγνοία μου, τους περισσότερους από τους παλιούς κύκλους τραγουδιών μου που έχουν δισκογραφηθεί. Θα τελειώσω πάντως με μια φράση του Harrari στο «21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα»: «Όποιος νομίζει ότι ο 21ος αιώνας είναι επιστημονική φαντασία, κάνει λάθος. Όποιος νομίζει ότι ο 21ος αιώνας δεν είναι επιστημονική φαντασία, πάλι κάνει λάθος!»