Φωτογραφία: Νατάσα Πανταζοπούλου/ FOSPHOTOS
Ο Μπoντλέρ στο εξαιρετικό δοκίμιο του «Ο ζωγράφος της μοντέρνας ζωής» (Ερατώ, σ.69-71), εμφανίζει τον ήρωά του «να πηγαίνει , να τρέχει να ψάχνει» και διερωτώμενος «τι ψάχνει;» συμπεραίνει ότι αυτός ο άνθρωπος «ο μοναχικός, ο προικισμένος με ενεργητική φαντασία, ταξιδεύοντας πάντα μέσα στην μεγάλη ανθρώπινη έρημο, έχει ένα σκοπό πιο υψηλό απ’ αυτόν ενός απλού σουλατσαδόρου, ένα σκοπό πιο γενικό, διαφορετικό από τη φευγαλέα απόλαυση της περίστασης». Ψάχνει αυτό το κάτι που θα μας επιτραπεί να ονομάσουμε «modernite». Δηλαδή όπως εξηγεί πιο κάτω, ψάχνει «το μεταβατικό, το φευγαλέο, το ενδεχόμενο, το ήμισυ της τέχνης της οποίας το άλλο μισό είναι το αιώνιο και το αμετάβλητο»…
Ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος αντίθετα κατοικεί στο Hotel Splendid, δηλαδή στο σπίτι του στη Μαγκουφάνα –όπως κάποτε λεγόταν η σημερινή Πεύκη στο Μαρούσι– και επαφίεται στην οικειότητα του μητρικού στοιχείου. Ακόμη κι όταν αυτό εκλείπει, αρνείται τη μεγάλη έξοδο στον κόσμο και ανακηρύσσεται σε περιπατητή εσωτερικού χώρου, έναν flaneur που ψάχνει το μεταβατικό, το φευγαλέο και το ενδεχόμενο «εντός», από δωμάτιο σε δωμάτιο, από έπιπλο σε έπιπλο, από αντικείμενο σε αντικείμενο. Κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι, παλιά ή καινούργια, ευτελή ή αξίας, λίγη σημασία έχει, αποτυπώνει τα παιχνίδια του φωτός όπως αυτό διαπερνά τον χώρο από τις χαραμάδες του, από τις ρωγμές του και κατασκευάζει τα δικά του αλλόκοτα τοπία, τις δικές του «νεκρές φύσεις» σαν Φλαμανδός ζωγράφος του 17ου αιώνα. Σαν φωτογράφος του 21ου όμως που είναι ο ίδιος, παίζει έξυπνα και δημιουργικά το παιχνίδι της αντιστροφής του νοήματος. Μετατρέπει το οικείο σε ανοίκειο για να το οικειοποιηθεί και πάλι μέσα από το καινούργιο νόημα που προσδίδει στον χώρο που κατοικεί και στα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν και με τη σειρά του χρησιμοποιεί.
Κάθε μία από τις πενήντα φωτογραφίες που εκτίθενται στην πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου, λειτουργεί σαν βάθρο πάνω στο οποίο μνημειώνεται, πάντα με τη βοήθεια του φωτός, κάποιο αντικείμενο, χρηστικό ή διακοσμητικό, της καθημερινότητας και του σπιτιού του. Αυτό συμβαίνει είτε πρόκειται για έναν δίσκο με κουραμπιέδες πάνω σε ένα λευκό τραπεζομάντηλο, είτε για ένα κομμάτι του καναπέ πάνω στο οποίο πέφτει με έναν τρόπο το απογευματινό ζεστό φως, είτε ο φακός σκύβει κάτω από μια πολυθρόνα ή το σουμιέ ενός κρεβατιού που έχει το σχήμα του βαθουλώματος που αφήνει το ανθρώπινο σώμα που ξαπλώνει πάνω του μια ζωή, είτε είναι λευκά σεντόνια τσαλακωμένα και κουβαριασμένα κάτω από λευκά μαξιλάρια που μοιάζουν με ένα τοπίο βραχώδες και απρόσιτο είτε τέλος πρόκειται για την σπασμένη επιφάνεια τραπεζιού, από μάρμαρο με άσπρα και καφεκόκκινα «νερά» και πάνω του έχει τοποθετηθεί ένας δίσκος με το μεγάλο κεφάλι ψαριού που ο πάγος έχει σχηματίσει ανάλογα «νερά».
Το Hotel Splendid του Θεοδωρόπουλου έχει τον χαρακτήρα μιας αναδρομικής έκθεσης με φωτογραφίες αποκλειστικά από το εσωτερικό του σπιτιού του φωτογράφου και χρονικά εκτείνονται από το 2002 μέχρι το 2022. Απουσιάζουν πλήρως έργα από τη σειρά με τα θερμοκήπια, για παράδειγμα, που ήταν του έξω κόσμου δημιούργημα, όπως και από την άλλη σειρά με τα αυτοπορτρέτα αφού δεν ήθελε να προσθέσει την πινελιά της ελαφρότητας και του αυτοσαρκασμού που αυτά κουβαλάνε. Αντίθετα, ο Θεοδωρόπουλος στη συγκεκριμένη έκθεση θέλει να διατηρήσει όλο το βάρος της μεταφυσικής ατμόσφαιρας και του υποδόρια απειλητικού ημίφωτος που δημιουργεί με τα εσωτερικά τοπία που κατασκευάζει χωρίς να βγαίνει ποτέ από τους τοίχους του σπιτιού-ξενοδοχείου που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταλύσει. Ακόμη και το χιόνι της περασμένης και της φετινής χρονιάς που είχε κατακλύσει την περιοχή του και τον είχε αποκλείσει για τέσσερα μερόνυχτα, (το χειμώνα που πέρασε), το μετέφερε μέσα στα δωμάτια και πάνω σε επιφάνειες προκειμένου να κατασκευάσει τα νέα σκηνικά τοπία του. Ο Θεοδωρόπουλος, εδώ, διαμαρτύρεται και ειρωνεύεται ένα ανίκανο κράτος και τα μίντια που αναπαράγουν με ηδονή εικόνες καταστροφής. Ένα παιχνίδι-αεροπλάνο έχει καρφωθεί με τη μύτη στο χιονισμένο έδαφος και το έργο αυτό το ονομάζει «ελπίδα» - όπως ονομάστηκε μια από τις κακοκαιρίες που έπληξαν την Αττική. Στην ίδια σειρά ένα κράνος τροχονόμου απαθανατίζεται χιονισμένο, όπως και μικρά πλαστικά ελάφια και άλλα αντικείμενα και παιχνίδια.
«Η μεταμόρφωση του τοπίου θεωρώ πως είναι σημαντικό κομμάτι στη δουλειά μου και γενικά στην τέχνη. Στο πώς θα μεταμορφώσουμε το κοινότυπο, στο πώς θα ξαναϊδωθεί η πραγματικότητα με ένα άλλο μάτι. Αυτός πολλές φορές είναι και ο σκοπός της πνευματικής αναζήτησης, δηλαδή να ξαναδούμε τον ίδιο κόσμο αλλιώς» λέει ο φωτογράφος μας και προσθέτει «η φωτογραφία είναι μια αντανάκλαση του πραγματικού, ένα μοναδικό καθρέφτισμα μιας μοναδικής στιγμής φωτός που δεν θα επαναληφθεί ποτέ. Είναι πιο κοντά στην ποίηση, όπου μέσα από μικρά φευγαλέα θραύσματα ξαναντικρίζουμε και ξαναδιαβάζουμε τον κόσμο πάλι από την αρχή και αυτό είναι ένα είδος εσωτερικής κάθαρσης ώστε να συνεχίσουμε να ζούμε. Μοιάζει με την εισπνοή που παίρνεις μετά από μια παρατεταμένη άπνοια ή με τον χιονισμένο Παρνασσό».
Ο Θεοδωρόπουλος διαβάζει πολύ. Διαβάζει ψυχολογία και ψυχανάλυση, μυστικισμό και φιλοσοφία. Έχει συνείδηση του ασυνείδητου και του ρόλου που έχει στη δημιουργία και την τέχνη. Έτσι μπορεί και φωτογραφίζει ένα κομμάτι φέτας ή ένα νεκρό σπουργίτη, ένα κομμάτι διπλωμένο λευκό ύφασμα που κάθεται στη γωνία της πλάτης μιας μπερζέρας ή φάρμακα ομοιοπαθητικής που ίσως ο ίδιος καταναλώνει και να βγάζει μέσα από όλα αυτά την υπερβατική γαλήνη της «νεκρής φύσης» ή την ανα-ταραχή που προκαλούν τα σιωπηλά αντικείμενα που γεμίζουν τον χώρο του/μας.
Από τα θερμοκήπια, στα εσωτερικά ρούχων και στις λευκές υφασμάτινες επιφάνειες και εν τέλει στο χιόνι ο Θεοδωρόπουλος διαρκώς μεταμορφώνει τον μικρόκοσμό του, διασαλεύει την τάξη του, αντιστρέφει τα νοήματα, αποκαλύπτει την απειλή και προκρίνει το αλλόκοτο, με αποτέλεσμα έναν γκροτέσκο θλιμμένο κόσμο να μας περιμένει στη γωνία. Έναν κόσμο που εγκλωβίζει μεν το βλέμμα του θεατή γοητεύοντας το αλλά που παράλληλα ξυπνάει και το ένστικτο αυτοσυντήρησης για να μπορέσει να επιβιώσει στον κόσμο-παγίδα ή στον κόσμο-ατύχημα που τον περιτριγυρίζει και μέσα του αναγκαστικά ζει.