Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Τις στιγμές του πιο σκληρού λόκνταουν, τότε που κάθε τι ήταν κλειστό και οι μετακινήσεις περιορισμένες στο ελάχιστο, έπιανες τον εαυτό σου να αγναντεύει την πόλη με μια φαντασιακή συνολική εποπτεία. Ήταν σαν μέσα στην απόλυτη ακινησία και ησυχία της η πόλη να σου φανερωνόταν για πρώτη φορά όπως πραγματικά είναι. Χωρίς τα θεάματα, τα μπαρ και τους φίλους να μπορούν να σου τραβήξουν την προσοχή από την όψη της, χωρίς την δραστηριότητα να μπορεί να θολώσει την εικόνα της. Η πόλη ήταν η πόλη. Και η δική σου ερώτηση ήταν για πρώτη φορά: «Μα καλά που ζω;». Και ύστερα η ζωή επέστρεψε. Αλλά το ερώτημα αυτό ακόμα κουδουνίζει στα αυτιά μας.
Η Αθήνα είναι μια άσχημη πόλη. Μια πόλη που πάνω απ όλα δεν ξέρει πώς να μεταχειριστεί τον εαυτό της. Μια από τις ελάχιστες (αν όχι η μόνη) μεγαλουπόλεις της Ευρώπης που δεν έχει ποτάμι ή δεν είναι παραθαλάσσια. Πόλη ξερή χωρίς υδάτινα μέτωπα. Μια πόλη που δεν ξέρει πώς να αναδείξει με αρμονικότητα τα χαρακτηριστικά της. Το κλίμα, το φως της, την γεωγραφική της ιδιαιτερότητα. Μια πόλη που ενώ μαζεύει ανθρώπους από το σύνολο της χώρας δεν έχει την κουλτούρα να αναδείξει τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους μόνο να τους αφομοιώσει σε έναν πρωτευουσιάνικο χυλό ψευδεπίγραφης ανωτερότητας.
Μια πόλη υπερσυγκεντρωτική σε μια συρρικνωμένη χώρα όπου σχεδόν το σύνολο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας συμβαίνει εδώ. Με το στοιχείο αυτό παραδόξως δεν δημιουργεί ποικιλία, αλλά αποκλεισμό. Μια ατελείωτη κούρσα παραγκωνισμού και διαρκή ανταγωνισμού που εμποδίζει κάθε τι καινούριο να σταθεί αυτόνομα. Μια πόλη αρχιτεκτονικά ρημαγμένη από την προχειρότητα και τον ασυνάρτητο συγκρητισμό. Ένας τόπος που ενώ θα μπορούσε να αναδειχθεί σε κοσμοπολίτικο κέντρο διώχνει κάθε τι ξένο, εχθρεύεται κάθε τι διαφορετικό και ξορκίζει κάθε τι μη συμβατό καταδικάζοντας τον εαυτό της να μένει διαρκώς μια αχανής επαρχία που διαρκώς γερνά στην εσωστρέφεια.
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η πόλη χτίστηκε από τους κατοίκους της. Τους ανθρώπους αυτούς των παλαιότερων γενιών που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τον δημόσιο χώρο και τους όρους της κοινής μας συνύπαρξης. Που δεν αντιλήφθηκαν τον χώρο ως κοινό χώρο αλλά ως ένα σημείο δυνητικής επέκτασης. Και το λάθος βαθαίνει. Τα ενοίκια όλο και ανεβαίνουν προς ασυνάρτητα ύψη, το Airbnb διαλύει τον κοινωνικό ιστό των γειτονιών του κέντρου και ολόκληρες περιοχές (επισκεφθείτε π.χ. το Μεταξουργείο) βουλιάζουν σε ένα άγριο και στοχευμένο gentrification χωρίς κανόνες και χωρίς έλεος. Η πόλη προσπαθεί άτσαλα να αλλάξει χωρίς να προσπαθεί να αποδεχτεί το παρελθόν της ούτε να φανταστεί το μέλλον της. Σπασμωδικά, απότομα χωρίς πραγματικούς στόχους.
Πέρα απ’ όλα, η Αθήνα είναι μια βομβαρδισμένη πόλη. Κυρίως από τις διάφορες ηγεσίες που την μεταχειρίστηκαν με μια άγρια επιθυμία εκμύζησης ή μια στρατηγική αδιαφορία. Με κάθε τομέα της ζωής της πληγωμένο η Αθήνα αναδεικνύεται σε ένα εχθρικό τόπο για να μετακινείσαι, να στέκεσαι ή να ζεις. Και αυτή της η τσακισμένη υπόσταση γίνεται το ταιριαστό σκηνικό των πολλαπλών κρίσεων τους πρόσφατου παρελθόντος μας ή του προσεχούς μέλλοντός μας που πλησιάζει.
Μια βομβαρδισμένη πόλη πριν τον βομβαρδισμό, που μας έχει εξοικειώσει να ζούμε με τα μεταφορικά και κυριολεκτικά μας ερείπια.