Στις 19 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάφτισε την τελευταία της προσπάθεια να αντιμετωπίσει το ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης, με τον αμφίσημο τίτλο RePowerEU. Οι καθυστερήσεις, η αναποτελεσματικότητα των προηγηθέντων σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής και ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν αναδείξει το ενεργειακό σαν κυρίαρχο παγκόσμιο, δισεπίλυτο πρόβλημα.
Η Επιτροπή έχει ασκηθεί κάθε φορά να προσπαθεί, αφενός να επιλύει τις συνέπειες προγενέστερων προβληματικών αποφάσεων και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει τα νέα προβλήματα που ενδιάμεσα έχουν προκύψει.
Από το φιλόδοξο πρόγραμμα GreenDeal, στο ποιο φιλόδοξο FitFor55, μέχρι το πρόσφατο RePowwerEU, η Κομισιόν επιχειρεί να αντιμετωπίσει, ταυτόχρονα, το σύνθετο πρόβλημα της ασφάλειας και της ενεργειακής επάρκειας, χωρίς να εγκαταλείπει τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους.
Σε ένα περιβάλλον πολιτικών εξαναγκασμών προσπαθεί να «εξαργυρώσει» την πράσινη ψυχή της με μια φυγή προς τα εμπρός: και ορυκτά και ΑΠΕ και εξοικονόμηση σε ένα «ενεργειακό κουβάρι», που όλοι θα βρουν μια θέση κάτω από τον χρήσιμο ήλιο, πετρελαιάδες, πολεμοκάπηλοι και οικολόγοι!
Στις τελευταίες προτάσεις (RePowerEU), η γεωπολιτική διάσταση έχει αναδειχτεί ως πρωταγωνιστικός οδηγός των προτεινόμενων μέτρων, υποβαθμίζοντας το βάρος της οικολογικής μετάβασης. Αυτό μεταφράζεται στη δυναμική επανάκαμψη των ορυκτών καυσίμων (π.χ. φυσικό αέριο), ενώ στη λίστα των ενεργειακών προτεραιοτήτων, η διατεινόμενη σαν ενδιάμεση λύση στη χρήση τους, χάνεται σε ένα χρονικό ορίζοντα που διαρκώς μετατίθεται…
To πρόγραμμα φιλοδοξεί να αντικαταστήσει τα ορυκτά καύσιμα ρωσικής προέλευσης (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, άνθρακα), με καύσιμα από άλλες χώρες. Ταυτόχρονα επιχειρεί να «χρυσώσει» τη συνέχιση της χρήσης των ορυκτών, με θετικές προτάσεις που αφορούν στην επιτάχυνση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της εξοικονόμησης.
Το πακέτο στο σύνολο του είναι αντιφατικό και αναποτελεσματικό, τόσο βραχυχρόνια, όσο, κυρίως, σε βάθος χρόνου.
Οι προτάσεις περιλαμβάνουν τα εξής μέτρα:
α) Εξάλειψη των ρωσικών εισαγωγών αερίου, πετρελαίου και άνθρακα μέχρι το 2027.
Το 2021, η ΕΕ εισήγαγε από την Ρωσία το 40% αερίου, το 27% πετρελαίου και το 46% άνθρακα. Η Ελλάδα και παρά την αλματώδη αύξηση της χρήσης ορυκτού αερίου, τα τελευταία χρόνια έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής ορυκτού αερίου στην τελική κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ-27.
β) Αύξηση του μεριδίου ΑΠΕ από το 40% στο 45% έως το 2030.
Προτείνεται η επίσπευση και απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών. Η Κομισιόν ζητά από τα κράτη μέλη να χαρακτηρίζουν τα έργα ΑΠΕ «έργα υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος». Η χωροθέτηση τους προτείνεται με διαδικασίες fast track σε ειδικές περιοχές ΑΠΕ «go-to area»!
Το 2020 το μερίδιο ΑΠΕ στην ΕΕ ήταν 22,9% και στην Ελλάδα 21,7%. Η Κομισιόν δίνει ιδιαίτερο βάρος στην αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας, μέσω της «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Ηλιακών Στεγών», δηλαδή την υποχρέωση από το 2026 της εγκατάστασης Φ/Β στις στέγες για όλα τα νέα εμπορικά και βιομηχανικά κτίρια ανω των 250 τ.μ.
γ) Ενεργειακή εξοικονόμηση.
Εισηγείται την αύξηση του στόχου εξοικονόμησης από το 9% στο 13% έως το 2030. Για την Ελλάδα η επίτευξη του στόχου είναι πολύ δύσκολη. Από το 1990, η μείωση στην πρωτογενή κατανάλωση είναι μόνο -2,7%, ενώ στο πεδίο της ενεργειακής έντασης (σχέση ενέργειας/ΑΠΕ), χρειάζονται 146 ισοδύναμα κιλά πετρελαίου για να παραχθούν 1000 ευρώ ΑΕΠ (μεσος ορος ΕΕ 127 κιλά).
δ) Ενεργειακή ακρίβεια.
Εισήγηση μέτρων επικαιροποίησης της «εργαλειοθήκης» κυρίως επιδοματικού χαρακτήρα (η Κομισιόν ανθίσταται σθεναρά στη θεσμική αναπροσαρμογή του προβληματικού ισχύοντος μοντέλου διαμόρφωσης χρηματιστηριακών τιμών ενέργειας). Η Κομισιόν εκτιμά ότι θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 210 δισ. ευρώ έως το 2027, προσθετικά στα κεφάλαια που είχαν δεσμευτεί για το πρόγραμμα FitFor55 (πράσινο υδρογόνο, βιομεθάνιο κ.λπ.), μεταφέροντας πόρους σε βάρος των πράσινων επενδύσεων, σε έργα μεταφοράς και επεξεργασίας ορυκτών (νέα δίκτυα διανομής, αεριοποιητές LNG κ.λπ.).
Η αντιφατικότητα των μέτρων συνίσταται στο ότι τα ορυκτά καύσιμα καρπούνται και πάλι το μεγαλύτερο μέρος των χρηματικών πόρων με διαδικασίες fast track, προκειμένου να δικαιολογηθεί η εσπευσμένη απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά, στόχος κατανοητός μεν, αλλα αντιφατικός σε ό,τι αφορά την επίτευξη των κλιματικών στόχων, που ο πόλεμος έχει απομακρύνει.
Ανέφικτοι οι στόχοι μηδενικών εκπομπών
Όλες οι εμπλεκόμενες χώρες, τόσο όσες επιδιώκουν την απεμπλοκή τους από τη ρωσική ενέργεια, οσο αυτές που θα κληθούν να εμπλακούν στην αντικατάσταση της, θα πρέπει να προβούν σε σημαντικές επενδύσεις. Οι μεν παραγωγοί για να αυξήσουν την παραγωγική και μεταφορική ικανότητα, οι δε εισαγωγείς για να ενισχύσουν και διευρύνουν τις υποδομές τους. Και για τις δυο κατηγορίες χωρών οι επενδύσεις που καλούνται να υλοποιήσουν θα χρειαστούν δεκαετίες για να αποσβεστούν, υποχρεώνοντας τες να συνεχίζουν να παράγουν και να καταναλώνουν ορυκτά καύσιμα, εμποδίζοντας έτσι, ή καθιστώντας ανέφικτους τους στόχους μηδενικών εκπομπών για το 2050.
Προκειμένου να καταστούν, όσο δυνατόν οικονομικότερες οι νέες επενδύσεις το φυσικό αέριο θα παραμένει στο ενεργειακο μείγμα για πολλά χρόνια ακόμη… Για τις συνέπειες αυτού του προβλήματος στους κλιματικούς στόχους, προγραμματίζονται αμφιλεγόμενες τεχνολογικές λύσεις συλλογής και υπόγειας αποθήκευσης του παραγομένου διοξείδιού του άνθρακα (CCS). Η λύση αυτή πρέπει να απορριφθεί αποφασιστικά.
Πόλεμος και κλιματική κρίση
«Ενός κακού μύρια άλλα έπονται»: Η συνέχιση του πολέμου και οι επιπτωσεις στο μέλλον του πλανήτη είναι σοβαρες και ανεπίστροφες. Κάθε προϊόν περιέχει «ενσωματωμένες εκπομπές», δηλαδή αέρια του θερμοκηπίου, που παράγονται στη φάση παραγωγής του. Κάθε σφαίρα, βόμβα, πύραυλος, νάρκη, κουβαλά μαζί τις «ενσωματωμένες εκπομπές». Οσο περισσότερα όπλα χρησιμοποιούνται, τόσο πιο απάνθρωπος και σκληρός γίνεται ο πόλεμος και τόσο περισσότερες εκπομπές εκλύονται. Εκπομπές εκλύονται και για ό,τι ο πόλεμος καταστρέφει: φυσικό και αγροτικό περιβάλλον, σπίτια, υποδομές, δίκτυα και ό,τι άλλο.
Η πολεμική βιομηχανία φέρει πολλαπλή ευθύνη, την προφανή, που αφορά την κατασκευή μηχανών θανάτου και την καθοριστική συμβολή της στο να καταστεί ο πλανήτης αβίωτος.
Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η βιομηχανία των ορυκτών: έχει «φουσκώσει» ήδη τα τεράστιά κέρδη της και εξαιτίας του πολέμου και έχει μεταθέσει εις τας καλένδας την απανθρακοποίηση, που συνιστά τον μεγαλύτερο εφιάλτη της.
Σύμφωνα με τον OMS κάθε χρόνο πεθαίνουν 4 εκ. άνθρωποι από την ατμοσφαιρική ρύπανση (κύρια από ορυκτά καύσιμα), πολύ περισσότεροι από οσους προκαλεί ο πόλεμος. Η συνέχιση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων δεν σκοτώνει μόνο οσους ακόμη ζούνε, αλλά διαμορφώνει αντίστοιχες συνθήκες για όσους σήμερα είναι παιδιά και για τις γενιές που θα ακολουθήσουν.
Αυτή η παράμετρος πρέπει να αναδειχτεί σε ένα βασικό διαπραγματευτικό στοιχείο, προκειμένου να γίνει ό,τι δυνατό για την ειρήνη.