Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων», εκδόσεις Κίχλη, 2022
Η πιο υποψιασμένη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία όταν αναμετριέται με την ιστορική πραγματικότητα του παρελθόντος, ακόμα κι αν αυτή είναι ο σχεδόν εξαντλημένος πεζογραφικά και ιστορικά Εμφύλιος, με ανεξίτηλο ωστόσο τραύμα στο κοινωνικό σώμα, δεν αναμοχλεύει πάθη και παλιές πληγές -ευτυχώς- αλλά ερωτήματα του παρόντος. Αφορμάται δηλαδή από ερεθίσματα που γεννά η σύγχρονη ζωή, πολιτική ή ιδιωτική, και σχετίζονται με το ήθος της δικής μας εποχής. Στις καλύτερες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (γενν. 1970) «Το χιόνι των Αγράφων», δεν υιοθετεί έναν φτηνό ιστορικό αναγωγισμό που γυρεύει να προβάλλει στις διαπιστωμένες στρεβλώσεις του παρελθόντος τις δυσεξήγητες κακοδαιμονίες του παρόντος. Είναι κυρίως μια προσπάθεια κατανόησης εκείνης της φοβερής εναλλαγής συναισθημάτων που από τη στρατευμένη ελπίδα, την αφελή αισιοδοξία και τον βολονταριστικό ενθουσιασμό καταλήγουν στον όλεθρο και τη συντριβή μέσα από πρακτικές και λογικές που επιβιώνουν στην πολιτική παθολογία των καιρών μας και οδηγούν επανειλημμένα στον χαμό τους αφανείς της Ιστορίας.
Θέμα του βιβλίου, τυπικά, είναι η βασανιστικά αυτοκτονική πορεία της, ίσως ξεχασμένης σήμερα, Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1948, με την καθοδήγηση του μοιραίου Γιώργου Βοντίτσου - Γούσια, έμπιστου στελέχους της ζαχαριαδικής ηγεσίας και διοικητή του Αρχηγείου Ρούμελης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μια τυφλή πορεία που αναπόφευκτα φέρνει στο νου το άδειο Κιβώτιο του Αλεξάνδρου (αλλά χωρίς μεταφορική ή αλληγορική διάσταση) και ξεκινά από τα Άγραφα, διαμέσου της Θεσσαλίας και περνώντας τον Πηνειό και τον Όλυμπο, για να φτάσει στη Μακεδονία όπου εδρεύει το Γενικό Αρχηγείο, αλλά τελικά αφήνει πίσω της συντριπτικές απώλειες, κυρίως άοπλων εφήβων και γυναικών: «Δύο χιλιόμετρα άνθρωποι ξυπόλητοι, ρακένδυτοι και πεινασμένοι να ‘ρχονται από το πουθενά και να πηγαίνουνε στο πουθενά» (σ. 144).
Λέω τυπικά το θέμα είναι η πορεία της Ταξιαρχίας Αόπλων, γιατί στο βάθος ο συγγραφέας τροφοδοτεί τον αναγνώστη με σκέψεις για την ιστορικότητα της ήττας μιας απαράσκευης Αριστεράς: την επιχειρησιακή ανικανότητα και την απαιδευσιά ανώτερων στελεχών, την ενθουσιώδη άγνοια και την ανυποψίαστη αθωότητα των υποστηρικτών της, τη σύνθλιψη κάθε διαφορετικής φωνής που δεν υπακούει τυφλά σε διαταγές, την ηθική σπίλωση και εξόντωση των εσωτερικών εχθρών, τη συνωμοσιολογία, τα συντροφικά μαχαιρώματα και την αποποίηση των ευθυνών της ήττας. Αυτή η πολιτική παθολογία προσωποποιείται στη σχεδόν γκροτέσκα, αν δεν ήταν εγκληματικά τραγική, φιγούρα του Γούσια, που σκιαγραφείται με απολύτως μελανά χρώματα, κάπως σχηματικά για μυθιστορηματικός ήρωας είναι αλήθεια, ως μονοδιάστατα κακός της Ιστορίας. Απέναντι στην άκαμπτη λογική της δογματικής και μονολιθικής καθοδήγησης αντιπαραβάλλονται οι 1.300 περίπου άοπλοι «μαχητές», επίστρατοι ή εθελοντές, πλήρως ανυπεράσπιστοι, όπως στο ομώνυμο διήγημα του Δημήτρη Χατζή (1964), όπου όμως το χιόνι, πάλι με συμβολική λειτουργία, εξισώνει τους δύο αντίπαλους στρατούς. Στο μυθιστόρημα του Χατζημωυσιάδη το χιόνι σκεπάζει και παγώνει τα πάντα, συμβολικό και πραγματικό μαζί, όπως και τα «άγραφα» Άγραφα.
