Ο Γιώργος Σταθάκης μιλά στην «Εποχή» για την έλλειψη πολιτικών της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης, αντιπαραθέτοντας τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Η κυβέρνηση εξήγγειλε, ουσιαστικά, εκλογές τον Σεπτέμβρη, αλλά στην πορεία φαίνεται να μετρά και το ρίσκο της απόφασης. Κύριο σύνθημά της, όπως φαίνεται, η “σταθερότητα”.
Θα προχωρήσει σε εκλογές, μάλλον, το φθινόπωρο. Η διεθνής κατάσταση και αυτή της ελληνικής οικονομίας, με βάση τις επιλογές οικονομικής πολιτικής που έχει κάνει η κυβέρνηση, προδιαγράφουν έναν δύσκολο χειμώνα για την οικονομία και συνεπώς, εκτιμώ, ότι θα κάνει εκλογές. Η αντιπαράθεση στην πολιτική της ΝΔ, από το 2019 μέχρι σήμερα, ήταν απόλυτα συνεπής με τις επιδιώξεις της. Προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις όλων των εταιρειών που επί ΣΥΡΙΖΑ και με την τρόικα είχαν παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο, όπως ενεργειακές υποδομές, ΔΕΗ και πολλές άλλες εταιρείες. Στα εργασιακά έκαναν ένα μεγάλο βήμα πίσω με νομοθέτηση στα εργασιακά δικαιώματα, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τον κατώτατο μισθό και πολλές άλλες θετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στο τέλος του τρίτου μνημονίου. Ταυτόχρονα, έκανε μια ολομέτωπη επίθεση στο κοινωνικό κράτος, παιδεία, υγεία, κοινωνική πρόνοια. Εφάρμοσε αποτελεσματικότατα ένα πρόγραμμα στον αντίποδα αυτού που χρειάζεται η κοινωνία σε περίοδο κρίσης. Χρειαζόταν ισχυροποίηση του κοινωνικού κράτους, σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας και στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Και φυσικά ένα δημόσιο τομέα που να μπορεί να παρεμβαίνει στις ευάλωτες και ευαίσθητες αγορές της ενέργειας. Συνεπώς, η αντιπαράθεση στις επόμενες εκλογές, το μήνυμα περί σταθερότητας είναι μετέωρο, επειδή οι επιλογές της ΝΔ στη διαχείριση έκαναν αδύνατη τη διαχείριση της κρίσης.
Τίθεται ένα θέμα αποτελεσματικότητας του πολιτικού λόγου, έως σήμερα, του ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ. Θα απαιτούνταν διεύρυνση των προτάσεων και των ιδεών, των θεμάτων που θέτει, για να αντιπαρατεθεί με επάρκεια με την πολιτική της ΝΔ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να κερδίσει τη μάχη των ιδεών στο επίμαχο θέμα, που θα κρίνει και τις εκλογές, ότι μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα προβλήματα της οικονομίας, την κρίση της ενεργειακής ακρίβειας, ότι μπορεί, εντέλει, να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών. Η ικανότητα να διαχειριστεί καλύτερα την οικονομική κρίση, να δώσει διέξοδο απ’ αυτή, εδράζεται πρώτον στην εμπειρία από τη διακυβέρνηση, που παρά τις επιμέρους ενστάσεις, ουσιαστικά ήταν επιτυχής στο να σταθεροποιήσει και να γυρίσει προς την ανάπτυξη της οικονομίας. Και δεύτερον, στη σαφή στρατηγική επιλογή που λέει ότι θέλουμε οικονομική ανάπτυξη με ισχυρούς κανόνες κοινωνικής δικαιοσύνης, στο επίκεντρο τον κόσμο της εργασίας, αντιμετώπιση των μεγάλων ανισοτήτων και εντατικοποίηση της προσπάθειας η ελληνική οικονομία να στηρίξει και να στηριχθεί στο πιο παραγωγικό και τεχνολογικό της κομμάτι.
Η συζήτηση είναι ανοικτή ακόμη. Αλλά δεν είναι αντίφαση ότι ενώ δεν εκτροχιάζεται σήμερα η οικονομία, και αυτό οφείλεται στα έργα της περιόδου 2015 – 2019, αυτό να μην καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις;
Εδώ και τρία χρόνια, νομίζω, κάθε αντικειμενικός κριτής βλέπει ότι η διαχείριση της πανδημίας απαιτεί πόρους και αυτοί προέκυψαν, σε μεγάλο βαθμό, από δάνεια. Ο δανεισμός, όμως, θα ήταν αδύνατος χωρίς το μαξιλάρι που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς τη δημοσιονομική σταθερότητα που είχε διαμορφώσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 και κληρονόμησε η παρούσα κυβέρνηση. Και ο τρόπος όπου ρυθμίστηκε το χρέος, ήταν έργο πάνω στο οποίο πάτησε η κυβέρνηση να προσφύγει στον δανεισμό και να διαχειριστεί την κρίση. Διαφορετικά δεν θα τους είχε αυτούς τους πόρους.
