Παρασκευάς Ματάλας «Κοσμοπολίτες εθνικιστές. Ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο "μαθητές" του», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021
Θα ήθελα να το δηλώσω από την αρχή. Το βιβλίο του Παρασκευά Ματάλα είναι μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές μελέτες, αν όχι η σημαντικότερη, των τελευταίων δεκαετιών που γράφτηκε από έλληνα ιστορικό. Ταυτόχρονα, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια πρόκληση προς την κοινότητα των ιστορικών, καθώς έρχεται σε σιωπηρή ρήξη με ορισμένες παγιωμένες συμπεριφορές των νεότερων από αυτούς στον τόπο μας. Τούτοι οι χαρακτηρισμοί δεν ανήκουν στις υπερβολικές φιλοφρονήσεις που συνηθίζονται στις βιβλιοπαρουσιάσεις, αλλά προέκυψαν από τη συνεκτίμηση τεσσάρων στοιχείων: 1. Το εύρος του πεδίου που έγινε αντικείμενο της μελέτης. 2. Την πληρότητα της τεκμηρίωσης, το βάθος της ανάλυσης κάθε περίπτωσης, τις καλοζυγισμένες αξιολογήσεις. 3. Τις απαντήσεις που δίνει και τις ερμηνευτικές προοπτικές που ανοίγει σε καίρια ζητήματα της ιδεολογικής και πολιτικής ιστορίας, της ευρωπαϊκής και της ελληνικής. Τέλος, 4, τη συστηματική αποφυγή ιστοριογραφικών στερεοτύπων που η χρήση τους κατά κανόνα συνδέεται με την επίκληση θεωρητικών αυθεντιών.
Δεν νομίζω πως γελιέμαι, αλλά δεν θυμάμαι άλλη ιστορική μελέτη που γράφτηκε στη χώρα μας ή από έλληνα ιστορικό που μελετά όχι απλά ένα ιδεολογικό ρεύμα ή μια θεωρία αλλά και τα δρώντα υποκείμενα στην κλίμακα του πλανήτη: Κοσμοπολίτες εθνικιστές. Ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο «μαθητές» του. Μεσογειακή και Κεντρική Ευρώπη, Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη και την καθ’ ημάς Ανατολή, Νότια Αμερική, Αφρική. «Η γέννηση και η εξέλιξη του μπαρρεσικού εθνικισμού» εξετάζεται προγραμματικά «ως μια διεθνής διαδικασία» (σελ. 26), και αυτό γίνεται «όχι συγκριτικά, αλλά με τη χαρτογράφηση των σχέσεων ανάμεσα στους εθνικιστές και τους εθνικισμούς» (σελ. 27). Στο κέντρο αυτού του πλέγματος σχέσεων βρίσκεται ο «δάσκαλος» Μπαρρές και η Γαλλία, η Γαλλία στη μορφή που ακριβώς ο Μπαρρές απορρίπτει: «Με έναν εξίσου αντιφατικό τρόπο ο εθνικισμός του Μπαρρές έχει μια βάση κοσμοπολίτικη, εδράζεται στην κοσμοπολίτικη παρισινή κουλτούρα και όσο κι αν της ασκεί εσωτερική κριτική, την κουβαλάει μέσα του, αποκτά λάμψη και διεθνή ακτινοβολία ακριβώς χάρη στην οικουμενική ακτινοβολία αυτής της γαλλικής κουλτούρας» (σελ. 33). «Εξαρχής το έθνος κράτος, ως ιδέα αλλά και ως ιστορικό φαινόμενο δεν συγκροτήθηκε ως αντίπαλος της “παγκοσμιοποίησης”, αλλά ως ένα δομικό συστατικό της» (σελ. 33).
