Ο εκνευρισμός της ΝΔ είναι δικαιολογημένος. Ο σχεδιασμός της για μια άνετη εκλογική επικράτηση, βασισμένος στην προσδοκία «επιστροφής στην κανονικότητα» και στην πεποίθηση της σταθερής δημοσκοπικής υπεροχής, έχει πέσει προ πολλού στο κενό. Η πρόθεση να γίνουν οι εκλογές στο τέλος της τετραετίας, από πλεονέκτημα που φάνταζε, έχει αρχίσει και γίνεται βραχνάς, καθώς όλα δείχνουν ότι το ερχόμενο φθινόπωρο και ο ερχόμενος χειμώνας θα είναι από κάθε άποψη ναρκοθετημένο έδαφος. Το χειρότερο είναι πως και η επιλογή των πρόωρων εκλογών δεν φαίνεται να λύνει κανένα από τα προβλήματά της: όποτε και να γίνουν, δεν θα πραγματοποιηθούν με τη διάθεση του εκλογικού σώματος σε αισθητά καλύτερη κατάσταση. Η ΝΔ δεν έχει κάτι διαφορετικό να υποσχεθεί πέρα από την ήδη ασκούμενη πολιτική, η οποία δεν ικανοποιεί πια και απωθεί τη μεγάλη πλειονότητα.
Δυσάρεστα μηνύματα
Τα προβλήματα της ΝΔ επιτείνει το γεγονός ότι σ’ αυτό το αρνητικό εσωτερικό σκηνικό έρχονται να προστεθούν δυσάρεστα μηνύματα από τη διεθνή σκηνή, με πιο πρόσφατο το μήνυμα των γαλλικών εκλογών. Τι διαμηνύουν; Ότι η προωθητική δύναμη του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού, που τα έδινε όλα στο ιδιωτικό κεφάλαιο, για να μπορέσει να απλωθεί σε όλη την κοινωνία η ευημερία εκ του περισσεύματος των υπερκερδών του, πέφτει κατακόρυφα. Η τραυματική εμπειρία μιας πολύ σημαντικής μερίδας του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια είναι άκρως αντίθετη από τις νεοφιλελεύθερες υποσχέσεις. Αυτή η εμπειρία την κάνει να μεταστρέφεται και να μεταβάλλεται σε κρίσιμο κοινωνικό και πολιτικό μέγεθος, που διαψεύδει τις προσδοκίες για μια εύκολη επανάληψη των «επιτυχιών» του νεοφιλελευθερισμού.
Τόσο, λοιπόν, από πλευράς τακτικών ελιγμών, όσο και από πλευράς στρατηγικής στόχευσης, η ΝΔ βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Γι’ αυτό υποβαθμίζει το επιχείρημα της υπεροχής του νεοφιλελεύθερου δόγματος και καταφεύγει αφενός στην προβολή του πλεονεκτήματος της σταθερότητας και της κυβερνησιμότητας μιας καθεστωτικής δύναμης όπως η ίδια, αφετέρου στη διαβολή των πολιτικών προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως αναξιόπιστων και επικίνδυνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπονόμευση της πρότασης για προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με τη γελοιογραφική συρρίκνωσή της σε πρόθεση επιστροφής στο 2015 με τον Γ. Βαρουφάκη υπουργό σε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Με εξόφθαλμη πρόθεση να τρομοκρατήσει αναμοχλεύοντας και διαστρεβλώνοντας την ιστορική πραγματικότητα. Λες και η κρίση άρχισε το 2015, λες και τη χρεοκοπία την έφερε η Αριστερά.
Δεν ξέρω πόσο θα πρέπει να ερευνήσει κανείς την ελληνική και διεθνή εμπειρία, για να εντοπίσει έστω και μία περίπτωση που δόθηκαν και κερδήθηκαν πολιτικές και κοινωνικές μάχες με βασικό, αν όχι αποκλειστικό, εφόδιο τη διαβολή της πολιτικής του αντιπάλου και όχι την πειστική προβολή της δικής σου πολιτικής.