Αυτό, ωστόσο, δεν έχει ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να γνωρίζει η κοινωνία, όπως και το ότι η ΝΔ, που επαίρεται σήμερα, ευθύνεται για τη χρεοκοπία της χώρας με τη διαχείρισή της πριν το 2010.
Το ζήτημα είναι διπλό. Η διαχείριση της ΝΔ, και πριν του ΠΑΣΟΚ, μας έφερε τα μνημόνια. Θυμίζω, όμως, ότι όταν εμείς φτιάχναμε το μαξιλάρι, οι κυρίαρχοι κύκλοι της Δεξιάς μιλούσαν για πιστοληπτική γραμμή και συνέχιση της εξάρτησης από το ΔΝΤ. Ήταν μάχη που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και την κέρδισε, προς όφελος της ελληνικής οικονομίας και της σημερινής δύσκολης κατάστασης.
Ο προϋπολογισμός για το 2022 έχει στηριχθεί σε εντελώς διαφορετικές υποθέσεις για δαπάνες, επιτόκια, πληθωρισμό. Ποια η τύχη του;
Ένας από τους λόγους όπου θα προσφύγει η ΝΔ στις εκλογές, είναι η δυσκολία να καταρτίσει προϋπολογισμό για το 2023. Ο τρόπος διαχείρισης των δημόσιων πόρων και η οικονομική πολιτική, συγκεκριμένα, έχει πάρα πολλά προβλήματα. Οι επιλογές που έχουν γίνει, είναι προβληματικές σε δύο βασικά επίπεδα. Πρώτον, προκάλεσαν ανισοκατανομή φορολογικών βαρών, καθώς διευρύνθηκαν οι φοροελαφρύνσεις στις ευκατάστατες κοινωνικές ομάδες και διευρύνθηκε το ειδικό βάρος των φόρων που πληρώνουν οι μεσαίες και οι πιο αδύνατες κοινωνικές ομάδες. Αυτό αποτυπώνεται στην έμμεση φορολογία και στον ρόλο που παίζει, ιδίως τώρα με τον υψηλό πληθωρισμό. Δεύτερον, υπάρχει πρόβλημα με τον τρόπο όπου διαχειρίζεται τους ευρωπαϊκούς πόρους. Πρακτικά έχει αποκλειστεί πολύ μεγάλο μέρος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Το σύνολο των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των άλλων χρηματοδοτήσεων που έρχονται από την Ευρώπη, απευθύνεται σε ένα μικρό κύκλο επιχειρήσεων. Αυτές είναι δύο μεγάλες προβληματικές περιοχές και θεωρώ ότι η πραγματική οικονομία εμφανίζει τα προβλήματα που εμφανίζει εξαιτίας αυτού του γεγονότος.
Πώς κρίνεις την πολιτική της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού;
Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού γίνεται με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι η ρύθμιση των αγορών που ο πληθωρισμός είναι έντονος –της ενέργειας, πρωτίστως. Ένα χρόνο η κυβέρνηση επιδοτεί καταναλωτές και επιχειρήσεις, αφήνοντας την αγορά ενέργειας ελεύθερη, άρα ενσωματώνοντας την κερδοσκοπία που φυσιολογικά παράγεται σε συνθήκες σαν αυτή. Ο δεύτερος είναι η μείωση των φόρων, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός για τα πιο ευάλωτα στρώματα και κοινωνικές ομάδες. Αφορά τρόφιμα, βενζίνη ή άλλες κατηγορίες. Ο τρίτος αφορά τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζονται μισθοί και εισοδήματα, προκειμένου να μην παράγει ο πληθωρισμός νέες ανισότητες. Νομίζω και στους τρεις τομείς η κυβέρνηση απέτυχε, δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά που είναι κοινός τόπος και εφαρμόζουν κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Η κριτική στην κυβέρνηση για την αποτυχία της εδώ είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Ο στασιμοπληθωρισμός είναι προ των θυρών στην Ευρώπη, αλλά σχεδιάζονται και αυξήσεις επιτοκίων. Εξέφρασε ανησυχία και ο κ. Στουρνάρας. Τι να περιμένουμε;
Χωρίς αμφιβολία στην πανδημία EKT και FED άλλαξαν την πολιτική τους σε σχέση με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την κρίση του 2008. Έχουμε αλλαγή παραδείγματος. Ουσιαστικά σταμάτησε να λειτουργεί το Σύμφωνο Σταθερότητας. Από μια άποψη ήταν πολύ θετικό. Ο τρόπος δε όπου προσπαθούν τώρα να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, να βρουν δηλαδή μια ισορροπία στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού χωρίς να προκαλέσουν μεγάλη ύφεση, δείχνει, μέχρι στιγμής, ότι προσπαθούν να βρουν μια ισορροπία. Γι’ αυτό και οι αυξήσεις των επιτοκίων είναι σχετικά μικρές. Επειδή ο πληθωρισμός επιμένει, φαίνεται ότι θα υπάρξει μια πιο επιθετική πολιτική επιτοκίων, που για την ελληνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτο. Νομίζω, η συζήτηση είναι ανοικτή ακόμη και έχει σημασία να υπάρξουν θετικές παρεμβάσεις για να μην επιστρέψουμε στο Σύμφωνο Σταθερότητας, που αποτρέπει τη δημοσιονομική πολιτική να αποκτά και αντικυκλικά στοιχεία, αλλά να έχουμε γενναία αναθεώρησή του.