Πλήρης τεκμηρίωση και προσεκτική ανάλυση
Η επισήμανση του αντιφατικού χαρακτήρα του μπαρρεσικού εθνικισμού αποτελεί ένα παράδειγμα για τη μεγάλη προσοχή με την οποία ο Π.Μ. αναλύει το εξαιρετικά πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό που χρησιμοποιεί. Στις διαμάχες περί έθνους και εθνικισμού τα εκατέρωθεν επιχειρήματα στηρίζονται υπερβολικά συχνά σε παραθέματα από δεύτερο χέρι, καμιά φορά και ακρωτηριασμένα, με αποτέλεσμα η συζήτηση να βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα. Όχι σε αυτό το βιβλίο. Από την αλληλογραφία του Μπαρρές, ο Π.Μ. πηγαίνει στα αυτόνομα έργα των επιστολογράφων, στα περιοδικά που δημοσιεύουν τα άρθρα τους, στον κύκλο των συνεργατών τους. Με τον τρόπο αυτό μας δίνει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του ιδεολογικού και του πολιτικού κλίματος στις διάφορες περιοχές, στις οποίες ο Μπαρρές απόκτησε μαθητές. Η υποδειγματική αυτή προσέγγιση είναι εμφανής ήδη από την εισαγωγή με την έκθεση των τριών παραδειγμάτων μαθητών του Γερμανού Ερνστ Γιούγκερ, του Ουαλλού Saunders Lewis και του Σενεγαλέζου Λεοπόλντ Σεντάρ Σεγκόρ. Αυτή η μεθοδικότητα και διεισδυτικότητα σημειώνει μια πρώτη κορύφωση στο μεγάλο κεφάλαιο για τους ιταλούς μαθητές που ακολουθεί τα εισαγωγικά.
Εθνικισμός και φασισμός
Η λεπτομερής αυτή ανάλυση τον οδηγεί να απαντήσει με σιγουριά στο ερώτημα για τη σχέση εθνικισμού και φασισμού. «Η συστράτευση του Μουσολίνι στο κίνημα υπέρ του πολέμου δεν είναι μια απρόσμενη μεταστροφή», αποφαίνεται με βάση τα κείμενα του σοσιαλιστή τότε ηγέτη πριν το 1915. Στο γενικό επίπεδο των ιδεολογιών και των κινημάτων δείχνει πως ο εθνικισμός καταλήγει να χωνευτεί μέσα στον φασισμό, «εξαφανίζεται και συνάμα ανασταίνεται» (σελ. 104 - 105).
Η συμβολή του στη συζήτηση για τη σχέση εθνικισμού και φασισμού στην Ιταλία, για τη βαθύτερη σχέση του Μπαρρές με τους πρώτους σιωνιστές στη Γαλλία, την Ευρώπη γενικότερα, και τη Θεσσαλονίκη, παρά την τομή της υπόθεσης Ντρέιφους, δεν ενημερώνει απλώς τον Έλληνα αναγνώστη για εξωχώρια φαινόμενα, αλλά αποτελεί συνεισφορά στη σχετική διεθνή ιστοριογραφία και θα ήταν ευκταίο να μεταφραστούν αυτά τουλάχιστον, αν όχι όλο το βιβλίο και σε κάποια ευρύτερης διάδοσης γλώσσα.
Οι Έλληνες μαθητές του Μπαρρές
Φυσικά, μας είναι πιο εύκολο να εκτιμήσουμε τις απαντήσεις που δίνει και τις ερμηνευτικές προοπτικές που ανοίγει σε πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Στην εισαγωγή μάς αποκαλύπτει πώς προσέγγισε το ζήτημα της παγκόσμιας επίδρασης του Μπαρρές μέσα από το αρχικό ενδιαφέρον του για τον εθνικισμό του Ίωνα Δραγούμη. Όπως και σε κάθε άλλο γεωγραφικό χώρο δεν περιορίζει την προσοχή του σε μια προσωπικότητα, όσο σημαντική και αν είναι αυτή. Με μεγάλη συνέπεια παρακολουθεί τις συνεχείς μεταστροφές του Νίκου Καζαντζάκη. Μαζί με τον Δραγούμη και τον Καζαντζάκη διεκδικούν το ενδιαφέρον του και άλλοι λογοτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Θανάσης Πετσάλης, ο Σωτήρης Σκίπης, ο Νίκος Εξαρχόπουλος. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν που το τμήμα που αφιερώνει στους έλληνες μαθητές καλύπτει περίπου το 40% των σελίδων του βιβλίου, αν δεν συνυπολογίσω τον επίλογο. Δεύτερο σε έκταση είναι το κεφάλαιο για τους Ιταλούς εθνικιστές, περίπου 15% του συνόλου.
