Κώστας Κατσάπης «Αυστραλία. Δέκα ιστορίες», εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2022
Τι είναι ιστορία σήμερα αλλά και τι είναι λογοτεχνία; Δύο ερωτήματα καίρια και ίσως συμπληρωματικά όταν απασχολούν ανήσυχους ιστορικούς και συγγραφείς στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν όψεις του παρελθόντος στη σκιά ενός κυρίαρχου παροντισμού. Η νέα πολιτισμική ιστορία εδώ και δεκαετίες αξίωσε το πέρασμα από τα γεγονότα και την κειμενικότητα σε μια περισσότερο ανθρωπολογική διερεύνηση της κουλτούρας, των πολιτισμικών πρακτικών, των κοινωνικών εμπειριών, των συναισθημάτων και των νοοτροπιών. Όπως υποστηρίζει η καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας Miri Rubin, η λεγόμενη «πολιτισμική στροφή» στην ιστοριογραφία μετατρέπει το ερώτημα «τι συνέβη πραγματικά;» σε «τι συνέβη γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν ή γι’ αυτούς».
Ο ιταλός ιστορικός Έντσο Τραβέρσο στο πρόσφατο, πολύ σημαντικό βιβλίο του με τον τίτλο «Ιδιότυπα παρελθόντα. Το "εγώ" στη γραφή της ιστορίας» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021) προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Επιχείρησε μια πρώτη χαρτογράφηση του ιδιαίτερα διαδεδομένου σήμερα υβριδικού πεδίου αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ ιστορίας, μυθιστορήματος και αυτοβιογραφίας, ανακατεύοντας διαφορετικά φιλολογικά είδη πάντα υπό το πρίσμα της υποκειμενικότητας. Αν και στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία έχουμε αρκετά παραδείγματα συγγραφέων που αξιοποιώντας κυρίως την έννοια του «αρχείου» που εντάσσεται στην πλοκή, τη σκηνοθεσία της έρευνας και την προοπτική της μεταμνήμης ανασκαλεύουν «ιδιότυπα παρελθόντα» (Χρήστος Αστερίου, Ηλίας Μαγκλίνης, Νάσια Διονυσίου κ.ά), στο πεδίο της ελληνικής ιστοριογραφίας, με την εξαίρεση της συναρπαστικής Λούνας της Ρίκας Μπενβενίστε και ίσως κάποια έργα κοινωνικών ανθρωπολόγων όπως της Νένης Πανουργιά, δεν έχουμε πολλές αντίστοιχες εργασίες «λογοτεχνοποίησης» της ιστορίας. Το είδος ωστόσο που περιγράφει αναλυτικά ο Τραβέρσο και παραβιάζει τα παραδοσιακά σύνορα των ειδών και τους αυστηρούς φιλολογικούς κανόνες έχει ιδιαίτερη επιτυχία διεθνώς, αποτελώντας ένα ακόμη άνοιγμα της ιστορίας στην υποκειμενικότητα, τη μικροϊστορία και τη βιωμένη «από τα κάτω» εμπειρία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα ενδιαφέρον εγχείρημα λογοτεχνικής απόδοσης της μετανάστευσης Ελλήνων στη μεταπολεμική Αυστραλία, με έμφαση στα συμφραζόμενα της δεκαετίας του ΄50 και του ’60, δοκιμάζει στο τελευταίο του βιβλίο «Αυστραλία. Δέκα ιστορίες» ένας από τους πιο ταλαντούχους, ευρηματικούς και ανήσυχους ιστορικούς της γενιάς του, ο Κώστας Κατσάπης (1973), διδάσκων Πολιτισμική Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Δημόσια Ιστορία στο ΕΑΠ. Το βιβλίο περιλαμβάνει δέκα ιστορίες ανθρώπων που προσπαθούν να επανεπινοήσουν τον εαυτό τους στους μακρινούς Αντίποδες, ξεφεύγοντας από το πολιτικά αυταρχικό και κοινωνικά συντηρητικό μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, από τη «μητριά πατρίδα» που διώχνει τα παιδιά της με την ενδημική φτώχεια και τις υλικές στερήσεις. Το καταφύγιο ονείρων για τους νέους μετανάστες είναι η πολυπολιτισμική και φιλελεύθερη Αυστραλία, εξωτική «χώρα των ευκαιριών», των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων πλουτισμού και ευζωίας, αλλά και μιας φιλήσυχης ζωής, στον αντίποδα της γκρίζας, επαρχιακής, ελληνικής πραγματικότητας.
Η διελκυστίνδα παράδοσης - νεοτερικότητας, ιδιαίτερα στη νεολαία της δεκαετίας του ’60, θέμα που έχει απασχολήσει τον Κατσάπη και σε άλλες μελέτες του, είναι κι εδώ παρούσα μαζί με όλα τα ζητήματα που απασχολούν τον Έλληνα μετανάστη στην Αυστραλία: η καθημερινότητα, η προσαρμογή, οι επιθυμίες, η αναδιοργάνωση των έμφυλων, σεξουαλικών, θρησκευτικών και πολιτικών ταυτοτήτων, οι έρωτες και οι γάμοι, οι πολιτικές αντιπαλότητες μεταξύ νέων και παλαιών μεταναστών ή κομουνιστών και εθνικοφρόνων, η εκμάθηση της γλώσσας, οι σχέσεις με ντόπιους και Έλληνες, η νοσταλγία και το μίσος για την πατρίδα, η εργασία, ο πλουτισμός, η επαφή με τον τεχνολογικό πολιτισμό των ηλεκτρικών συσκευών, η σχέση με τα ήθη της πατρίδας, ο ρόλος της Αρχιεπισκοπής, το όνειρο ή ο εφιάλτης της επιστροφής.
Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμα, «η ανά χείρας συλλογή ιστοριών αποτελεί μια μίξη πραγματικών στοιχείων και μυθοπλασίας» (σ.11). Για τη συγγραφή τους αξιοποιήθηκε αρχειακό υλικό από το Ιστορικό Αρχείο της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Αυστραλίας αλλά και από φακέλους σχετικούς με την ελληνοαυστραλιανή μετανάστευση του υπουργείου Εξωτερικών, όπως και η πλούσια σχετική βιβλιογραφία γύρω από τις συγκρούσεις εντός της κοινότητας. Ένας πιο μακρινός αλλά ευδιάκριτος απόηχος έρχεται από τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 του Βαλτινού και τη λογοτεχνία ντοκουμέντου, καθώς στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τίθεται η καθημερινή ζωή των «κοινών ανθρώπων», οι κρυφές επιθυμίες και τα φανερά συναισθήματά τους.
Ο Κατσάπης δίνει φωνή σε ποικίλα πρόσωπα, αντιπροσωπευτικά διαφορετικών στάσεων και συμπεριφορών, με κοινό αφηγηματικό χρόνο το Σίδνεϊ του 1964, ώστε ο αναγνώστης αποκτά πανοραμική κοινωνική θέαση. Το βιβλίο ξετυλίγεται σαν σπονδυλωτό μυθιστόρημα, καθώς πρόσωπα της μιας ιστορίας εμπλέκονται στις επόμενες και διαγράφονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δίνοντας στην αφήγηση μια αίσθηση μπαχτινικής πολυφωνικότητας και διαλογικότητας. Παράλληλα, φωτίζονται τόσο η ζωή στην Αυστραλία όσο και η ελληνική μετεμφυλιακή πραγματικότητα που αφήνουν πίσω τους, όχι πάντα με επιτυχία, οι μετανάστες. Άλλωστε, οι ιστορίες του Κατσάπη συγκροτούνται πάντα στην αιτιακή βάση που ταιριάζει σε ιστορικά αφηγήματα, καθώς αναδεικνύουν τις προϋποθέσεις και τα κίνητρα της απόφασης για μετανάστευση και τις διαδικασίες, που ξεκινούν με την πρόσκληση και καταλήγουν στο ταξίδι των σαράντα ημερών με υπερωκεάνεια. Η σεναριακή ή καλύτερα θεατρική γραφή του Κατσάπη, «πειραματική» την χαρακτηρίζει ο ίδιος με σεμνότητα, αξιοποιεί διάφορες τεχνικές, κυρίως όμως τους στακάτους διαλόγους και τον εξομολογητικό τόνο της μαρτυρίας, επιμένοντας συχνά να κλείνει τις ιστορίες του με στοιχεία έκπληξης ή ανατροπής για τον αναγνώστη. Οι περισσότερες ιστορίες επιμένουν στη διαπλοκή με τις έννοιες του πολιτισμικού σοκ και του ηθικού πανικού που αναπόφευκτα συνοδεύουν τέτοιες καταστάσεις, ενώ εύστοχα αξιοποιείται η γλωσσική ιδιαιτερότητα των ελληνοαυστραλών με αποκορύφωμα το γλωσσικά σπαρταριστό κομμάτι με τον τίτλο «Αναντάμ παπαντάμ».
Η πολιτισμική ιστορία την οποία υπηρετεί ο Κατσάπης, «λαμβάνει τοις μετρητοίς την υποκειμενική εμπειρία των “απλών ανθρώπων” χωρίς όμως να υποβιβάζει και να απαξιώνει τη “μεγάλη Ιστορία”». Το ζητούμενο είναι η κατανόηση μιας κομβικής και καταστατικής συλλογικής εμπειρίας του 20ού αιώνα που βιώθηκε ωστόσο και ατομικά καθώς άνθρωποι με ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες και διανοητικές προϋποθέσεις κλήθηκαν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους σε ξένα περιβάλλοντα.
Βιβλία όπως αυτό του Κατσάπη εύκολα μπορεί να δεχτούν κριτική από διασταυρούμενα πυρά. Με όρους λογοτεχνικότητας θα μπορούσε να ελεγχθεί για την κυριαρχία του ιστορικού υλικού έναντι της συγκρότησης των χαρακτήρων ή της πλοκής, ενώ φαντάζομαι τις δικές τους ενστάσεις θα έχουν και οι πρεσβευτές της αντικειμενικότητας στην ιστοριογραφία. Όμως, το βιβλίο δεν πρέπει να κριθεί με αυτούς τους όρους αλλά ως αυτό που θέλει να είναι: μια σύγχρονη πολιτισμική ιστορία που αξιοποιεί τη λογοτεχνική αφήγηση για να διεισδύσει σε χώρους ίσως αδιάβατους για την ιστοριογραφία. Από την άποψη αυτή το εγχείρημα είναι επιτυχημένο, καθώς αποτυπώνει με σεβασμό, ταπεινότητα, λεπτότητα, ακρίβεια και κριτική αποστασιοποίηση, τις φωνές των αυτουργών και αυτοπτών της ιστορίας, χωρίς να προσβάλλει καθόλου την καλή λογοτεχνία.
Ο Κατσάπης με την Αυστραλία ανοίγει μια ενδιαφέρουσα πόρτα διαλόγου της πολιτισμικής ιστορίας με τη λογοτεχνική αφήγηση, παραδεχόμενος ότι η κατανόηση του παρελθόντος είναι το κοινό πεδίο συνάντησης τους. Άλλωστε όπως το θέτει προγραμματικά ο Ιβάν Ζαμπλονκά, «η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία».