Το εισόδημα των εργαζομένων ροκανίζεται και τα ροκανίδια δεν φτάνουν πια ούτε για τα βασικά για πολλούς από εμάς. Αυξήσεις που η κυβέρνηση διατείνεται ότι είναι περίπου αναπόφευκτες, υψηλός πληθωρισμός που ήρθε για να μείνει, ραγδαία υποχώρηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. «Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για μέσους όρους», εξηγεί στην Εποχή ο Παναγιώτης Κορκολής, πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης και υπεύθυνος Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο ΕΝΑ, «γιατί πίσω από τους μέσους όρους κρύβονται οι ανισότητες». «Χρειάζεται τελείως διαφορετικό μείγμα πολιτικής ώστε να διασφαλίζεται ότι ο δημοσιονομικός χώρος, πεπερασμένος κατά τα άλλα, θα αξιοποιηθεί εκεί όπου υπάρχει ανάγκη».

 

 

Έχουμε τώρα τον πληθωρισμό του Μαΐου, ακόμη πιο αποκαρδιωτικό. Ποιο το πληθωριστικό μέλλον μας, λοιπόν;

Είναι ένα νούμερο, όντως, πολύ μεγάλο, πρωτόγνωρο τις τελευταίες δεκαετίες. Θα επαναλάβω, δε, ότι ο υψηλός πληθωρισμός, μπορεί να είναι μια μορφή λιτότητας αν δεν αντιμετωπισθεί με τα κατάλληλα μέσα πολιτικής. Ροκανίζει το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων και δημιουργεί προβλήματα στην επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Σ’ όλες τις έως τώρα μετρήσεις είναι σταθερά υψηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό. Και αυτό επίσης είναι κακό νέο. Αλλά ακόμη χειρότερο νέο είναι η διαπίστωση των περισσότερων ότι θα αντιμετωπίσουμε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού για μακρύ διάστημα και μαζί χαμηλή ανάπτυξη. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Άρα, οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες γι’ αυτό και χρειάζεται πολύ μεγάλη σοβαρότητα στην αντιμετώπισή του.

 

Ήδη αναφέρθηκες στις επιπτώσεις και από εδώ εκκινεί η πρώτη μεγάλη διαφορά στην προσέγγιση Αριστεράς - Δεξιάς. Δεν μπορούμε να μιλάμε στη βάση των μέσων όρων αλλά, λέει η Αριστερά, με κοινωνικούς, ταξικούς όρους. Δηλαδή;

Πίσω από τους μέσους όρους κρύβονται ανισότητες. Για παράδειγμα, έχουμε έναν πληθωρισμό που τροφοδοτείται από τις τιμές στα είδη διατροφής, γενικά στα είδη πρώτης ανάγκης, καθώς και την ενέργεια. Μια πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς αναφέρει ότι τα νοικοκυριά με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 751 – 1.100 ευρώ δαπανούν, περίπου, το 41% για διατροφή και ενέργεια ενώ νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 3.000 δαπανούν το 29%. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, οι αυξήσεις αυτές έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στο εισόδημα των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και επομένως το κύμα του πληθωρισμού έχει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Αν συνυπολογίσουμε εδώ τα στοιχεία της Eurostat, που δείχνει ότι το 2021 η Ελλάδα καταγράφει ραγδαία υποχώρηση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εκφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, και βρίσκεται στην προτελευταία θέση στην Ευρώπη των 27, καταλαβαίνει κανείς για ποια επίπτωση μιλάμε. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μένουμε στους μέσους όρους. Η πραγματική επιβάρυνση στα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος μπορεί να είναι πάνω από 20% όταν μιλάμε για μέσο πληθωρισμό 11% με αυτά τα χαρακτηριστικά.

 

Η κυβέρνηση αντιτείνει ότι παίρνει μέτρα μέσα στα περιθώρια, βεβαίως, που έχει. Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, για παράδειγμα, και άλλους, κατηγορείται ότι δεν κτυπά τον «πυρήνα της ακρίβειας» και επομένως το πρόβλημα διαιωνίζεται επιδεινούμενο. Ποια μέτρα θα κτυπούσαν τον «πυρήνα»;

Έχουμε εξηγήσει πολλές φορές, η κυβέρνηση κάνει δυο βασικά λάθη. Καταρχάς σπαταλά δημοσιονομικό χώρο εκεί όπου δεν χρειάζεται. Κάνει, δηλαδή, μια αντίστροφη αναδιανομή, μια ταξική πολιτική υπέρ αυτών που δεν έχουν ανάγκη και στη συνέχεια έρχεται να πει ότι δεν έχει άλλα περιθώρια. Ένα σχετικό παράδειγμα: τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο μεγάλων επιχειρήσεων το 2021 σημείωσαν ρεκόρ δεκαπενταετίας. Παρ’ όλα αυτά ο Κ. Μητσοτάκης, πριν ένα χρόνο, μείωσε τη φορολογία των μερισμάτων των κερδών κατά μερικές ποσοστιαίες μονάδες αναλώνοντας δημοσιονομικό χώρο. Επομένως χρειάζεται τελείως διαφορετικό μείγμα πολιτικής ώστε να διασφαλίζεται ότι ο δημοσιονομικός χώρος, πεπερασμένος κατά τα άλλα, θα αξιοποιηθεί εκεί όπου υπάρχει ανάγκη δηλαδή θα αξιοποιηθεί για να ελαφρύνει τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα.

Το άλλο πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση κλείνει τα μάτια σε θεσμικά μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κομμάτι του πληθωρισμού που έχει εγχώρια, θα λέγαμε, προέλευση. Είναι αυτό που τροφοδοτείται όχι από εξωγενείς λόγους αλλά επειδή υπάρχουν στρεβλώσεις στην εγχώρια αγορά, π.χ. της ενέργειας ή βασικών καταναλωτικών ειδών. Δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, δεν υπάρχει εποπτεία και ρύθμιση της αγοράς ή δεν αναστέλλεται η αγορά όπου χρειάζεται, π.χ. στην ενέργεια. Η ανοχή ή και ενθάρρυνση ολιγοπωλιακών ή μονοπωλιακών καταστάσεων είναι η μεγαλύτερη «αδυναμία» στην πολιτική της κυβέρνησης. Είμαστε συχνά μάρτυρες του πόσο αδέξια, υπουργοί της κυβέρνησης προσπαθούν αυτό να το δικαιολογήσουν. Δεν υπάρχει βούληση να κτυπηθεί η ακρίβεια στην πηγή της ώστε να μειωθεί η δημοσιονομική επιβάρυνση ανακούφισης.

 

Εν τω μεταξύ δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ το στοιχείο για την πορεία του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο. Αρκετά ενισχυμένο, ο κ. Σταϊκούρας υπαινίχθηκε ότι θα βελτιώσει την επίσημη πρόβλεψη για 3,1% το 2022. Ο κ. Οικονόμου υποστήριζε ότι το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών αυξήθηκε. Αντίθετα, η ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ αναφέρει ότι οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα έχασαν, μόνο τον Απρίλιο, το 9,9% της αγοραστικής της δύναμης. Ποιο το συμπέρασμα;