Επιστρέφω στην περίπτωση του Ίωνα Δραγούμη που επικαλούνται ακόμα και σήμερα οι σύγχρονοι Έλληνες εθνικιστές βασισμένοι κατά κανόνα στο δημοσιευμένο έργο του. Ο Π.Μ., χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά την αλληλογραφία του με τον Μπαρρές και τα αδημοσίευτα κομμάτια του ημερολογίου του, δείχνει την καθοριστική επιρροή που άσκησε ο Μπαρρές στη γέννηση του εθνικισμού του Δραγούμη. Ο νεαρός γόνος της σημαίνουσας αθηναϊκής οικογένειας γοητεύεται αρχικά από τον εγωτισμό των πρώτων γραπτών του Μπαρρές και μετά φυσιολογικά αφήνεται στην επίδραση του εθνικισμού του: «Η συλλογιστική του Δραγούμη έχει καταλήξει στον εθνικισμό με αφετηρία όχι το έθνος ως υπέρτατο αγαθό, αλλά τις μπαρρεσικές έννοιες του εγώ και της ενέργειας» (σελ. 275).
Σε αντίθεση με την κρατούσα εικόνα του εθνικιστή Δραγούμη, η λεπτή ανάλυση του Π.Μ. μάς δείχνει την εσωτερική κρίση που περνά μετά το 1914 ο έλληνας ιδεολόγος και πολιτικός. Γενικά, η εικόνα που προκύπτει από τα κείμενα που παραθέτει ο Π.Μ. είναι ενός διανοούμενου που από την αρχή τον τρώνε οι αμφιβολίες και οι αμφιταλαντεύσεις. Σταθερό στοιχείο σε αυτήν την τρικυμία των σκέψεων του Δραγούμη παραμένει μόνο ο εγωτισμός του: «Με τη μελέτη μου για τον νεοελληνικό πολιτισμό μού φαίνεται πως έκλεισα τον κύκλο της εθνικής μου πίστης. Τώρα πρέπει κάτι άλλο να βρω να μ’ εμπνεύσει», σημειώνει τον Φεβρουάριο του 1914 (σελ. 293). Πηγαίνοντας ως διπλωμάτης στην εμπόλεμη Πετρούπολη ανακαλύπτει τις ρωσικές, από τη γιαγιά του, ρίζες. «Από μια άποψη βέβαια», παρατηρεί εύστοχα ο Π.Μ., «αυτή η ρήξη δηλώνει μια συνέχεια με τις μπαρρεσικές ιδέες, μπορούμε να τη δούμε σαν μια άλλη προγονική φωνή που ξύπνησε μέσα του» (σελ. 295). Ο Π.Μ. θεωρεί πως ο Δραγούμης κατασταλάζει τελικά σε μια εντελώς αντίθετη από τον εθνικισμό της νιότης του κοσμοθεωρία που τον φέρνει σε ιδεολογική διαφωνία με τον Μπαρρές. Στο ημερολόγιό του ο αντιβενιζελικός Δραγούμης διακρίνει δύο φάσεις με διαφορετικές επιρροές στη ζωή του. Στην πρώτη Νίτσε και Μπαρρές, στη δεύτερη Τολστόι, Ρουσό, Κροπότκιν, Ζιντ. «Στην πρώτη περίοδο Μακεδονική ενέργεια. Στη δεύτερη Ρωσική επανάσταση και κοινωνική επανάσταση παντού. Στη Μακεδονική ενέργεια έλαβα μέρος, στην κοινωνική επανάσταση όχι όμως», σημείωνε στο ημερολόγιό του το 1919 (σελ. 307).
