Υπό τη σκιά ακόμα μίας έκθεσης που καταγγέλλει την εκτέλεση παράνομων επαναπροωθήσεων από τις ελληνικές αρχές (αυτή τη φορά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών), όπως και τα νομοθετικά εμπόδια που έχει θέσει η κυβέρνηση τόσο στη διάσωση, όσο και στη λήψη καθεστώτος ασύλου, αλλά και τις συνεχόμενες ρητορικές επιθέσεις της σε ακτιβιστές αλληλεγγύης, η «Εποχή» μιλά με τη δικηγόρο και συντονίστρια της Νομικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες Μαρία Παπαμηνά για το επικίνδυνο πεδίο που σκιαγραφείται στο προσφυγικό.
Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε η έκθεση του ΟΗΕ για τις επαναπροωθήσεις το 2021, όπου κάνει λόγο ότι για την Ελλάδα αποτελούν de facto πολιτική. Το ΕΣΠ έχει καταγγείλει πολλάκις τέτοιες πρακτικές, ποια είναι η εικόνα που έχετε για το ζήτημα και το 2022;
Να υπενθυμίσουμε καταρχήν πως η επαναπροώθηση είναι μια παράνομη πρακτική, που απαγορεύεται από το ενωσιακό και από το διεθνές Δίκαιο. Αφορά την άτυπη απομάκρυνση κάποιου ανθρώπου τρίτης χώρας, που έχει βρεθεί στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη για να ζητήσει άσυλο, χωρίς να ακολουθούνται οι νόμιμες διαδικασίες, χωρίς να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του για αίτημα ασύλου και θέτοντάς τον σε κίνδυνο. Προφανώς ο έλεγχος των συνόρων είναι δικαίωμα του κάθε κράτους, αλλά αυτό δεν έρχεται σε αντίφαση με την αρχή της μη επαναπροώθησης και με το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζητήσει άσυλο, όπως εξηγείται και στην έκθεση του ΟΗΕ. Τον τελευταίο χρόνο ως ΕΣΠ έχουμε κάνει πάνω από 50 παρεμβάσεις για περιπτώσεις αφίξεων, που μας έγιναν γνωστές μέσω των δημόσιων στοιχείων επικοινωνίας που έχουμε, και φοβόντουσαν επαναπροώθησή τους. Αυτές οι παρεμβάσεις αφορούν την περιοχή του Έβρου και τουλάχιστον 500, 600 πρόσφυγες (μιλάω για πρόσφυγες καθώς προέρχονται από χώρες με υψηλό προσφυγικό προφίλ, όπως Αφγανιστάν, Συρία, Τουρκία, Ιράκ). Σε κάποιες παρεμβάσεις οι ελληνικές αρχές απήντησαν ότι τους έχουν εντοπίσει και ακολουθούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Σε αρκετές, όμως, υποθέσεις εκ των υστέρων μάθαμε ότι ακολουθήθηκε μια διαδικασία άτυπης και αναγκαστικής επιστροφής τους από τις ελληνικές αρχές στην Τουρκία, χωρίς να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να καταθέσουν αίτημα ασύλου. Η εικόνα που έχουμε, μας δείχνει, λοιπόν, μια κλιμάκωση της αντίδρασης των ελληνικών αρχών προς αυτές τις ομάδες ανθρώπων που έχουν βρεθεί στον Έβρο, αλλά και στην Ορεστιάδα –καθώς πολλές φορές η επαναπροώθηση δεν γίνεται από τις νησίδες του Έβρου, από γκρίζες ζώνες ας τις πούμε, αλλά μασκοφόροι κομάντος με όπλα, όπως μας καταγγέλλεται, μεταφέρουν πρώτα τους πρόσφυγες, με έντονη χρήση αδιάκριτης βίας, κάπου στην περιοχή της Ορεστιάδας, όπου κρατούνται σε κλειστούς χώρους για κάμποσες ώρες, και έπειτα τους επαναπροωθούν πίσω στην Τουρκία. Για 13 υποθέσεις, το τελευταίο τρίμηνο, έχουν ληφθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, υποδεικνύοντας στην ελληνική κυβέρνηση ότι απαγορεύεται να τους απομακρύνει από την ελληνική επικράτεια και οφείλει να τους παρέχει ανθρωπιστική βοήθεια. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι ελληνικές αρχές, κυρίως, δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, έχουμε μαρτυρία γυναίκας που την επαναπροώθησαν στην Τουρκία 17 φορές!
Παρά και τις συνεχόμενες καταγγελίες και τις εκθέσεις, το υπουργείο Μετανάστευσης συνεχίζει απλά να λέει πως δεν γίνονται επαναπροωθήσεις. Για πόσο θα μπορέσει να κρύβεται πίσω από αυτή την άρνηση; Μπορεί τελικά να υπάρξουν λογοδοσία και κυρώσεις για το ζήτημα;
Από την πρακτική των επαναπροωθήσεων προκύπτουν πολλές παραβιάσεις: χρήση βίας, παράνομη κράτηση, έκθεση σε κίνδυνο, κατάχρηση εξουσίας, παράβαση καθήκοντος και προφανώς παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Αναδεικνύονται, λοιπόν, δύο ζητήματα: το ένα αφορά την ανάγκη για έναν ανεξάρτητο μηχανισμό που θα παρακολουθεί τις ελληνικές αρχές και θα εξετάσει τις καταγγελίες. Σ’ αυτό το σημείο εντοπίζεται μεγάλο έλλειμα, όπως έχει διαπιστωθεί και από διεθνή όργανα και την επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ντούνια Μιγιάτοβιτς. Έχει αρχίσει να λειτουργεί, βέβαια, ο μηχανισμός καταγραφής περιστατικών επαναπροωθήσεων από την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στην οποία συμμετέχει και το ΕΣΠ, αλλά αυτό αφορά μόνο την καταγραφή, δεν μπορεί να καλύψει το κενό που υπάρχει. Το δεύτερο σημείο είναι ότι εφόσον μιλάμε για αδικήματα, τον λόγο πρέπει να έχει η Δικαιοσύνη, καταρχήν η ελληνική δικαιοσύνη. Μετά τα τελευταία ασφαλιστικά που κερδίσαμε στο ΕΔΔΑ (τα οποία κοινοποιήσαμε και στην εισαγγελία του Άρειου Πάγου και της Ορεστιάδας), ο προϊστάμενος της εισαγγελίας Ορεστιάδας ξεκίνησε δύο προκαταρκτικές διαδικασίες για την εξέταση αυτών των αδικημάτων που καταγγέλλονται στις ασφαλιστικές αποφάσεις. Δεν θέλω να πω αν ελπίζω ή όχι στα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών, αλλά θέλω να πω πως το 2019 όταν είχαμε κάνει ως ΕΣΠ τρεις μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου, οι υποθέσεις όλες απορρίφθηκαν από την ελληνική δικαιοσύνη και εκκρεμεί η εξέταση τους από το ΕΔΔΑ. Αν δεν ξεκινήσει η λογοδοσία, δηλαδή, από τα εθνικά μας δικαστήρια, μετά η μόνη λύση είναι η απεύθυνση σε ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Θα μπορούσε να υπάρξει πρωτοβουλία από διεθνείς οργανισμούς κατά των ελληνικών αρχών, με κατηγορία ότι δεν τηρούν το διεθνές δίκαιο;
Την Πέμπτη είδαμε ήδη πως η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (LIBE) του Ευρωκοινοβουλίου με επιστολή της ζητά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξαντλήσει όλα τα προβλεπόμενα μέσα και να ξεκινήσει μια διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ελλάδας, για να εξασφαλιστεί η εξέταση των καταγγελιών και ο σεβασμός του ενωσιακού και διεθνούς Δικαίου. Αυτό είναι μια σημαντική εξέλιξη. Θα δούμε τώρα πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παλιότερα, πάλι υπό το βάρος τέτοιων περιστατικών, η Επιτροπή είχε αρνηθεί να χρηματοδοτήσει το ελληνικό λιμενικό, αν δεν λειτουργούσε ένας ανεξάρτητος μηχανισμός επιτήρησης. Υπάρχουν διάφορα μέσα πίεσης, δηλαδή, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Το πρόβλημα είναι ότι οι ελληνικές αρχές δεν τηρούν τις δικαστικές αποφάσεις, και αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από την Επιτροπή.
