Το βράδυ της Τετάρτης η ροή των πραγμάτων διεθνώς άλλαξε δραματικά. Ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε στην παγκόσμια ιστορία, με μια φράση «κλειδί» στο νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ που υιοθετήθηκε την πρώτη μέρα της συνόδου κορυφής στη Μαδρίτη και θα καθορίζει τη συμμαχική στρατηγική για τουλάχιστον μία δεκαετία: «Η Ρωσική Ομοσπονδία είναι η πιο σημαντική και άμεση απειλή για την ασφάλεια» των χωρών του ΝΑΤΟ…
Για «εκ βάθρων μεταβολή» της πολιτικής αποτροπής και άμυνας του ΝΑΤΟ έκανε λόγο ο γ.γ. της συμμαχίας. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ επιβεβαίωσε την ενίσχυση των σχηματισμών μάχης στα σύνορα του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη, χαρακτηρίζοντάς την ως τη «μεγαλύτερη αναδιάταξη της συλλογικής μας άμυνας και αποτροπής από τον Ψυχρό Πόλεμο», με οκταπλασιασμό των δυνάμεων ταχείας επέμβασης: 300.000 οπλίτες από 40.000 που είναι τώρα. Η ωμή πραγματικότητα…
Ακόμα σαφέστερος αναφορικά με την ταυτότητα του νέου δόγματος ήταν ο Τζο Μπάιντεν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, δήλωσε ο αμερικανός Πρόεδρος, θα ενισχύσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην Ευρώπη με την ίδρυση ενός «μόνιμου αρχηγείου» των ενόπλων δυνάμεών τους στην Πολωνία, την αύξηση των στρατευμάτων τους στις χώρες της Βαλτικής και την εγκατάσταση μιας αμερικανικής ταξιαρχίας στη Ρουμανία, μεταξύ άλλων.
Η ωμή πραγματικότητα. Τριάντα χρόνια από τον Ψυχρό Πόλεμο η Αμερική επιστρέφει «πάνοπλη» στην Ευρώπη, κομίζοντας μια νέα παραλλαγή του που υπόσχεται στις πολεμικές βιομηχανίες κέρδη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων, τα οποία, ανατροφοδοτούμενα στο διηνεκές από τη νεο-ψυχροπολεμική συνθήκη, θα εγγυώνται τη διαιώνιση της ίδιας ως επικυρίαρχου.
Το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αυτεξούσιου παίκτη στο διεθνές πεδίο; Ίσως. Υπό μία βασική προϋπόθεση. Ότι η επιχειρούμενη από τις ΗΠΑ αποκοπή της Ευρώπης από τη γεωγραφική και οικονομική συνάφειά της με τη Ρωσία θα παγιωθεί με την εδραίωση μιας οιωνεί εμπόλεμης ζώνης, ενός τείχους «προθύμων» παλαιών και νέων νατοϊκών εταίρων, εκτεινόμενου από τη Σκανδιναβία και τη Βαλτική μέχρι τον Εύξεινο και την ανατολική Μεσόγειο.
Οι σχεδιασμοί αυτοί των Ηνωμένων Πολιτειών επιφυλάσσουν στην Τουρκία ένα διακριτό ρόλο. Ο Ταγίπ Ερντογάν το εκμεταλλεύεται επιτήδεια -- και αποτελεσματικά, κρίνοντας από τα κέρδη που αποκόμισε αίροντας το βέτο της Άγκυρας στην ένταξη του Ελσίνκι και του Όσλο στο ΝΑΤΟ, για την οποία τόσο επείγεται η Ουάσινγκτον.
Με την τριμερή συμφωνία που υπογράφτηκε στη Μαδρίτη από την Τουρκία και τις δύο σκανδιναβικές χώρες λίγες ώρες πριν από την επίσημη έναρξη της συνόδου την Τετάρτη, η πρώτη δεν αποκόμισε μόνο το «ελεύθερο» για μια νέα επιδρομή κατά των Κούρδων στη βόρεια Συρία.