Σωστά, αλλά τα έως τώρα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι θα τεθούν όρια στις υπερχρεωμένες χώρες. Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς βλέπει το σχέδιό του με βάση αυτό το ενδεχόμενο;
Αναμφίβολα, θα είναι μια πολύ αρνητική εξέλιξη σε σύγκριση με τη σημερινή κατάσταση που άφησε χώρο, ελλείμματα της τάξης του 8% και 9% του ΑΕΠ για Ελλάδα – Ιταλία. Θα δημιουργήσει πολύ δύσκολες συνθήκες γι’ αυτές τις οικονομίες. Η συζήτηση, όμως, είναι ανοικτή και υπάρχουν, θεωρώ, ισχυρές φωνές που προσπαθούν δύο πράγματα: να υπάρξει ουδέτερη, ουσιαστικά, δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή, να περιμένουμε η ανάκαμψη της οικονομίας να μειώνει τα ελλείμματα. Και ο μακρύτερος χρόνος επιστροφής σε κανόνες δημοσιονομικής ισορροπίας. Δύο κρίσιμοι κανόνες που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική οικονομία; Έχει μεγάλες ανισότητες, υψηλό χρέος, ισχνή παραγωγική βάση.
Ναι, έχει χρέος υψηλό, αλλά ρυθμισμένο, χάρη στις δικές μας συμφωνίες. Αυτό μας βγάζει από τον βραχνά της αμεσότητας. Είναι ευάλωτη ακριβώς γιατί έχει ισχνή παραγωγική βάση και, το πιο σημαντικό, οι επιλογές και η πολιτική της κυβέρνησης είναι επικεντρωμένες στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, θεωρούσε και θεωρεί ότι η μείωσή τους είναι μέσο για τη γρηγορότερη ανάκαμψη.
Οι διαθέσιμοι πόροι για μια τέτοια πολιτική –επενδύσεις και κοινωνικό κράτος– πώς θα εξασφαλιστούν;
Για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων βρισκόμαστε στην ευνοϊκή συγκυρία λόγω ΕΣΠΑ, Ταμείου Ανάκαμψης, και άλλων πόρων –ουσιαστικά υπερδιπλάσιοι σε σχέση με πριν. Η ΝΔ τους έχει προσανατολίσει σε μεγάλες επιχειρήσεις και ΣΔΙΤ, αποκλειστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστήσει σαφές ότι θα αναθεωρήσει αρκετά αυτά τα σχέδια, εκτιμώ, κατά 30% – 40%. Προκύπτει αυτό από την εμπειρία μας, αλλά και τις κριτικές των Βρυξελλών στο τωρινό σχέδιο, ενώ η απορρόφηση είναι αργή. Η αναθεώρηση θα γίνει με βάση τρία κριτήρια που δεν έχει αξιοποιήσει η ΝΔ. Το πρώτο μετρά τον αντίκτυπο στην εγχώρια προστιθέμενη αξία στην εγχώρια παραγωγή. Το δεύτερο, την αποτελεσματικότητά του και τη δυνατότητά του να έχει ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα, μείωση των ανισοτήτων. Η τρίτη διάσταση είναι η περιφερειακότητα, αν οι περιφέρειες επωφελούνται από τους πόρους. Το σχέδιο της ΝΔ δεν έχει κανένα από αυτά τα κριτήρια, είναι αρθρωμένο γύρω από μεγάλα πρότζεκτ.
Ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος εδώ; Έχουμε πολύ αρνητική εμπειρία από τη θητεία ΣΥΡΙΖΑ. Πώς βλέπεις ειδικά τον δημόσιο βραχίονά του;
Εμείς, γι’ αυτό το πρόβλημα, κάναμε δύο πράγματα. Ιδρύσαμε την Αναπτυξιακή Τράπεζα, με δύο εργαλεία για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, κατά 90%: τις μικροπιστώσεις, δανεισμό δηλαδή χωρίς εγγύηση έως 50.000 ευρώ, και τις εγγυήσεις που παρείχε η αναπτυξιακή τράπεζα για να χρηματοδοτούνται από τις εμπορικές. Το δεύτερο εργαλείο ήταν ένας νέος αναπτυξιακός νόμος, δομημένος αποκλειστικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ειδικά στην παραγωγή και στην τεχνολογία. Το τρίτο εργαλείο που δεν προλάβαμε, αλλά που έχει σχέση με τις εμπορικές τράπεζες, φυσικά, είναι ότι με το τέλος του μνημονίου, θεωρούσαμε ότι οι μετοχές που διαθέτει το Δημόσιο στις τράπεζες, χωρίς δικαιώματα, πρέπει να αποκτήσουν. Όλα αυτά είναι στοιχεία της πολιτικής μας και σήμερα.
Στον σχεδιασμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ποιος θα είναι ο ρόλος του Δημοσίου; Επανέρχεται και το θέμα των κρατικοποιήσεων ή του “Δ” σε επιχειρήσεις όπως, πχ, η ΔΕΗ.
Κοιτάξτε, οι κρατικοποιήσεις, όπως γνωρίζετε, δεν είναι εύκολο στο υπάρχον ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, διατρέχουν τον κίνδυνο μη έγκρισης, ως κρατικές επιδοτήσεις. Δύσκολη ιστορία, αλλά όχι αδύνατη, διότι υπάρχουν άλλα εργαλεία που το Δημόσιο μπορεί να ενισχύσει την παρουσία του σε επιχειρήσεις. Η ΔΕΗ, όντως, είναι ένα καλό παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Αλέξης Τσίπρας. Εδράζεται στο γεγονός ότι με 34% το Δημόσιο έχει το μάνατζμεντ και η ενίσχυση της συμμετοχής του, δηλαδή η ανάκτηση μετοχών της ΔΕΗ από το Δημόσιο, είναι εφικτή με όρους και τρόπους που είναι συμβατοί με τους κανόνες ανταγωνισμού. Στις υποδομές, που εμείς κρατήσαμε δημόσιες, πάλι υπάρχει μια στρατηγική που προσβλέπει στην ενίσχυση της συμμετοχής του Δημόσιου σε εκείνες τις επιχειρήσεις που η νυν κυβέρνηση ανέτρεψε το προηγούμενο. Άρα, νομίζω, υπάρχουν εργαλεία, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε και να ανακτήσουμε ένα μέρος της δημόσιας παρουσίας –πάντα σε μια συμβατότητα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Τίθενται τώρα ζητήματα και για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης. Ανακύπτει ένα θέμα “εσωστρεφούς παραγωγής”;
Η “εσωστρεφής παραγωγή” επανέρχεται με δύο τρόπους: Πρώτον, ένα κομμάτι των αλυσίδων παραγωγής, για λόγους ασφάλειας, ή στρατηγικής προστασίας της εγχώριας παραγωγής, κυρίως των μεγάλων οικονομιών, επανέρχεται σε επίπεδο Ευρώπης και Αμερικής, προκειμένου να υπάρχει μια μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή ασφαλής και εγγυημένη. Και το δεύτερο επίπεδο είναι ότι ανασυγκροτείται η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όχι σε όρους αποπαγκοσμιοποίησης σε εθνική βάση, αλλά σε περιφερειακή βάση. Η τάση ξεκίνησε πριν την πανδημία, τώρα αυτή την επέτεινε.