Ο συγγραφέας είναι πιο αυστηρός με τον Καζαντζάκη και τις διαδρομές του από το Νίτσε, στον Βενιζέλο, τον Φρόιντ, τον Βούδα, τον Λένιν, τον Φράνκο, γιατί μάλλον εκτιμά πως σε αντίθεση με τον Δραγούμη παρέμεινε πιστός στον μπαρρεσικό εγωτισμό: «Η επίμονη αναζήτηση ενός "νοήματος της εποχής" τού επιτρέπει να πηδάει από τον Λένιν στον Μουσσολίνι και από τον Γκάντι στον Χίτλερ. Η ιστορία γίνεται ένα παιγνίδι για τη σωτηρία της ψυχής του διανοουμένου» ή, πιο σκληρά, «το νήμα που συνδέει τα κομμάτια αυτής της ανερμάτιστης πορείας είναι ένα υπερδιογκωμένο εγώ που πασχίζει να προβληθεί πάνω στη μεγάλη ιστορία όπως τη βλέπει να εξελίσσεται μπροστά του και να γίνει εκφραστής του μπαρρεσικού “εγώ της φυλής”» (σελ. 358, 359).
Ο εγωτισμός απαιτεί την προβολή της φυσικής υπόστασης του ατόμου, χρειάζεται μια θεατρικότητα. Ο πίνακας του Ιγνάθιο Θουλοάγα που δείχνει τον Μπαρρές μπροστά στο πανόραμα του Τολέδο (σελ. 126) δεν αποτελεί μόνο μια εικονογραφική αναφορά στα πανοράματα του Τολέδο που είχε φιλοτεχνήσει ο Γκρέκο και στον ρόλο που έπαιξε ο Μπαρρές στην «ανακάλυψη» του κρητικού ζωγράφου, αλλά αποδίδει και τη συνεχή θεατρική πόζα του «δασκάλου». Την πόζα αυτή τη συναντούμε ξανά, σε υπερβολικό βαθμό, στη φωτογραφία που απεικονίζει τον Μπαρρές μαζί με τον ομοϊδεάτη του Ντ’ Αννούτσιο στο μπαλκόνι ενός βενετσιάνικου παλάτσο το 1916.
Θεωρητικός λόγος δίχως εξάρτηση από αυθεντίες
Τέλος, η εργασία του Π.Μ. αποτελεί και μια πρόκληση για τα ήθη της ελληνικής ιστοριογραφίας. Μάταια, θα ψάξει κανένας στην εκτενέστατη βιβλιογραφία το όνομα κάποιας θεωρητικής αυθεντίας από αυτήν η εκείνη την όχθη του Ατλαντικού. Όλα τα βιβλία που αναφέρονται και οι συμβολές σε περιοδικά βρίσκονται μόνο στις υποσελίδειες σημειώσεις, έχουν να κάνουν άμεσα με το πραγματολογικό υλικό που διαπραγματεύεται ο Π.Μ. Μόνο ο Benedict Anderson και οι Imagined Communities διασώζονται από τη σιωπή. Είναι μάλλον επόμενο που ο Π.Μ. αποφεύγει τους όρους στερεότυπα. Κοσμοπολίτες οι ανά τον κόσμο μαθητές, αλλά μην ψάξετε για την παγκοσμιοποίηση. Ο όρος αναφέρεται μια φορά και αυτή εντός εισαγωγικών (σελ. 33). Σχέσεις ανάμεσα στους διανοούμενους από διάφορες χώρες και μέσα σε αυτές, και όμως ο Π.Μ. αντιστέκεται στον πειρασμό να θυσιάσει στα «δίκτυα».