Πέραν των επαναπροωθήσεων, η έκθεση μιλά και για την κατακόρυφη αύξηση των απορρίψεων των αιτημάτων ασύλου. Γιατί συμβαίνει αυτό και τι σημαίνει για τους ανθρώπους που απορρίπτονται;
Οι απορρίψεις αυτές αφορούν το στάδιο του παραδεκτού. Η κοινή δήλωση ΕΕ – Τουρκίας το 2016 οδήγησε σε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, με τελευταία αυτή που έγινε πέρυσι, με τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας σαν ασφαλούς τρίτης χώρας για κάποιες εθνικότητες. Βάσει αυτού, λοιπόν, δεν εξετάζεται πια η ουσία των αιτημάτων ασύλου, αλλά μόνο αν μπορεί να επιστραφούν στην Τουρκία. Πέραν ότι υπάρχουν πλείστες εκθέσεις που αποδεικνύουν ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής τρίτη χώρα –νομοθεσία για την οποία έχουμε προσφύγει και στο Συμβούλιο της Επικρατείας τον Μάρτιο και αναμένεται η απόφαση– η Τουρκία από το 2020 δεν δέχεται επανεισδοχές και είναι άγνωστο πότε μπορεί να ξαναξεκινήσουν. Έτσι, όλοι αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια λίμπο κατάσταση, εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα χωρίς χαρτιά και πρόσβαση σε δικαιώματα και εκτεθειμένοι στον κίνδυνο παρατεταμένης διοικητικής κράτησης για πολλούς μήνες.
Όποιος μιλά δημόσια για τις παράνομες πρακτικές στο προσφυγικό, λοιδορείται από την κυβέρνηση σαν προδότης, όπως πχ ο Ιάσονας Αποστολόπουλος. Ενώ και όποιος προσφέρει αλληλεγγύη κινδυνεύει να διωχθεί ποινικά, όπως πχ συμβαίνει τώρα με τη δίκη στη Χίο. Πώς διαμορφώνεται πια το πεδίο δράσης του κινήματος αλληλεγγύης και των ΜΚΟ στο προσφυγικό, και τι πρέπει να γίνει κατά τη γνώμη σας;
Είναι προφανής η προσπάθεια από πλευράς της κυβέρνησης να ποινικοποιηθεί η αλληλεγγύη –και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόσφατα είχαμε δημοσιεύματα, μετά τις ασφαλιστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ότι ΜΚΟ εμπλέκονται σε παράνομη διακίνηση μεταναστών. Δεν ξέρουμε αν ισχύει ή όχι, αλλά πολλές φορές ακούγονται τέτοιες αβάσιμες ειδήσεις, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού όλων των αλληλέγγυων ανθρώπων και οργανώσεων. Το κρίσιμο είναι να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να προσφέρουμε βοήθεια σ’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως είναι η υποχρέωσή μας. Παρότι πολλές φορές ματαιώνεται αυτή η προσπάθεια, όταν οι ελληνικές αρχές δεν σέβονται ούτε τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ! Πρέπει, όμως, να συνεχίσει να υπάρχει αλληλεγγύη τόσο μεταξύ των ανθρώπων που δραστηριοποιούνται σε αυτό το πεδίο, όσο βέβαια και προς τους πρόσφυγες, να κάνουμε τη δουλειά μας και έπειτα είναι θέμα πια της Δικαιοσύνης να αποφανθεί για το ποιος παραβαίνει το Δίκαιο και ποιος όχι.