Εξασφάλισε επίσης: τη δυνατότητα πρόσβασης στην προμήθεια αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35 από την οποία ήταν μέχρι χθες τιμωρητικά αποκλεισμένη· την αναβάθμιση των παλαιότερων F-16 και την προμήθεια νέων· τη δέσμευση της Σουηδίας και της Φινλανδίας να άρουν το εμπάργκο όπλων εναντίον της. Αποκόμισε, με άλλα λόγια, την έμπρακτη ανοχή των νατοϊκών εταίρων στην προκλητική επιθετικότητά της απέναντι σε ένα άλλο μέλος της συμμαχίας, την Ελλάδα. Η ωμή πραγματικότητα…
Ο έλληνας πρωθυπουργός δεν αντέδρασε. Όχι επειδή πιάστηκε εξαπίνης. Ήξερε. Όφειλε να ξέρει, αφού διαχειρίζεται προσωπικά την εξωτερική πολιτική της χώρας. Δηλώνει, μολαταύτα, ικανοποιημένος. Επιμένει ότι η επιθετική ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση. Αυτό τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να απαντήσει, ως η θιγόμενη πλευρά, με σθένος και αυτοπεποίθηση.
Σε δηλώσεις του στο Τύπο μετά το πέρας της συνόδου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ανακούφισή από το ότι, όπως είπε, «σε καμία από τις συζητήσεις που είχαμε αυτές τις μέρες δεν προέβαλε η Τουρκία κανένα από τα επιχειρήματά της εις βάρος της Ελλάδος», η επιθετική ρητορική της Τουρκίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από «μία επιχειρηματολογία η οποία σκοπεύει περισσότερο στην εσωτερική κοινή γνώμη»...
Ο Ερντογάν «δεν έθεσε θέμα αποστρατιωτικοποίησης νησιών», έσπευσαν σε επικουρία του πρωθυπουργού τα συστημικά μέσα, επικαλούμενα κυβερνητικές πηγές: Η συμφωνία Σουηδίας-Φινλανδίας-Τουρκίας «ανοίγει τον δρόμο για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού βραχίονα εντός του ΝΑΤΟ, χωρίς να επηρεάζει τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης -Τουρκίας και τις σχετικές ευρωπαϊκές αποφάσεις».
Τους διέψευσε την ίδια μέρα ο τούρκος πρόεδρος. Στη δική του συνέντευξη Τύπου μετά τη σύνοδο, ο Ταγίπ Ερντογάν κατήγγειλε την Ελλάδα ότι «έχει παραβιάσει τον τουρκικό εναέριο χώρο 147 φορές», κάτι για το οποίο «θα έπρεπε να κληθεί λογοδοτήσει», και επανέλαβε την κατηγορία ότι η χώρα μας «στρατιωτικοποιεί νησιά κατά παραβίαση των Συνθηκών».
Εξακολουθούν το Μαξίμου και η λίστα Πέτσα να θεωρούν ότι η στάση αυτή δεν αποθρασύνει ακόμη περισσότερο την Άγκυρα; Ότι δεν στέλνει στους εταίρους το μήνυμα ότι η Ελλάδα όχι απλώς δεν έχει πρόβλημα αλλά επιπλέον «ικανοποιείται» από την ανοχή που επιδεικνύουν έναντι της Τουρκίας;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε μια μοναδική ευκαιρία να αναθεωρήσει. Μπορούσε να προβάλει βέτο στη δέσμευση που ανέλαβαν η Σουηδία και η Φινλανδία να συμβάλουν ώστε «η Τουρκία να συμμετέχει στον μέγιστο δυνατό βαθμό στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας». Μπορούσε να αρνηθεί την εμπλοκή στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα ενός εξω-ευρωπαϊκού παράγοντα, της Τουρκίας, ο οποίος αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας.
Δεν το έπραξε. Αντίθετα άφησε να διαρρεύσει ότι η συμφωνία Σουηδίας-Φινλανδίας-Τουρκίας δεν αφορά στο παραμικρό την Ελλάδα.
Θα μπορούσε, εύλογα και τεκμηριωμένα, να ασκήσει βέτο στην ένταξη, αν προηγουμένως δεν αρθεί αυτό σημείο της συμφωνίας. Δεν το έκανε.
Γιατί; Διότι, προφανώς, μόνο ένα βέτο ξέρει να ασκεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Βέτο στην παραδοχή της ωμής πραγματικότητας. Παραδοχή που, όμως, θα τον υποχρέωνε να πάψει να είναι δεδομένος και προβλέψιμος.