Ο Ζαν-Κλώντ Γιούνκερ επαναλαμβάνει τακτικά ότι το 2010 η Ευρώπη ήταν άδικη με την Ελλάδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως από τις Βρυξέλλες φυσάει ένας άνεμος ανανέωσης σχετικά με την ελληνική περίπτωση. Παρά το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 2018 υιοθετήθηκαν μέτρα ελάφρυνσης της εξυπηρέτησης του πολύ μεγάλου ελληνικού δημοσίου χρέους, το οποίο έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια, η διαχείρισή του στο μέλλον παραμένει ένα βάρος, το οποίο εμποδίζει προφανώς την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, από τη στιγμή που το 3ο μνημόνιο, συνέχισε με τα σκληρά μέτρα λιτότητας την αποδυνάμωση του παραγωγικού δυναμικού στη χώρα μας. Οι αναλύσεις για το απόθεμα παγίου κεφαλαίου, δείχνουν στο διάστημα μετά το 2010 έως το 2020 μια αρνητική εξέλιξη (Ηλίας Ιωακείμογλου, commune.org.gr), η οποία είναι προφανώς το αποτέλεσμα της λιτότητας και η απόδειξη ότι σε όλο αυτό το διάστημα η παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας ακολούθησε μια πτωτική πορεία.
Το θέμα που θέτει ο Γιούνκερ, δεν πρέπει επομένως να ξεχαστεί. Στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε μόνο μπροστά σε ένα ερώτημα για το πώς θα ανακάμψει και θα αυξήσει το παραγωγικό της δυναμικό η οικονομία, αποκτώντας και την ικανότητα να αυξήσει τις δημόσιες και κοινωνικές δαπάνες, αλλά σε ένα ερώτημα για το πώς θα αντιμετωπιστούν τα μελλοντικά μέτρα λιτότητας, σύμφωνα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, και όταν θα πάψει να ισχύει η «ρήτρα διαφυγής». Ο σχεδιασμός της ενεργειακής μετάβασης, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής για τις συνθήκες ζωής και το παραγωγικό δυναμικό, η ανασυγκρότηση και αύξηση του δυναμικού αυτού, η εξασφάλιση σταθερών υπηρεσιών υγείας, η νέα ρύθμιση της συμμετοχής στην παγκόσμια παραγωγική ικανότητα, η κοινωνική και παραγωγική ένταξη των προσφύγων και μεταναστών, είναι ζητήματα που απαιτούν μια ριζική αλλαγή των μεθόδων διοίκησης της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως και την ενίσχυση του γνωσιακού κεφαλαίου που μπορεί να στηρίξει και να κάνει αποτελεσματικές αυτές τις μεθόδους.
Για να αποκτήσει, όμως, η Ελλάδα την ικανότητα πραγματοποίησης ενός τέτοιου παραγωγικού και θεσμικού άλματος, που αποτελεί και την οδό για να υπάρξει μια ριζοσπαστική και αποτελεσματική Αριστερά, μπορεί καταρχάς να αξιοποιήσει το πλούσιο επιστημονικό δυναμικό που διαθέτει. Αλλά και να οικοδομήσει τη θεσμική παρουσία των λαϊκών τάξεων, που μπορούν να αποκτήσουν τόσο τη δυνατότητα να σχεδιάζουν το παραγωγικό και θεσμικό άλμα, όσο και τη δυνατότητα να επωφελούνται από αυτό, στο πλαίσιο νέων δημοκρατικών διαδικασιών, και χάρη στις νέες παραγωγικές δυνατότητες και στην προσφορά υπηρεσιών για το σύνολο του πληθυσμού. Η αντιμετώπιση των πρωτογενών πλεονασμάτων και των άλλων μέτρων λιτότητας σχετικά με τις δημόσιες δαπάνες, μπορεί να βασιστεί στη επίτευξη διαγραφών του χρέους ή στην εφεύρεση νέων μέσων πληρωμής, στο πλαίσιο περιφερειακών ή τομεακών σχεδίων ανασυγκρότησης. Πρόκειται για προϋποθέσεις της επιτάχυνσης του παραγωγικού άλματος που αποτελεί την απαραίτητη βάση για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.