Η δυστοπία του εκπαιδευτικού συστήματος του νεοφιλελευθερισμού και η ουτοπία της επαναστατικής αλληλεγγύηςΤα τελευταία χρόνια, το παιδικό θέατρο ανθεί στον τόπο μας, τουλάχιστον ποσοτικά. Πλείστες όσες παραστάσεις -94 μετρήσαμε την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές μόνο στην Αθήνα και πόσες ακόμη στην περιφέρεια. Πιο πρόσφατο φαινόμενο το εφηβικό θέατρο –δύσκολη ηλικία η εφηβεία, μήτε παιδί μήτε ενήλικας, τι βιβλίο να συμβουλέψεις, τι παράσταση να προτείνεις… Είναι αλήθεια ότι οι ομάδες, οι θίασοι, και οι παραστάσεις άρα, πολλαπλασιάστηκαν από τότε που τα σχολεία ενέταξαν το θέατρο στις δραστηριότητές τους. Μάλιστα, κάτι που και παλιότερα συνέβαινε, τελευταίως εντείνεται ιδιαιτέρως: θίασοι επισκέπτονται σχολεία και με μικρό αντίτιμο παρουσιάζουν μερικές φορές πολύ καλές, αρκετές φορές όμως πολύ μέτριες δουλειές.
•Ομολογουμένως το παιδικό και νεανικό θέατρο είναι δύσκολο είδος. Ο συγγραφέας πρέπει να έχει καθαρό λόγο, να είναι ευφάνταστος, εύστροφος, εφευρετικός για να κρατήσει το ενδιαφέρον του παιδιού και ταυτόχρονα να μιλήσει στην ψυχή του χωρίς διδακτισμούς και ψευτοκαθωσπρεπισμούς αλλά με ειλικρίνεια, απλότητα και σαφήνεια. Τις ίδιες αρετές πρέπει να έχει και ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό γιατί αυτοί καλούνται να ζωντανέψουν μια υπόθεση και πολλές ιδέες, που πρέπει να φτάνουν στο παιδί χωρίς να φαίνεται η πρόθεση, αβίαστα και τρυφερά. Όπως έλεγε και η πρώτη ίσως διδάξασα, η Ξένια Καλογεροπούλου, όχι παιδικό θέατρο αλλά θέατρο για παιδιά.
Παρ’ όλο που ανάμεσα σε όλες αυτές τις παραστάσεις υπάρχουν αρκετές πρόχειρες και χωρίς το απαραίτητο αισθητικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο, υπάρχουν ωστόσο και μερικά «διαμαντάκια». Μολονότι η υπογράφουσα τη στήλη δεν παρακολουθεί πολύ παιδικό θέατρο, έτυχε να δει κατά καιρούς πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές. Όπως το «Είστε και φαίνεστε» του Φόλκερ Λούντβιχ που παρουσιάζει η ομάδα νεανικού θεάτρου «Συντεχνία του Γέλιου», που ιδρυτής της είναι ο ελληνο-ιρανός ηθοποιός Βασίλης Κουκαλάνι.
Πολιτικό θέατρο για παιδιάΗ διαφήμιση της παράστασης παρουσιάζει το έργο ως έχον θέμα το μπούλιν, που μπήκε στη ζωή μας -λες και δεν υπήρχε πριν!- με τη ζοφερή υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη η οποία δεν είχε να κάνει ωστόσο μόνο με το σχολικό εκφοβισμό. Αφού το θέμα συζητήθηκε και συζητείται ακόμη, τις μέρες τούτες που το θέατρο γνωρίζει μερικές από τις χαλεπότερες μέρες των τελευταίων καιρών, πολλοί ανέβασαν σχετικές με το θέμα παραστάσεις, μερικές ευκαιριακά και πρόχειρα. Δεν είναι τέτοια η περίπτωση της «Συντεχνίας του Γέλιου». Νομίζουμε πάντως ότι υποβαθμίζεται ο πλούτος της θεματικής του «Είστε και φαίνεστε» αν το περιορίσουμε μόνο στο σχολικό εκφοβισμό.
Είναι η τρίτη φορά που ανεβαίνει έργο του Φόλκερ Λούντβιχ από την ομάδα, ο οποίος κάνει πολιτικό θέατρο για παιδιά όχι μόνο χωρίς διδακτισμό, αλλά και χωρίς καμιά προπαγάνδα ιδεών. Είναι ουσιαστικός, επεξηγηματικός και ερμηνευτικός των καταστάσεων γύρω μας. Αυτή τη φορά ο συγγραφέας, ξεκινώντας από μια κοινότοπη μάλλον ιστορία, αυτήν του μικρού Ζαχαρία που μια ομάδα συμμαθητών του τον κοροϊδεύει, τον εκμεταλλεύεται και τον κάνει να υποφέρει, που όχι μόνο τον κάνει περίγελο αλλά και καταφέρνει να του φορτώνει όλα όσα εκείνοι κάνουν, ανοίγει μια μεγάλη πολιτικοκοινωνική παλέτα του φαινομένου του εκφοβισμού. Οι πιτσιρικάδες που ασκούν εκφοβισμό είναι οι ίδιοι παιδιά με προβλήματα στο σχολείο, απομονωμένοι και φοβισμένοι. Όμως ο Λούντβιχ δεν σταματά εδώ, στο εύκολο και περίπου πια αυτονόητο.