Τι ήταν το βασικό λάθος της κυβέρνησης της ΝΔ, που τώρα πληρώνουμε, στην ενέργεια;
Πρώτον, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, που είχε ως συνέπεια και τη βίαιη απολιγνιτοποίηση, που τώρα αναγκάζονται να πάρουν πίσω, πράγμα δύσκολο. Ήταν το πρώτο στρατηγικό λάθος. Το δεύτερο ήταν ότι εμείς φτιάξαμε το χρηματιστήριο της ενέργειας, που έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά για να υπάρξει προθεσμιακή αγορά. Η ΝΔ την πάγωσε, την έκανε όλη ημερήσια, έναντι 50% στην Ευρώπη. Κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν αδεξιότητα, αλλά επιλογή. Το τρίτο ήταν ότι έκανε απολιγνιτοποίηση υπέρ του φυσικού αερίου και όχι υπέρ των ΑΠΕ. Εμείς είχαμε πιο αργή απολιγνιτοποίηση και πιο γρήγορη ανάπτυξη των ΑΠΕ, μέσα από ενεργειακές κοινότητες, δηλαδή από μικρή αποκεντρωμένη παραγωγή που γίνεται και πιο γρήγορα και συμμετέχει η κοινωνία. Το σχέδιο 50% της παραγωγής να περάσει εδώ απαντά και στο ζήτημα των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών στα πολύ μεγάλα πρότζεκτ του ιδιωτικού τομέα. Νομίζω αυτά ήταν τα στρατηγικά λάθη της ΝΔ, που όταν ήλθε η κρίση, βρέθηκε η Ελλάδα με πολύ μεγάλη συμμετοχή φυσικού αερίου στην παραγωγή ενέργειας (55% – 60%), με έκθετο τον μηχανισμό του χρηματιστηρίου ενέργειας και με μια ΔΕΗ που δεν μπορούσε πια να παίξει τον εξισορροπητικό ρόλο της αγοράς, να συγκρατήσει τις τιμές.
Τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ;
Νομίζω ότι κέρδισε τη μάχη για το ενεργειακό, γιατί από τον περασμένο Σεπτέμβρη – Οκτώβρη μίλησε για τρεις αναγκαίες κατηγορίες παρεμβάσεων. Πρώτη, στη χονδρική αγορά, να φύγει η επιρροή του φυσικού αερίου, από το Χρηματιστήριο Ενέργειας και να επιβάλλει η ΡΑΕ πλαφόν στη χονδρική αγορά. Δεύτερον, την κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής στην κατανάλωση και την επιβολή πλαφόν στην αναπροσαρμογή τιμών στον τελικό καταναλωτή. Τρίτον, η ΔΕΗ να αναλάβει τον στρατηγικό της ρόλο στην καθημερινή αγορά επηρεάζοντας τις τιμές, να αποδιαρθρώσει το καρτέλ στην πράξη. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι επί ΣΥΡΙΖΑ η ΔΕΗ δεν είχε ρήτρα αναπροσαρμογής, το είχαμε αρνηθεί. Η ΝΔ τη θέσπισε. Όλες οι χώρες πήραν ένα, τουλάχιστον, από τα τρία αυτά μέτρα, εξαίρεση ήταν η κυβέρνηση της ΝΔ.
Κλείνοντας θα σου θέσω το εξής. Ασκείται κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν μερίμνησε να αλλάξει τα σχέδια που κληρονόμησε απ΄ τις μεγάλες εταιρείες για ΑΠΕ και τώρα υποφέρουν οι τοπικές κοινωνίες. Ότι δεν αποτράπηκαν τα μεγάλα μεγέθη.
Η απάντηση είναι τριπλή. Εμείς καταργήσαμε τις εγγυημένες τιμές για τις ΑΠΕ, εισάγαμε τον θεσμό των διαγωνισμών και η τιμή έπεσε από 100 – 110 στα 60 – 65. Το δεύτερο ήταν ότι παραγγείλαμε το ειδικό χωροταξικό για τις ΑΠΕ, που θα έβαζε περιορισμούς σε ένα σύστημα που κληρονομήσαμε. Το τρίτο ήταν που θεσμοθετήσαμε τις ενεργειακές κοινότητες, δίνοντάς τους το δικαίωμα οι αιτήσεις τους να προηγούνται των ιδιωτικών. Προφανώς, θα έμεναν και μεγάλες ιδιωτικές, αλλά με βάση το ειδικό χωροταξικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο άρθρο για τις ενεργειακές κοινότητες, το ακύρωσε η ΝΔ την πρώτη εβδομάδα! Ως προς τις επιδράσεις των ΑΠΕ, τα στοιχεία λένε ότι το διάστημα 2017 – 2019 ήταν η ταχύτατη ανάπτυξή τους, διότι προσπαθήσαμε να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση, παρά τις δυσκολίες. Για συγκεκριμένες περιοχές, προσπαθήσαμε, κατά την αδειοδότηση, να μειώσουμε τον αριθμό που μας ζητούσαν. Βάζαμε, δηλαδή, έναν περιορισμό για μετριασμό της περιβαλλοντικής επίπτωσης.