Η αντιπολίτευση αναζητά τον βηματισμό της
Αυτό ισχύει και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Ό,τι αποτελεί μειονέκτημα για την κυβερνητική παράταξη, δεν συνιστά αυτόματα πλεονέκτημα για την ίδια. Οι κυβερνητικές ζημιές δεν μεταφράζονται αυτόματα σε αντιπολιτευτικά κέρδη. Αν η κυβέρνηση για να πάει στις εκλογές, χρειάζεται μια φορά να προβάλει θετικά τη δικιά της πρόταση, η αξιωματική αντιπολίτευση χρειάζεται δύο και τρεις φορές περισσότερο ένα θετικό κυβερνητικό πρόγραμμα, αν θέλει να διεκδικήσει με αξιώσεις τη νίκη. Ένα πρόγραμμα πειστικό και ταυτόχρονα προσανατολισμένο στην αντίθετη κατεύθυνση. Ώστε αυτός που έχει υποστεί τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ, να διευκολύνεται να μετατρέψει την αυθόρμητη απόρριψή της σε θετική αναζήτηση λύσεων στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού.
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, στον χώρο της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί σταθερές πεποιθήσεις και συνεπώς πολιτικές. Η επίσημη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για προοδευτική κυβέρνηση δεν έχει καλλιεργηθεί. Μέχρι πρόσφατα, άλλωστε, είχε ως ανταγωνιστή μια εκδοχή της αυτοδυναμίας, η οποία ευτυχώς υποχώρησε. Ωστόσο, εγείρονται γι’ αυτήν ερωτήματα από διαφορετικές σκοπιές. Αμφιβολίες για τον χαρακτηρισμό της ως προοδευτικής. Αμφισβητήσεις ως προς το εύρος της. Αβεβαιότητες ως προς την πολιτική που θα είναι σε θέση να εφαρμόσει με πιθανό βασικό εταίρο το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.
Όλα θεμιτά και λογικά. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες αναγκαστικές κινήσεις. Για να μην ξαναέχουμε κυβέρνηση ΝΔ, πρέπει να επιδιώξουμε να έχουμε κυβέρνηση συνεργασίας χωρίς τη ΝΔ. Αυτό είναι το διακύβευμα στις εκλογές. Ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να κατέβει στον στίβο με διαφορετικό στόχο. Κάθε άλλη εκδοχή αφήνει ελεύθερο το πεδίο στη ΝΔ να αναζητήσει λύσεις με την ίδια στο επίκεντρο.
Το σύνθετο έργο της Αριστεράς
Μπορούμε να κάνουμε την εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι σε θέση και πρέπει να επιδιώξει την αυτοδυναμία; Μήπως μια τέτοια επιλογή κάνει πολύ πιο ορατή και πιθανή την άγρευση ψήφων παντού όπου, με αποτέλεσμα έναν πολύ πιο κρίσιμο μετασχηματισμό του σε κόμμα σούπερ μάρκετ; Τι νόημα έχουν, όμως, αυτά τα ερωτήματα, αν, τελικά, η πολιτικής μιας κυβέρνησης συνεργασίας μοιάζει πιο πολύ με την πολιτική που θα ασκούσε ένα τέτοιο, μετασχηματισμένο κόμμα;
Έχουν και παραέχουν. Γιατί τα κυβερνητικά προγράμματα των κομμάτων και των συμμαχικών κυβερνήσεων είναι προϊόντα υπολογισμού του πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Αλλά πέρα από αυτά υπάρχουν και οι προγραμματικές βάσεις, οι προγραμματικές θέσεις τους, που αποτελούν την ταυτοτική σταθερά τους. Και το κρίσιμο για ένα κόμμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι να αναζητά και να βρίσκει τον τρόπο σύνδεσης των λιγότερο φιλόδοξων ίσως κυβερνητικών πολιτικών με τις ταυτοτικές προγραμματικές του σταθερές. Αυτό είναι το κριτήριο της αυτοσυνειδησίας του και της εκπλήρωσης της αποστολής του. Χωρίς αυτό, ούτε σαν αποτελεσματικός εκλογικός μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει.