Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τάκης Σινόπουλος, ο Καιόμενος
Κατά τη διάρκεια του περασμένου μήνα, πέντε χάλκινες προτομές εκλάπησαν από δημόσιους χώρους της Νέας Ιωνίας. Απ όσο όλα δείχνουν οι προτομές μπήκαν στο στόχαστρο κάποιου κυκλώματος, το οποίο μέσα από κάποιο χυτήριο έχει ως στόχο να εκμεταλλευτεί το μέταλλό τους. Ανάμεσα στις προτομές, αυτή του Τάκη Σινόπουλου, του ποιητή του Νεκρόδειπνου, κορυφαίας ποιητικής στιγμής της μεταπολεμικής νεοελληνικής ποίησης. Η προτομή, σύμφωνα με πληροφορίες από τη δημοτική αρχή, ξηλώθηκε μαζί με τη μαρμάρινη βάση έξω από το σπίτι όπου έζησε στον Περισσό, στην οδό που φέρει το όνομά του.
Ας αφήσουμε το γεγονός καθ αυτό για τα αστυνομικά δελτία. Υπάρχει κάτι στην είδηση αυτή που μιλάει βαθύτερα. Ένα γεγονός πιο βαθύ και πιο άπατο από τα γεγονότα. Είναι η φιγούρα του ποιητή. Η φιγούρα αυτή που χάνεται και στη συνέχεια ανασύρεται από την μνήμη. Είναι η μνήμη που παίρνει σχήμα στην όψη και το υλικό μιας προτομής. Στο όνομα ενός δρόμου. Και είναι αυτό το υλικό που γίνεται τελικά τοπόσημο ακόμα και γι’ αυτούς που αγνοούν το έργο του ποιητή, ακόμα και το γεγονός πως αυτή η δημοσίως εκτεθειμένη μορφή αντιστοιχεί σε κάποιον που υπήρξε ποιητής. Και ο ποιητής έτσι γίνεται οικείος στους πολλούς. Σε αυτούς που περνούν και τον συναντούν στην καθημερινότητά τους ανάμεσα στα βιαστικά ραντεβού της ημέρας, τα ψώνια και τις στριμωγμένες δουλειές. Μια σταθερή αναφορά, μια σταθερή παρουσία της οποίας το βιογραφικό αγνοούμε. Σαν κάποιο θείο μακρινό στην ηλικία του παππού μας, που αργότερα με έκπληξη μαθαίνουμε πως υπήρξε και αυτός κάποτε νέος, πως έζησε και προσπάθησε, πως κατάφερε και απέτυχε.
Αλλά ο ποιητής μοιράζεται πάντοτε στα δύο. Τον θυμόμαστε όλο και περισσότερο ενώ τον ξεχνούμε, τον διαβάζουμε όλο και περισσότερο όταν ζει όλο και λιγότερο, συνομιλούμε με την παρουσία του όσο περισσότερο απουσιάζει. Και ο ποιητής χάλκινη ανάμνηση μπαίνει στη φωτιά. Τι είναι αυτό που τελικά καίγεται στις παράνομες φλόγες του χυτηρίου; Ένα άγαλμα; Ένας άθροισμα μετάλλων; Ένας ποιητής; Όχι. Είναι η δική μας σχέση με τον ποιητή. Όχι η ποίησή του, αλλά οι αναγνώσεις της. Όχι ο λόγος του αλλά η συνομιλία του μαζί μας. Όχι η σιωπή αλλά η σιωπή μας. Ως απόδειξη για όλα τα ποιήματα που αποφεύγουμε μετατρέποντάς τα σε αγάλματα, ονόματα δρόμων, ονόματα πλατειών. Για όλη τη ποίηση που είναι γύρω μας και εμείς την μετατρέπουμε σε μεταλλική επιφάνεια. Ψυχρή αν και πολύτιμη, μακρινή αν και οικεία, θριαμβολογούσα αν και βουβή. Άλλωστε στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Και τη νύχτα αυτή που κλάπηκε ο Σινόπουλος
–όπως και κάθε νύχτα-
αόρατα,
τα αγάλματα τον ποιητών κατακλύζουνε την πόλη.