Το Δεκέμβρη του 2008, ο 15χρονος Αλέξης Γρηγορόπουλος έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες του αστυνομικού Κορκονέα. Η δολοφονία του πυροδότησε μια σειρά από δυναμικές διαδηλώσεις οι οποίες σύντομα πήραν εξεγερσιακό χαρακτήρα. Δύο χρόνια αργότερα, με την υπογραφή του πρώτου μνημονίου ο λαός βρέθηκε και πάλι τους δρόμους σε μια αλυσίδα διαδηλώσεων οι οποίες οδήγησαν στο μεγάλο κίνημα των πλατειών, το 2011. Όλες εκείνες οι μεγαλειώδεις πορείες και διαδηλώσεις κατέληγαν συνήθως σε βίαια επεισόδια στα οποία πρωτοστατούσαν οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες χρησιμοποιούσαν τόνους από χημικά για να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους. Μέσα σε εκείνο το κλίμα ενθουσιασμού αλλά και τρόμου, με την αστυνομία να κυνηγά διαδηλωτές στα στενά και τα δακρυγόνα να κόβουν την ανάσα, ξεχώριζε η μικροσκοπική φιγούρα ενός ανθρώπου ο οποίος με την κάμερά του κατέγραφε τα όσα συνέβαιναν. Εκείνο το διάστημα γνωριστήκαμε και έκτοτε μας ένωσε ένας δεσμός υπόγειας συνενοχής απέναντι σε αυτό που η εξουσία αποκαλούσε νομιμότητα. Το όνομα του ανθρώπου με την κάμερα ήταν Κώστας Κολλημένος και το υλικό που κινηματογράφησε χρησιμοποιήθηκε για το ντοκιμαντέρ «Οργώνοντας το χρόνο».
Μπορεί ο πρόλογος να μην έχει σχέση με την νέα ταινία του Κολλημένου, «Επιστροφή στην κανονικότητα», η οποία ήδη προβάλλεται στους κινηματογράφους, αλλά θεωρώ πως είναι απαραίτητος για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο Κώστα Κολλημένο και κατ’ επέκταση τα θέματα που τον απασχολούν ως κινηματογραφιστή, που είναι θέματα πολιτικά και κοινωνικά τα οποία επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
Η ιστορία που αφηγείται η ταινία, τοποθετείται μέσα στην πανδημία του κορονοϊού και ειδικότερα στην πρώτη καραντίνα. Η νεαρή Αγγελική, φοιτήτρια στην Αγγλία, έρχεται στην Ελλάδα αλλά επιλέγει να μην πάει στο πατρικό της σπίτι στην Αθήνα, αλλά στο σπίτι της γιαγιάς της σε ένα ορεινό χωριό των Αγράφων. Εκεί θα έρθει σε επαφή με τους ντόπιους και θα αρχίζει να ζει σύμφωνα με τους ρυθμούς τους. Θα γνωρίσει τον τόπο, τους ανθρώπους, τα προβλήματα που τους απασχολούν. Θα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα όπως το περιβάλλον και πώς αυτό θα επηρεαστεί από τη σχεδιαζόμενη τοποθέτηση ανεμογεννητριών στο βουνό, την καλλιέργεια και τη διατήρηση σπόρων, τα τραγούδια και τα έθιμα της περιοχής. Μάλιστα σχεδιάζει να μετακομίσει για πάντα στο χωριό, ιδέα που ενισχύεται μετά από τη γνωριμία της με τον τοπικό ταχυδρόμο. Ένα ταξίδι της στην Αθήνα θα την ξαναφέρει κοντά στη ζωή που ζούσε με τους γονείς της και τις παρέες της και πλέον η Αγγελική θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στο χωριό και την πόλη. Τίθεται έτσι το ερώτημα: ποια είναι η κανονικότητα; Η επιστροφή στην Αθήνα ή η επιστροφή στο χωριό;
Ο σκηνοθέτης αλλάζοντας την έγχρωμη φωτογραφία του χωριού σε ασπρόμαυρη μόλις η Αγγελική φτάνει στην Αθήνα, κλείνει το μάτι στους θεατές παίρνοντας σαφή θέση στο ποια κανονικότητα προτιμά εκείνος. Έχοντας ήδη μέχρι εκείνη τη στιγμή αναδείξει ζητήματα άκρως κοινωνικά και πολιτικά, όπως η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η γήρανση του πληθυσμού, ενισχύει την άποψή του πως κανονικότητα είναι η επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Κάτι όμως που έρχεται σε αντίθεση με τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, που οδηγεί στην αστικοποίηση του πληθυσμού και στη δημιουργία μιας νέας κανονικότητας! Την οποία οφείλει να επιλέξει η Αγγελική, η οποία συμβολίζει τη νέα γενιά, το μέλλον.
Με θαυμάσιες εξωτερικές λήψεις, ο Κολλημένος αναδεικνύει την ομορφιά του ορεινού τοπίου. Με ντοκιμαντερίστικη διάθεση προσθέτει στις εικόνες του τον απαραίτητο ρεαλισμό ενισχύοντας έτσι τη μυθοπλασία. Και το κυριότερο απ’ όλα είναι πως με συνέπεια ακολουθεί τον στόχο του, που είναι η κριτική στο σύγχρονο, καταναλωτικό και περιβαλλοντοκτόνο τρόπο ζωής.
Θεωρώ όμως, πως χρειαζόταν περισσότερη δουλειά με τους ηθοποιούς –που οι περισσότεροι είναι ερασιτέχνες– καθώς και κάπως πιο δυναμικό και νευρώδες μοντάζ. Στοιχεία τα οποία θα αναδείκνυαν ακόμη περισσότερο τους προβληματισμούς και τους στόχους του σκηνοθέτη.