Με άρωμα Βερολίνου ξεκίνησε η διπλωματική ατζέντα της Αθήνας το δεκαήμερο που διανύουμε. Την Πέμπτη 9 του μήνα, το Αττικόν Άστυ ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τη γερμανίδα υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, για να συναντηθεί με τον έλληνα ομόλογό της Νίκο Δένδια. Την επομένη, Παρασκευή 10 Ιουνίου, ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς για να παρακαθίσει, προσκεκλημένος του έλληνα πρωθυπουργού, σε δείπνο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους πρωθυπουργούς των χωρών των δυτικών Βαλκανίων στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Συνόδου της Διαδικασίας Συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Πιθανότατα την Τρίτη 14 του μήνα, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, για μια σειρά επαφών περί το αντικείμενο των αρμοδιοτήτων του, υποθέτουμε.
Επισκέψεις με ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον, ειδικά σε συνθήκες κλιμακούμενης έντασης στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας –με την ελληνική διπλωματία να επιζητεί διακαώς την υποστήριξη φίλων και συμμάχων– και, γενικότερα, σοβαρών εξελίξεων στο πολεμικό μέτωπο της Ουκρανίας κάθε ώρα που περνά. Το Βερολίνο γνωρίζει ότι στην ελληνική κοινή γνώμη επικρατεί η άποψη ότι η Γερμανία αποφεύγει ιδιοτελώς να υποστηρίξει τις θέσεις της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, ότι το Βερολίνο θεωρεί την Άγκυρα σημαντικότερο εταίρο από την Αθήνα. Γνωρίζει το Βερολίνο ότι γι’ αυτό ευθύνεται, συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι για μεγάλο διάστημα δεν έχει υπάρξει επίσημη γερμανική αντίδραση στην κλιμακούμενη αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο από την Τουρκία. Εξ’ αυτού, πριν από περίπου δέκα ημέρες ανατέθηκε στον εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης να καταθέσει, χρησιμοποιώντας τις λέξεις με φειδώ, τη δήλωση ότι, «η διείσδυση στον ελληνικό εναέριο χώρο και οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά» κακώς συμβαίνουν και ότι «είναι αντιπαραγωγικό και αντίθετο με το πνεύμα της συμμαχίας να κλείνουμε την πόρτα του διαλόγου». Διείσδυση αντί παραβιάσεις, ελληνικά νησιά αντί κατοικημένα ελληνικά νησιά.
Δύσκολα το λες επίσημη αντίδραση. Μια κάπως πιο πειστική προσομοίωση είναι, θα λέγαμε, οι επισκέψεις των τριών υψηλόβαθμων αξιωματούχων στην Ελλάδα –πάντα χρησιμοποιώντας τις λέξεις με φειδώ.
Στο μήνυμά της την Τρίτη, λίγο πριν αναχωρήσει για το Πακιστάν, πρώτο σταθμό της σχεδιαζόμενης ολιγοήμερης περιοδείας της σε Ισλαμαμπάντ, Αθήνα και Άγκυρα, η γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών τήρησε επιμελώς τον κανόνα της φειδούς. Εξήρε τον «σημαντικό ρόλο της Ελλάδας στην ασφάλεια στη Μεσόγειο», βεβαίως. Τόνισε την ανάγκη «ως σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και ευρωπαίοι εταίροι να είμαστε ενωμένοι σε μια εποχή που η τάξη ασφαλείας της Ευρώπης αμφισβητείται από τον πρόεδρο Πούτιν», οπωσδήποτε. Συνέστησε αποφυγή της κλιμάκωσης των εντάσεων και καταφυγή στο διάλογο για τη λύση των προβλημάτων, εννοείται. Και ολοκλήρωσε, κοιτάζοντας προς την Αθήνα, με την… υπόσχεση ότι «αυτό θα είναι επίσης ένα σημαντικό θέμα των συνομιλιών μου στην Άγκυρα», έναν «απαραίτητο εταίρο», όπως είπε.
Το μείζον για την Αναλένα Μπέρμποκ σε αυτή τη φάση είναι, σε ό,τι αφορά μεν την Τουρκία, να άρει ο Ταγίπ Ερντογάν το βέτο του στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, σε ότι αφορά δε την Ελλάδα, να διευκολυνθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης (με αντάλλαγμα τον «συνετισμό» της Τουρκίας...) να περάσει στην κοινή γνώμη την απόφασή του να στείλει βαρύ ελληνικό οπλισμό στην Ουκρανία, αντισταθμίζοντας έτσι ο έλληνας πρωθυπουργός την πίεση που ασκείται στον γερμανό καγκελάριο να στείλει αυτός σύγχρονα γερμανικά τεθωρακισμένα στον ουκρανό πρόεδρο.
Για τον Νίκο Δένδια το μείζον είναι η Γερμανία να τοποθετηθεί τώρα κριτικά απέναντι στην Τουρκία, ώστε αργότερα, στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στις 23–24 Ιουλίου, αλλά και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 29–30 Ιουνίου, να έχει διαμορφωθεί διάθεση συζήτησης των σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας και να υπάρξει ρητή καταδίκη των τουρκικών δηλώσεων και ενεργειών στο κείμενο συμπερασμάτων.
Η ελάχιστη πιθανότητα η Αναλένα Μπέρμποκ, στην προγραμματισμένη συνάντηση με τον τούρκο ομόλογό της Μεβλούτ Τσαβούσογλου , να μπει στην ουσία του θέματος (υπερβαίνοντας τη βέβαιη πρόθεση του Βερολίνου να διερευνηθούν μεν οι διαθέσεις των ηγεσιών Ελλάδας και Τουρκίας χωρίς όμως το ίδιο να αναλάβει σημαντική πρωτοβουλία ανάλογη με εκείνην της Άγκελα Μέρκελ το 2020 για την εξομάλυνση των σχέσεων Αθήνας - Άγκυρας), η ελάχιστη, λέμε, τέτοια πιθανότητα, εξέλειπε αιφνιδίως, νωρίς το απόγευμα της Τρίτης. Κατά τη διάρκεια του επίσημου γεύματος στην Ισλαμαμπάντ, η κυρία Μπέρμποκ διαπίστωσε ότι είχε χάσει τη γεύση της. Το τεστ Covid-19 ήταν θετικό, με αποτέλεσμα να διακοπεί η επίσκεψή της στο Πακιστάν και να ακυρωθούν οι συναντήσεις της στην Αθήνα και την Άγκυρα.
Η προσδοκία της Αθήνας ότι οι ελπίδες της για μια θετική ανάμιξη του Βερολίνου δεν θα καταλήξουν, μετά από αυτό, στα αζήτητα, στράφηκε στη συνάντηση Μητσοτάκη – Σολτς στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή, στο περιθώριο της Διαβαλκανικής. Ένα θετικό αποτέλεσμα –στην ουσία τίποτε περισσότερο από μια απλή δήλωση, όμως από τον ίδιο τον καγκελάριο– θα πιστωθεί στον έλληνα πρωθυπουργό, σπρώχνοντας όμως στην αγνόηση την ωμή πραγματικότητα:
Δεν θα είναι παρά μια αβρότητα του Όλαφ Σολτς προς τον Κυρ. Μητσοτάκη, σε ανταπόδοση της προθυμίας του τελευταίου να συνεργαστεί στο παιχνίδι της ανταλλαγής γερμανικών τεθωρακισμένων με τεθωρακισμένα σοβιετικής κατασκευής, τα οποία θα αποστείλει στην Ουκρανία η Αθήνα, απαλλάσσοντας το Βερολίνο από κάτι που θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις του με τη Μόσχα, κάτι που η Γερμανία απεύχεται.
Θα φανεί ίσως και πριν τη Δευτέρα. Στο μεταξύ, αυτές οι αράδες –που συντάσσονται υπό την απειλή του τυπογραφείου ότι θα τις στείλει, ελέω Αγίου Πνεύματος, στα αζήτητα αν δεν παραδοθούν πριν την Παρασκευή– διακινδυνεύουν τη βεβαιότητα ότι από τη συνάντηση στη συμπρωτεύουσα ο Κυρ. Μητσοτάκης θα εισπράξει μόνο την αναγνώριση, ίσως, της συμβολής του, από τη θέση του οικοδεσπότη της Διαβαλκανικής, στις προσπάθειες προώθησης της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των δυτικών Βαλκανίων.