Ανοιχτή καταγγελίαΤο «Είστε και φαίνεστε» είναι μια ανοιχτή καταγγελία του σχολείου στο νεοφιλελεύθερο κόσμο μας. Όλοι φοβούνται. Οι ενήλικες στο έργο νιώθουν ανεπαρκείς, επιρρίπτουν ευθύνες ο ένας στον άλλον. Αρχικά τουλάχιστον. Ο δάσκαλος είναι εγκλωβισμένος ανάμεσα από τη μια στην αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον του για τα παιδιά, και από την άλλη, την απειλή μιας αξιολόγησης που στηρίζεται στα μετρήσιμα αποτελέσματα: τις επιδόσεις των μαθητών. Ομολογουμένως από τις πιο πραγματικές σκιαγραφήσεις εκπαιδευτικού που έχω δει τα τελευταία χρόνια, ένας τρυφερός αδέξιος αντι-ήρωας. Η μητέρα είναι μια κουρασμένη γυναίκα που δεν μπορεί να βοηθήσει το παιδί της στα μαθήματά του και που δουλεύει έως εξοντώσεως για να τα βγάλει πέρα. Οι ώρες της πραγματικής φροντίδας του παιδιού είναι περιορισμένες. Τα παιδιά πάλι φοβούνται το σχολείο, γονατίζουν από τα οικογενειακά προβλήματα, αποδέχονται από νωρίς τους ρόλους που επιφυλάσσει και επιβάλλει ο νεοφιλελεύθερος κόσμος στις κατώτερες τάξεις και τα παιδιά τους.
Ο Λούντβιχ προσπαθεί να εξηγήσει όσο μπορεί πιο απλά και περιεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη πολλές κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους του προβλήματος. Επιχειρεί να δει τη βία με ψυχραιμία και στις αληθινές της διαστάσεις. Να δείξει τη βία του εκφοβισμού και τη μεγάλη αόρατη βία του συστήματος -εμφανής η πρώτη πλήττει την καθημερινότητά μας άμεσα, αόρατη αλλά πανταχού παρούσα και απειλητική, επικίνδυνη, η άλλη υπονομεύει υπόγεια και θανατερά τις ζωές μας. Προσπαθεί, επίσης, ο Λούντβιχ να προτείνει μια λύση. Και αυτή η λύση είναι η αλληλεγγύη και ο αγώνας. Είναι η συνένωση των δυνάμεων μπροστά στον κοινό εχθρό. Είναι η συνειδητοποίηση του τι πραγματικά συμβαίνει για να το αλλάξουμε δυναμικά και απαιτητικά. Και αυτό το μήνυμα φτάνει ωραία και ουσιαστικά στην αίθουσα.
H κοινή ιδεολογία του καιάδαΔεν ξέρω πόσο παρενέβη στη διασκευή ο Βασίλης Κουκαλάνι, όμως βρέθηκαν οι αναλογίες ανάμεσα στο ελληνικό και το γερμανικό σχολείο σε αρκετά σημεία, αλλού φαινόταν ότι υπέβοσκαν διαφορετικές εκπαιδευτικές παραδόσεις. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα, το αληθινό θέμα είναι ότι φάνηκε τόσο, μα τόσο, καθαρά η κοινή ιδεολογία που διαρρέει τα εκπαιδευτικά συστήματα, αυτή που ρίχνει στον καιάδα τα παιδιά του κατώτερου θεού, που υποτιμά και εξαθλιώνει το δημόσιο σχολείο, την ίδια ώρα που ετοιμάζει ρωμαλέους, ευρυμαθείς και ανάλγητους ηγέτες στα απρόσιτα κολλέγια. Ο Γιώργος Παλούμπης σκηνοθέτησε μαζί με τον Κουκαλάνι έντιμα, χωρίς υπερβολές, γραμμικά την παράσταση. Ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή στην αρχή των τραγουδιών, το ξεκίνημα ήταν κάθε φορά αμήχανο και έπαιρνε λίγο χρόνο για να ενταχθούν οργανικά στην παράσταση. Ο Φοίβος Δεληβοριάς την έντυσε με οικεία και όμορφα ακούσματα. Και την υπηρέτησαν με μεγάλη αξιοπρέπεια και κέφι οι ηθοποιοί: Πολυξένη Ακλίδη, Γιώργος Κατσής, Βασίλης Κουκαλάνι, Βαλέρια Κουρούπη (ενδιαφέρουσα η μητέρα που δημιούργησε με ισορροπημένο συνδυασμό εντάσεων και ενοχής), Ιωάννα Λέκκα, Πέτρος Σπυρόπουλος και Μιχάλης Τιτόπουλος.
Μαρώ Τριανταφύλλου
maro33@otenet.gr