Δεν είναι άσχημο το 7% του πρώτου τριμήνου αλλά κανείς πρέπει να υπολογίσει ότι ξεκινά από χαμηλή βάση. Το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 είχαμε ύφεση (-1,7%). Θεωρητικά, με αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης, έχουμε τη δυνατότητα να καλύψουμε μέρος του βάρους που προκαλεί ο πληθωρισμός. Αλλά επίσης εδώ, δεν μπορούμε να μιλάμε για μέσους όρους, διότι υπάρχουν τεράστιες ανισότητες. Το εισόδημα των εργαζομένων, λοιπόν, δεν έχει ακολουθήσει αυτό τον ρυθμό ανάπτυξης καθώς η κυβέρνηση αποδυναμώνει συνεχώς τη θέση τους και τη διαπραγματευτική τους δύναμη. Το πραγματικό τους εισόδημα επιδεινώνεται τα τρία τελευταία χρόνια. Επιπλέον επανακάμπτουν οι γνωστές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, διότι ταυτόχρονα με την κατά 7% αύξηση του ΑΕΠ είχαμε και αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 70%. Ο δείκτης του ΑΕΠ, λοιπόν, δεν αρκεί για συμπεράσματα. Είτε έχουμε περίοδο ύφεσης (πανδημία) είτε περίοδο μεγέθυνσης (μετά την πανδημία), οι ανισότητες διευρύνονται και οι διαρθρωτικές αδυναμίες επανεμφανίζονται και αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Στον Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών έχουμε χαρακτηρίσει τη φάση που ζούμε ως ανάκαμψη τύπου Κ, δηλαδή ανάκαμψη από την οποία άλλοι ωφελούνται και πολλοί χάνουν.

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση, συμπερασματικά, ότι οικοδομεί ένα success story όπως το 2008. Αυτή η πολιτική εγκυμονεί και μια σημαντικότερη μελλοντική επιδείνωση;

Από τη συζήτησή μας έως τώρα συνάγεται ότι βρισκόμαστε σε δύσκολη περίοδο. Η ελληνική οικονομία έχει το ίδιο παραγωγικό μη βιώσιμο μοντέλο, έχουμε αναπαραγωγή των ίδιων φαινομένων που είχαμε στις προηγούμενες δεκαετίες. Η κυβέρνηση δεν έχει σκοπό να το αλλάξει αυτό, όπως είδαμε και από τον σχεδιασμό της για το Ταμείο Ανάκαμψης, και το ΕΣΠΑ. Επιπλέον, έχουμε την «παρότρυνση» από την Κομισιόν να περάσουμε σε περίοδο δημοσιονομικών πλεονασμάτων ιδίως για τις χώρες με υψηλό χρέος, άρα έχουμε μπροστά μας ένα δύσκολο δημοσιονομικό μονοπάτι. Δεν έχουμε αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές μας αδυναμίες, ενώ οι ανισότητες εντείνονται. Ο πληθωρισμός θα διαρκέσει. Άρα δεν μπορεί κανείς να δει εύκολα ένα success story. Σε ανθρώπους που το εισόδημά τους μειώνεται καθημερινά, δεν μπορεί εύκολα να «πουληθεί» επιτυχία. Είναι πολύ δύσκολο, ασφαλώς, να αλλάξεις την οικονομία σε τέτοιες συνθήκες αλλά παρ’ όλα αυτά μια προοδευτική κυβέρνηση έχει τις δυνατότητες να βελτιώσει τη θέση των πολλών. Μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες ώστε να δοθεί ανάσα στο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και να γίνουν οι κατάλληλοι μετασχηματισμοί για ένα πιο δίκαιο και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο. Υπάρχουν περιθώρια; Ναι. Υπάρχουν οι αναπτυξιακοί ευρωπαϊκοί πόροι. Έχει διασφαλιστεί ένας βιώσιμος διάδρομος αποπληρωμής του χρέους στη βάση της ρύθμισης που πέτυχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον μέχρι το 2030. Χρειάζεται, ωστόσο, πολλή προσοχή: χρειάζεται μια πολιτική υπέρ των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων μια πολιτική μείωσης των ανισοτήτων με συνέπειά επιμονή και προσεκτική αξιοποίηση των δημοσιονομικών περιθωρίων. Και αυτό ακριβώς είναι που δεν θέλει και δεν μπορεί να κάνει αυτή η κυβέρνηση γι’ αυτό και είναι επιτακτική η ανάγκη πολιτικής αλλαγής.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet