Για τον αρχηγό του Λικούντ, μια πιθανή επάνοδός του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Ανταπόκριση από το Τελ Αβίβ
Σε πρόωρες εκλογές στα μέσα του φθινοπώρου οδηγείται το Ισραήλ, καθώς η κυβέρνηση Μπένετ - Λαπίντ παραιτήθηκε, εν μέσω φυλλοροής στελεχών και βουλευτών της, ενώ αυτές τις μέρες δρομολογείται και η διάλυση της παρούσας Κνέσετ. Η εξ αρχής ισχνή πλειοψηφία, ο πολιτικά ετερόκλητος χαρακτήρας της, αλλά κατά κύριο λόγο οι άγριες επιθέσεις των υποστηρικτών του Νετανιάχου προς τα στελέχη της ακροδεξιάς πτέρυγας της κυβερνητικής συμμαχίας, οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα - την πέμπτη κατά σειρά προσφυγή στις κάλπες μέσα στα τελευταία τριάμιση χρόνια.
Ωστόσο, οι επερχόμενες κάλπες ίσως να μην δώσουν καν λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, αφού, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν φαίνεται να συγκεντρώνει την πλειοψηφία των 61 εδρών που απαιτείται για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Οπότε -με δεδομένη την ακραία πόλωση ανάμεσά τους- δεν αποκλείεται να μην προκύψει κυβέρνηση και η χώρα να οδηγηθεί ακόμα και σε μια έκτη διαδοχική εκλογική αναμέτρηση μέσα στο 2023.
Η πολεμική από το στρατόπεδο Νετανιάχου, που γκρέμισε την (πολιτικά πρωτοφανή) εναντίον του συμμαχία Ακροδεξιών, Κεντρώων, Αριστερών και Αράβων, ουσιαστικά είχε ξεκινήσει πριν καν ορκιστεί η νέα κυβέρνηση, τον περασμένο Ιούνιο. Ακόμα και τις πρώτες μέρες, των διερευνητικών επαφών για τον σχηματισμό της, ακροδεξιοί διαδηλωτές προσκείμενοι στον Νετανιάχου και τους συμμάχους του, είχαν αρχίσει να πολιορκούν τα σπίτια των ακροδεξιών βουλευτών της συμμαχίας, κατηγορώντας τους ως «προδότες» επειδή μετέχουν σε μια κυβέρνηση με Αριστερους και Αραβες. Οι επιθέσεις, που έφτασαν ακόμα και στις απειλές για τη ζωή του απερχόμενου πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ και επιφανών βουλευτών του κόμματός του, είχαν ως προφανή σκοπό να συσπειρώσουν το ακροδεξιό ακροατήριο, φέρνοντας τους «προδότες» βουλευτές σε σύγκρουση με την εκλογική τους πελατεία. Στόχος ο οποίος, τελικά, επετεύχθη.
Ο ίδιος ο Νετανιάχου, ο οποίος καταγγέλεται δημόσια ως ο εμπνευστής και ενορχηστρωτής της καμπάνιας τρομοκράτησης, έχει (κυριολεκτικά) κάθε έννομο συμφέρον να θέλει να γκρεμίσει το συντομότερο δυνατόν την κυβέρνηση των ορκισμένων εχθρών του. Οι υποθέσεις διαφθοράς που τον βαρύνουν εξετάζονται τώρα στις δικαστικές αίθουσες της Ιερουσαλήμ και βασικοί μάρτυρες κατηγορίας αναμένεται να καταθέσουν εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας. Για τον αρχηγό του Λικούντ, μια πιθανή επάνοδός του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, εμφανίζοντάς τον ως «αναβαπτισμένο» μέσα από μια νέα και νωπή λαϊκή ετυμηγορία.
Ωστόσο, οι σύμμαχοί του σε έναν πιθανό νέο κυβερνητικό σχηματισμό είναι ελάχιστοι και είναι αποκλειστικά τα ακροδεξιά και ορθοδοξα - θρησκευτικά κόμματα, γεγονός που του δίνει μεν έναν αριθμό βουλευτών αρκετά κοντά στην πλειοψηφία και τον καθιστά διεκδικητή του πρωθυπουργικού θώκου, όμως από την άλλη πλευρά τον οδηγεί και σε πλήρη πολιτική απομόνωση, αφού κανένα άλλο κόμμα ή σχηματισμός από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα δεν θέλει επ’ ουδενί να συνεργαστεί μαζί του. Ειδικά η στρατηγική συμμαχία του με το κόμμα των Καχανιστών (όπου δύσκολα διακρίνει κανείς διαφορές με τη Χρυσή Αυγή) και τον περιβόητο αρχηγό τους, Μπεν Γκβιρ, αποτελεί έναν Ρουβίκωνα που, μέχρι στιγμής, κανένας δεν προτίθεται να διαβεί.
Ωστόσο, το παιχνίδι του Μπίμπι και των φανατικών είναι γνωστό τοις πάσι και διαρκώς επαναλαμβανόμενο. Η πολεμική ατμόσφαιρα και η αστάθεια σε διεθνές επίπεδο, τα σενάρια σύγκρουσης με το Ιράν, το κύμα ένοπλων επιθέσεων από Παλαιστινίους εντός των συνόρων και η απειλή της Χεζμπολάχ αποτελούν αέρα στα πανιά τους. Το επόμενο διάστημα οι κύκλοι αυτοί θα επιχειρήσουν να δυναμιτίσουν το σκηνικό και να κατασκευάσουν φόβο στο εκλογικό σώμα, προβάλλοντας μια «στιβαρή» συγκυβέρνηση Νετανιάχου, Καχανιστών και Ορθόδοξων Εβραίων ως αδήριτη αναγκαιότητα για την ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της εν όψει τοπικών κινδύνων και διεθνών συγκρούσεων.
Ως αντίπαλο δέος στον Νετανιάχου εμφανίζεται ο κεντρώος, μετριοπαθής και χαρισματικός Γιαΐρ Λαπίντ, ο οποίος αποτέλεσε τον βασικό εταίρο του Μπένετ στην απερχόμενη κυβέρνηση και στο στρατόπεδό του θεωρούν ότι κέρδισε τις εντυπώσεις, απέδωσε στο χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών, έχτισε διεθνείς πολιτικές συμμαχίες και έδωσε διαπιστευτήρια ωριμότητας. Από τη θέση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού μέχρι και τις εκλογές, διατηρώντας ταυτόχρονα και το ΥΠΕΞ, προβάλλεται ως η αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, απέναντι στην επάνοδο του Λικούντ και των συμμάχων του.
Συνολικά στο «μετριοπαθές τόξο» του Ισραήλ, από το Κέντρο έως την Αριστερά και τα Αραβικά κόμματα, παρατηρείται συσπείρωση ενώπιον του εφιάλτη της επιστροφής Νετανιάχου, αλλά και ως μια διαρκής αντίδραση απέναντι στην έντονη παρουσία της ακροδεξιάς και των φανατικών στην πολιτική και δημόσια ζωή. Ωστόσο, αν τα πράγματα εκτραχυνθούν, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η συσπείρωση αυτή θα είναι αρκετή για να αποτρέψει τη συνολική ακροδεξιά στροφή του εκλογικού σώματος.