Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Με αφορμή ένα viral άρθρο στο Vice1, που περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα της Αθήνας με ζοφερά χρώματα, είναι σημαντικό να γίνει μια συζήτηση.
Υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις για τη θέαση της πόλης που διαφωνούν αντιδιαμετρικά, αλλά προκύπτουν από τον ίδιο ερμηνευτικό κόμβο, αυτόν την «πόλης–θέαμα».
Από τη μια πλευρά, οι εκατομμύρια επαρχιώτες της Αθήνας, των προαστίων γύρω–γύρω, που έχουν την αίσθηση ότι η πόλη είναι αφιλόξενη, βρώμικη, γεμάτη μετανάστες, ναρκωτικά, κλέφτες, θόρυβο, μπάτσους κ.ο.κ. Είναι οι άνθρωποι που μόλις περνούν τις γέφυρες του Κηφισού, κατεβάζουν τις ασφάλειες στο αυτοκίνητο από φόβο άγνοιας. Οι Αθηναίοι που ποτέ δεν επισκέφτηκαν τα μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους, την Ακρόπολη, τα θέατρα, που δεν περπάτησαν σε μη εμπορικούς δρόμους, που εκλογικεύουν όσα υποδόρια τους έχουν σερβιρίσει τα φοβόπομπα κανάλια της τηλεόρασης.
Απ’ την άλλη, υπάρχει μια Αθήνα μαγική, ανύπαρκτη, ιλουστρασιόν σε επί πληρωμή σελίδες ξεφτιλισμένων ακρωκεντρώων εντύπων, που την παρουσιάζουν θεϊκή, που χαλάνε όλα τα στέκια, τα κατώφλια και τα μυστικά περάσματα. Μια Αθήνα πλήρως εμπορευματοποιημένη, τουριστικοποιημένη, που την σερβίρουν σε ακριβό πιάτο εστιατορίου με αστέρι μισελέν. Ποιος στο καλό μπορεί να πληρώνει τέτοια πιάτα, ποιον αφορούν αυτές οι εξόφθαλμα ψευδείς εξάρσεις μεγαλείου, δεν τους νοιάζει ούτε στάλα.
Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν δυο άλλες τάσεις, αληθινές αυτές, τόσο αληθινές που διαμορφώνουν τα πάντα με τη δράση τους ή αφήνουν να συμβούν τα πράγματα με την αδράνειά τους. Η πρώτη εντάσσεται στο κόνσεπτ της πόλης–θέαμα.
Α. Ο Μπακογιάννης και το ηγεμονικό ενδογενές πολιτικό υποσύστημα της πόλης με τη δράση τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας Ντίσνεϊλαντ του κέντρου, με εντελώς παρίες όλους όσους δεν ανήκουν σε αυτό (Πατήσια, Βοτανικός, Μεταξουργείο, κάτω από την Αχαρνών κ.ο.κ.), που θα υποβοηθά την καπιταλιστική ανάπτυξη σε βαθμό που ποτέ πριν δεν είχαμε δει, ούτε καν κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης των προαστίων για τη στέγαση των εσωτερικών μεταναστών κατά τις αρκετές προηγούμενες δεκαετίες. Και αθηναϊκή ριβιέρα, και μεγάλος περίπατος, και τουριστικοποίηση, και νοίκια στον θεό, και να μη μπορείς να πάρεις ένα σουβλάκι.
Β. Και η άλλη αλήθεια είναι οι μάζες, οι πολλοί, οι Αθηναίοι και Αθηναίες που δεν παρεμβαίνουν πουθενά. Βλέπουν την παρακμή της πόλης, δεν την γουστάρουν, τη σιχαίνονται, αλλά αφήνουν να περνάει αυτό που συμβαίνει. Μοιραίοι, δειλοί και άβουλοι αντάμα, περιμένουν κάποιοι άλλοι, πιο ριζοσπάστες, πιο αληθινοί, να ενεργήσουν ενάντια στα πολεοδομικά και κοινωνικά εγκλήματα. Δεν βλέπουν καν μπροστά τους… πως, δηλαδή, δεν έχουμε πολλά δέντρα σε κάθε δρόμο, πως δεν μπορούμε να περπατάμε ανθρωπινά και με ποιότητα σε πεζοδρόμια που αφορούν μόνο τους υγιείς, πως η καθολική ακρίβεια διώχνει κάθε πτυχή αληθινής βίωσης της εμπειρίας της πόλης.
Ο Ανρί Λεφέβρ είχε ορίσει πως αν πρέπει να μιλάμε για τις πόλεις από τη σκοπιά της απελευθέρωσής τους από τον καπιταλισμό, θα πρέπει να μιλάμε για τις «πόλεις–έργα τέχνης», για τις πόλεις ως δικαίωμα των κατοίκων τους στη στέγη, τη μετακίνηση, την εργασία, τη σχόλη.
Κάποια στιγμή πρέπει να ξυπνήσουμε, γιατί έρχονται πολύ σύντομα θερμοκρασίες 40 βαθμών Κελσίου. Γιατί δεν είμαστε όλοι νέοι ή φασαίοι, γιατί δεν έχουμε όλοι φράγκα ή κύρος. Κάποια στιγμή πρέπει να ξυπνήσουμε και να ζήσουμε εδώ, εδώ που ζούμε, στην αφόρητη–γαμάτη Αθήνα μας. Κι αυτό μας περιλαμβάνει ενάντιους, έμπρακτα, σε πολλά απ’ όσα γίνονται.
Αλλιώς είμαστε «να ‘χαμε να λέγαμε».
Σημείωση:
1. Νίκος Σταματίνης, Κάποιες φορές απλά δεν την παλεύω να ζω στην Αθήνα, Vice, διαθέσιμο στο: https://www.vice.com/el/article/pkp7j8/kapoies-fores-apla-den-thn-paleyw-na-zw-sthn-a8hna?utm_source=vicefbgrad&fbclid=IwAR0DBDMGdOVEqX4bvIEP3lGMilF6pZfQNSya_S9JkbzTSOd4vADDidB-m78