Η μη αναφορά σε θεωρητικές αυθεντίες δεν σημαίνει άγνοια ή θεωρητικό αγνωστικισμό. Ο Π.Μ. έχει δείξει από το προηγούμενο βιβλίο του για το Έθνος και την Ορθοδοξία πως κατέχει τη θεωρητική συζήτηση περί έθνους και πως έχει κάνει τις επιλογές του. Συντάσσεται με τις κονστρουκτιβιστικές θεωρίες περί έθνους και φαίνεται να το διασκεδάζει όταν παραθέτει την απόφανση του Μπαρρές από το 1897: «Εκείνο που συνιστά την ελληνική εθνικότητα δεν είναι ασφαλώς η φυλή μετά από τόσους αιώνες και αναμείξεις! Είναι το ιδεώδες, η πίστη στον ελληνισμό… Είναι το Πανεπιστήμιο της Αθήνας αυτό που φτιάχνει την εθνική ενέργεια» (σελ. 369). Ορθά διευκρινίζει πως δεν πρόκειται για μια αντίφαση του μπαρρεσικού εθνικισμού. Τη φωνή της γης και των νεκρών μπορούν να την ακούσουν μόνον οι εκλεκτοί, οι έχοντες χρήμα και μόρφωση. Οι άλλοι, ο κοινός λαός, πρέπει να εκπαιδευτούν κατάλληλα για να την ακούσουν. Ο εθνικισμός, μάς λέει, επεμβαίνει στις ταξικές αντιθέσεις. Μέσα από τα έργα των εθνικιστών λογοτεχνών και διανοουμένων των διαφόρων χωρών δείχνει πως ο κοσμοπολίτικος εθνικισμός εγγράφεται μέσα στις εκεί εσωτερικές κοινωνικές εντάσεις. Για την Ιταλία αποφαίνεται ότι «βέβαια, ο εθνικισμός αναπτύχθηκε σαν ένα είδος απάντησης στα θεμελιώδη ζητήματα του ιταλικού κράτους στο γύρισμα του αιώνα, εκείνα που δημιούργησε η εκβιομηχάνιση, το “κοινωνικό ζήτημα” και η άνοδος του εργατικού κινήματος, οι βαθιές, περιφερειακές διαφοροποιήσεις, σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο, η μετανάστευση κ.ο.κ.» (σελ. 33). Και ειδικότερα για τις απόψεις του Ερρίκο Κορραντίνι λέει: «Ο εθνικισμός είναι η άρνηση της ταξικής πάλης στην πράξη, μέσα από την επιδίωξη της πάλης ανάμεσα στα έθνη» (σελ. 75).
Αυτή η κοινωνική γείωση της ιδεολογίας διαφοροποιεί την εργασία του Π.Μ από την περιγραφική ιστορία των ιδεών. Αν σε κάποιους παρέμενε σχετικά μια αμφιβολία, αυτή διαλύεται με την εισαγωγή ενός ερμηνευτικού κλειδιού που αποτελεί προσωπική πρόταση του Π.Μ. Στη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που είχε ως θέμα «το τοπίο της Σπάρτης», είχε δείξει πώς ο ένας συγγραφέας περιηγητής αντιγράφει τον προηγούμενο. Αυτό που διαφοροποιεί ορισμένες αφηγήσεις και τις προσωποποιεί είναι η ίδια η εμπειρία του τοπίου. Η σύνδεση της ιδεολογίας με την υλικότητα του τοπίου είναι ένα ερμηνευτικό κλειδί, προσωπική πρόταση του Π.Μ., κορύφωση της διαλεκτικής προσέγγισής του που διαφοροποιεί τη δουλειά του από την ιστορία των ιδεών της μετακένωσης και των επιρροών: «Τα τοπία είχαν ιδιαίτερη σημασία για τον νεορομαντικό εθνικισμό γιατί οι ταξιδιωτικές αφηγήσεις διέθεταν δυνατότητες επίδρασης που δεν είχαν άλλα λογοτεχνικά κείμενα, μπορούσαν να προσφέρουν απτές εμπειρίες… Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα τοπία μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα για την κατασκευή άλλων αναλόγων, στην Ελλάδα ή στην Πορτογαλία, στο Περού ή στη Σενεγάλη… Τα εθνικά τοπία φωτίζουν το παράδοξο της διαδικασίας κατασκευής της αυθεντικότητας. Η ελληνικότητα, η hispanidad, η peruanidad, η italianita δεν φτιάχνονται μόνο με βιβλία, αλλά και μέσα από την ανακάλυψη, τη χρήση, την οικειοποίηση και την κατασκευή απτών υλικών τόπων, οι οποίοι αισθητικοποιούνται, ιδεολογικοποιούνται, γεμίζουν με ιστορία, φαντάσματα νεκρών, σύμβολα, «μνήμες», ερείπια, και μετατρέπονται σε εθνικά τοπία, προσφέροντας το έδαφος πάνω στο οποίο ριζώνει το δέντρο - έθνος, έναν καθρέπτη της «ψυχής» του έθνους, το σκηνικό του δράματος της ιστορίας του (σελ. 365-366). Δεν ξέρω, αν με την επίκληση της ζωντανής υλικής εμπειρίας, της τόσο ακριβής για τη φιλοσοφία της ζωής, ο Π.Μ. δεν γίνεται τελικά και ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο μπαρρεσικός.
Υπάρχουν τρία σημεία που θα μπορούσε κανένας να συζητήσει σε μεγαλύτερη έκταση μετά την ανάγνωση του βιβλίου:
1. Η γερμανική φιλοσοφία της ζωής, η Lebensphilosophie στη γαλλική της πρόσληψη, κυρίως ο Νίτσε, μας λέει ο Π.Μ., παρέχει τη θεωρητική βάση του μπαρρεσικού εθνικισμού. Γιατί όμως ο κοσμοπολίτικος εθνικισμός εξακτινώθηκε με κέντρο το Παρίσι διά μέσου της γαλλικής λογοτεχνίας και όχι από το Βερολίνο; Ποιο ήταν το μερίδιο της Δημοκρατίας, της République, στη γοητεία της κοσμοπολίτικης κουλτούρας του Παρισιού, στην οποία αποδίδει ο Π.Μ. την έλξη του μπαρρεσικού εθνικισμού;
2. Η ιδεολογική πορεία και η πολιτική σταδιοδρομία του Ίωνα Δραγούμη κόπηκε απότομα με τη δολοφονία του και δεν μπορούμε να προδικάσουμε την εξέλιξή του. Εντούτοις, ποια ήταν η σχέση των απόψεων που καταθέτει ο Δραγούμης στο ημερολόγιό του με τον «αντιιμπεριαλιστικό» λόγο των αντιπάλων του Βενιζέλου την ίδια εποχή;
3. Η έκλειψη του μπαρεσσισμού μετά τον Β΄ Π.Π. Ο Zeev Sternhell, στη διδακτορική του διατριβή (Maurice Barrès et le nationalisme français, Παρίσι, 1972), καταπιάνεται με ένα συγγραφέα και μια ιδεολογία που οι γάλλοι ιστορικοί θεωρούσαν πως δεν αποτελούσε πλέον θέμα. Ας θυμίσω εδώ μια εγγραφή στο ημερολόγιο του Αντρέ Ζιντ, μετά τη συνάντησή του με τον μελλοντικό δωσίλογο, τον λογοτέχνη Pierre Drieu La Rochelle τον Αύγουστο 1927.
«Όλοι αυτοί οι νέοι είναι φοβερά απασχολημένοι με τον εαυτό τους. Δεν ξέρουν ποτέ πώς να τον αποχωριστούν. Ο Μπαρρές υπήρξε ο πολύ κακός δάσκαλός τους. Η διδασκαλία του οδηγεί στην απελπισία, στην ανία. Για να ξεφύγουν έπειτα από αυτήν αρκετοί πέφτουν με τα μούτρα στον καθολικισμό, όπως εκείνος έπεσε με τα μούτρα στην πολιτική. Σε καμιά εικοσαριά χρόνια όλα αυτά θα κριθούν πολύ αυστηρά» (19.8.1927) Ημερολόγιο 1926 - 1950.
Πράγματι κρίθηκαν πολύ αυστηρά. Ο Drieu La Rochelle αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να αποφύγει τη δίωξη για δωσιλογισμό το 1945, ο ομοϊδεάτης και ομότεχνός του Robert Brasillac καταδικάστηκε και εκτελέστηκε.