Ήρθε πολύ νωρίς το καλοκαίρι φέτος. Πρώτα από την ζέστη κι έπειτα από την απελπισία των προβλέψεων: ο καύσωνας από τα καμένα εδάφη, τα κομμένα ρεύματα, το αίμα των παιδιών. Είναι ούτως ή άλλως ασφυκτική η ζέστη. Aν είσαι εγκλωβισμένος είναι χειρότερη, όμως.
Αυτός ο Ιούνιος μας βρήκε φτωχότερους από πέρσι και πέρσι ήμασταν φτωχότεροι από πρόπερσι. Πού να βρεις αέρα εγκλωβισμένος στα αστικά σου εδάφη, στα σπίτια που καίνε, στα χρέη που τρέχουν… Δεν είναι καλό αυτό το καλοκαίρι. Δεν έχει διακοπές, δεν έχει ούτε καν ανάσα, λίγη δροσιά, μια βουτιά, ανακούφιση. Μόνο άπνοια και ζόφο με τα παντζούρια κατεβασμένα να μην βράσουμε στην ίδια μας την πέτσα.
Ανάσα
Το μόνο που φάνηκε να αναθαρρεί, μέχρι να του ανοίξουν το κεφάλι, δηλαδή, είναι τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη. Μετά τα ΜΑΤ μπήκαν στο ΑΠΘ και με το γράμμα του νόμου με το μέρος τους, ήταν και νόμιμοι, ήταν και ηθικοί ή, έστω, σαν ηθικοί ξεπλύθηκαν. Από τη μία οι προβοκάτσιες, από την άλλη οι φοιτητές με συνθήματα και θυμό, αλλά ανυπεράσπιστοι μπροστά στις κρότου - λάμψης και τα δακρυγόνα.
Ένα καρέ αργότερα, το παιδί ήταν αιμόφυρτο στην άσφαλτο. Λίγες ειδήσεις πιο μετά, είχε σπασμένη την άνω γνάθο, λάμες στη σάρκα και αμφίβολα δόντια. Ενδιάμεσα, τα παιδιά βγήκαν στους δρόμους. Και ήταν χιλιάδες.
Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες είναι αρκετές, πάντως θυμάμαι και τα δακρυγόνα και τις κρότου-λάμψης. Δε μου έλειψαν, μου έλειψε η αίσθηση της δεδομένης νίκης, της ανατροπής των συσχετισμών, της εξέγερσης. Πάντα τα παιδιά βγαίνουν πρώτα στους δρόμους και ακολουθούν οι υπόλοιποι κι εμείς τότε ήμασταν παιδιά. Και οι υπόλοιποι μας ακολούθησαν.
Απελπισία
Κερδίσαμε, φυσικά, αλλά το θέμα είναι αλλού. Είναι στο καλοκαίρι. Φέτος μπήκε με απελπισία. Γι’ αυτό πάντα ακολουθούμε τους νεότερους, γιατί δεν απελπίζονται. Θυμώνουν. Κι εμείς θυμώνουμε, όμως σαν κάπου να έχουμε ηττηθεί. Έχουν περάσει και χρόνια από την τελευταία φορά που είδαμε αίμα διαδηλωτή. Μόνο που την τελευταία φορά το αίμα ήταν δικό μας.
Τότε, βέβαια, είχαμε κι εκείνη την αίσθηση την υπεροπτική πως ότι κι αν κερδίσαμε θα κρατήσει για πάντα κι ήρθε τώρα η ιστορία κι αναδιπλώθηκε μαζί με τις έννοιες. Με την ελευθερία, ας πούμε. Ή με την δημοκρατία. Κάτι που εκλέγει ο λαός είναι δεδομένα δημοκρατικό; Όχι, λέει η ιστορία. Αν δούμε τα άδεια καλάθια για τα ψώνια και τα γεμάτα με ένστολους τραμπούκους πανεπιστήμια, η ιστορία μας κουνάει εξαγριωμένη το δάχτυλο.
Εγκλωβισμένοι
Κάθε μέρα χτυπάνε τα παιδιά, λοιπόν, το μεγαλύτερό τους κίνδυνο. Όποιος τα αψήφισε, έχασε. Προς το παρόν, όμως, παλεύουν μόνα. Τα νέα πέρασαν για λίγο τα Τέμπη και γύρισαν πίσω. Η ΠΚΣ είναι πρώτη στις σχολές και, όπως συνηθίζει, δεν κοιτάζει καν προς τις νέες οργές, περιμένει ένα κάλεσμα εκατονταετίας. Τα έχουν τσακίσει τα παιδιά, μόνα κι ανυπεράσπιστα, όπως τα αφήσαμε, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Εκτός από εξαντλημένοι και σαστισμένοι και λαβωμένοι από την αγριότητα της καθημερινής ήττας μας.
Όμως και όσοι είμαστε ακόμη νέοι, νιώθουμε να κουβαλάμε το βάρος της γης. Άχθος αρούρης. Όταν ήμουν παιδί νόμιζα πως “άχθος αρούρης” είναι όνομα και επίθετο. Ο Άχθος Αρούρης, του Άχθους Αρούρη, ω, Άχθο Αρούρη! Η γενιά μου, οι τριαντάρηδες, είμαστε αυτοί που ξεκινήσαμε τις τελευταίες εξεγέρσεις και εγκλωβιστήκαμε στο παιδικό μας δωμάτιο, κακοπληρωμένοι, κακοζωισμένοι, απελπισμένοι. Γερασμένοι ραγδαία. Που βλέπουμε το ενοίκιο να είναι φθηνότερο από το ρεύμα και, όμως, παραμένει πανάκριβο. Που μας αντιμετωπίζουν σαν παιδιά, αφού ξέρουν ότι θα είμαστε για πολύ ακόμη φυλακισμένοι. “Η γενιά της κρίσης”, μας λένε. Κι όσοι φύγαμε από το σπίτι, ξυπνάμε κάθε πρωί με φόβο μην και πρόκειται να συναντήσουμε κάτι ακόμη πιο τρομερό μέσα στη μέρα.
Οι γονείς μας είναι η γενιά που έχασε τα πάντα. Εμείς είμαστε τα παιδιά που τους υποσχέθηκαν τα πάντα και τα άφησαν να παλεύουν ανεμόμυλους. Και τα παιδιά που ματώνουν τώρα στην άσφαλτο, είναι τα παιδιά που δεν είχαν τίποτε, δεν τους υποσχέθηκαν τίποτε και δεν περιμένουν τίποτε πια, παρά μόνο να σταματήσουν την λεηλασία. “Άχθος αρούρης”.