Ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκε ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής. Κατά την επίσκεψή του στην Ιαπωνία, που ήταν η πρώτη σε χώρα της Άπω ανατολής, δήλωσε ότι το Πεκίνο «παίζει επικίνδυνο παιχνίδι» με τη στάση του στο θέμα της Ταϊβάν και υπογράμμισε ότι οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα εμπλακούν σε περίπτωση κινεζικής επέμβασης.
Οι δηλώσεις αυτές ξεσήκωσαν θύελλα ανακοινώσεων εκ μέρους της κινεζικής κυβέρνησης. Υποστηρίζεται ότι οι δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη γραμμή των ΗΠΑ περί «μιας Κίνας», που σημαίνει ότι το Πεκίνο αποτελεί την επίσημα αναγνωρισμένη κυβέρνηση της χώρας. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ ενισχύουν την Ταϊβάν με σύγχρονα οπλικά συστήματα, αν και δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας θεωρεί ότι η μεγαλόνησος αποτελεί κινεζική περιφέρεια, ενώ η Ταϊβάν εμφανίζεται ως ανεξάρτητο κράτος με σύνταγμα, ένοπλες δυνάμεις και εκλεγμένη κυβέρνηση. Ο Τζο Μπάιντεν στη συνέχεια προσπάθησε να ανασκευάσει δηλώνοντας ότι δεν πρέπει να αναμένεται κινεζική επέμβαση. Μετά από πιεστική δημοσιογραφική ερώτηση, όμως, επανέφερε το θέμα της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ και ανέφερε: «Ναι… είναι δική μας υποχρέωση», περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο το θέμα, παρομοιάζοντας την Ταϊβάν με την Ουκρανία. Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Καρίν Ζαν-Πιέρ αργότερα προσπάθησε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, τονίζοντας ότι οι δηλώσεις του αμερικανού προέδρου δεν σημαίνουν ότι υπάρχει αλλαγή στάσης των ΗΠΑ για τις σχέσεις με την Κίνα και την Ταϊβάν. Έντονη υπήρξε η αντίδραση του Πεκίνου στις δηλώσεις Μπάιντεν. Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Βαν Βενμπίν δήλωσε ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της κινεζικής επικράτειας και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ταύτισης με το ουκρανικό αποτελεί μονομερή απόκλιση από την πολιτική της «μιας Κίνας».
Τι ισχύει μέχρι σήμερα
Πριν την επικράτηση της κινεζικής επανάστασης το 1949 υπήρξε εμφύλιος μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας με ηγέτη τον Μάο Τσε Τουνγκ και του εθνικιστικού Κουομιτάγκ με τον Τσαγκ-Κάι-Σεκ, ο οποίος κατέφυγε στην Ταϊβάν. Μέχρι το 1971 η Ταϊβάν εκπροσωπούσε την Κίνα στον ΟΗΕ. Μετά το 1971 η Κίνα αναγνωρίστηκε ως «μια χώρα», της οποίας εκπρόσωπος στον ΟΗΕ έγινε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και θεωρείται ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της κινεζικής επικράτειας.
Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αναβαθμίστηκαν ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1970. Σημείο σταθμό αποτέλεσε η επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στο Πεκίνο με στόχο τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Έκτοτε οι ΗΠΑ διατηρούν διπλωματικές σχέσεις μόνο με το Πεκίνο. Το 1979 στις ΗΠΑ ψηφίστηκε «νόμος για τις σχέσεις με την Ταϊβάν», όπου θα μπορεί να της παρέχει μόνο μέσα αυτοάμυνας, ενώ αναγνωρίζεται επίσημα η «μία Κίνα».
Επιθυμία του Πεκίνου είναι η ενοποίηση όλων των κινεζικών εδαφών, σύμφωνα με την πολιτική «μια χώρα, δύο συστήματα» που ήδη ακολουθείται μετά την απορρόφηση του Χόνγκ Κόνγκ.
Η υπόθεση μυρίζει μπαρούτι
Στις 30 Μαΐου, 30 κινεζικά πολεμικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από τη ζώνη αντιαεροπορικής άμυνας της Ταϊβάν. Αμέσως απογειώθηκαν πολεμικά αεροπλάνα για την αναχαίτισή τους και τέθηκαν σε ετοιμότητα συστοιχίες πυραύλων. Ήταν η μεγαλύτερη παραβίαση του εναέριου χώρου, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας της Ταϊβάν. Οι παραβιάσεις αυτές θεωρήθηκαν απάντηση στις πρόσφατες δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν.
Η κατάσταση στην Ταϊβάν έχει επιδεινωθεί και συμπίπτει χρονικά με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δυτικοί παρατηρητές την παρομοιάζουν με «κινεζικό Ντονμπάς». Η Λαϊκή Δημοκρατία υποστηρίζει, είτε ανοικτά, είτε έμμεσα, την Μόσχα. Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ–Κίνας εντάθηκαν κατά την προηγούμενη κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τζο Μπάιντεν αρχικά άφησε να εννοηθεί ότι θα κινηθεί προς τη βελτίωση των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων, αλλά στη συνέχεια υπήρξε επιδείνωση σε όλα τα μέτωπα.
Το Πεκίνο θεωρεί ότι η Ταϊβάν είναι κινεζική επικράτεια που ελέγχεται πολιτικά και στρατιωτικά από τις ΗΠΑ. Το 2020 περιορίστηκε η αυτονομία του Χόνγκ Κόνγκ και η αμερικανική κυβέρνηση ενέκρινε τη δράση διπλωματών της στην Ταϊπέι, αν και τυπικά δεν έγινε αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων. Η κατάσταση χειροτέρευσε, όταν ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε, τον Οκτώβριο 2021, ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν από την Κίνα, χωρίς να αναφέρει με ποιους τρόπους. Τον Δεκέμβριο 2021, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, η Ουάσινγκτον και το Τόκιο δημιούργησαν προσωρινές στρατιωτικές βάσεις σε νησιά της Ιαπωνίας που βρίσκονται κοντά στην Ταϊβάν. Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Άμυνας Ου Τσιάν δήλωσε ότι «όποιος παίζει με τη φωτιά, κινδυνεύει να καεί ο ίδιος. Ανεξαρτησία της Ταϊβάν σημαίνει πόλεμος».
Η επιδείνωση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας ενισχύει τις σχέσεις Κίνας – Ρωσίας. Στη Δύση, όμως, υπάρχουν μεγάλες αγορές κινεζικών εμπορευμάτων, γι’ αυτό η Λαϊκή Δημοκρατία Κίνας είναι ιδιαίτερα προσεκτική στις ανακοινώσεις της. Στους διεθνείς οργανισμούς υποστηρίζει τη Ρωσία, χωρίς να υποστηρίζει τη ρωσική εισβολή, και καλεί τις πλευρές σε αποκλιμάκωση και θεωρεί ότι τον πόλεμο στην Ουκρανία τον προκάλεσε η Δύση.