Η αφήγηση του Χατζημωυσιάδη κερδίζει ένα διπλό στοίχημα: αφενός, θίγει ξεχασμένες πλευρές του εμφυλίου φωτίζοντας το δικό μας παρόν (την καταδίκη της νιότης, τη διάβρωση της οικογένειας, την ερήμωση της υπαίθρου, την κοινωνική εχθροπάθεια, τη μοίρα των αφανών), αφετέρου τολμά στην επιλογή της φόρμας. Νομίζω πως διακρίνω την αγωνία και τη βάσανο της αφηγηματικής μορφής που στην εργαστηριακή της φάση αιωρήθηκε ανάμεσα στη νουβέλα, τα αυτοτελή διηγήματα και το κλασικό μυθιστόρημα, καταλήγοντας προσφυώς στο σπονδυλωτό μυθιστόρημα.
Ήρωες των έξι ιστοριών είναι αγόρια και κορίτσια της επαρχίας, που τους συνάντησε η Ιστορία και εξωθήθηκαν από τις συνθήκες, και όχι από ιδεολογική πίστη, στην ένταξη στον ΔΣΕ, αποτελώντας την κρίσιμη στιγμή ένα διόλου ευκαταφρόνητο μέρος της δύναμής του. Οι πρωταγωνιστές δεν σταματούν να ονειρεύονται στιγμές ευτυχίας με ισχυρό το ένστικτο της ζωής. Αλλά όλες οι ιστορίες τελειώνουν άδοξα με το χιόνι να βάφεται κόκκινο. Εικόνες κι επιθυμίες της ειρηνικής ζωής εμφιλοχωρούν στη μνήμη. Οι έφηβοι παντού βλέπουν και ζητούν τις μανάδες τους, τα λόγια και τα χέρια τους. Η αφήγηση, δραματικά φορτισμένη και με ροπή στη λυρική πρόζα, άλλοτε με υποδόρια ειρωνεία και άλλοτε με αποστασιοποίηση, μόλις που συγκρατείται πριν υπερθερμανθεί. Είναι πολύ σημαντικό ότι ο συγγραφέας δείχνει καλός γνώστης της ανθρωπογεωγραφίας της αγροτικής Ελλάδας ώστε να δώσει την ανθρωπολογική προοπτική του εμφυλίου, κρίσιμη για την εξήγηση της αγριότητάς του, ανθρώπων της υπαίθρου, μαθημένων στις κακουχίες, δεμένων με το χώμα, τα ζώα, τα κυνήγια και εξοικειωμένων με το αίμα και τη βία.
Ο Κυριάκος προσχωρεί στον ΔΣΕ για να εκδικηθεί για τη δολοφονία του πατέρα του από τους Σούρληδες, αλλά καταλήγει άδικα εκτελεσμένος ως πράκτορας του εχθρού. Ο δηλωσίας Χαράλαμπος, υπεύθυνος στρατολόγησης στα Άγραφα, εντάσσεται ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, αλλά η λήξη του Εμφυλίου τον βρίσκει χωλό, σαλό και σκεβρωμένο, «όχι με το όπλο παρά πόδα αλλά μ’ ένα εξαπτέρυγο ανά χείρας», επιστάτη σε μοναστήρι. Ο Αποστόλης Πουλιόπουλος, ανιψιός του ηγέτη της Αριστερής Αντιπολίτευσης, που ταλαιπωρείται εξ ονόματος, στρατολογείται για χάρη της συναγωνίστριας Θεανώς, που εκτός από γραμματέας του Γούσια είναι και επιφορτισμένη με ερωτικά καθήκοντα, πριν σκοτωθεί άδοξα κοντά στην παγωμένη λίμνη Κάρλα. Μια άλλη στρατολογημένη αποχωρίζεται τον δίδυμο αδελφό της, που όμως πηγαίνει μαζί της στο αντάρτικο και ολοταχώς στον θάνατό του. Ένας πρόσφυγας στην ανταλλαγή του ’24, ο Αβράμης, έστησε το μαγειρείο παίρνοντας στο βουνό τη γαϊδούρα του, αλλά υποχρεώνεται να μαγειρέψει τα αθώα ζωντανά.
Στο τελευταίο μέρος («Πιο θάνατος»), με ήρωα τον ταξίαρχο Γιώργο Γεωργιάδη, που συγκρούστηκε σφοδρά με τον Γούσια για ζητήματα ηθικής τάξης και στρατιωτικής διοίκησης, χρεώθηκε την αποτυχημένη επιχείρηση κατάληψης της Έδεσσας, κρίθηκε ένοχος για προδοσία και καταδικάστηκε από τους συντρόφους του σε τυφεκισμό (όπως ο καπετάν Γιαννούλης), για να δικαιωθεί μετά θάνατον με την αναψηλάφηση της δίκης (1957), συμπυκνώνεται η πολιτική σκέψη του συγγραφέα: «οι μεγάλες ήττες θέλουν τους φταίχτες τους και οι νέες αυλές θέλουν τους αυλικούς τους κι όποιος δεν ανήκε στους δεύτερους θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρεθεί ανάμεσα στους πρώτους» (σ. 134).
Ο Χατζημωυσιάδης είναι συγγραφέας με οξυμένη πολιτική αίσθηση, χωρίς, όπως έδειξε και σε προηγούμενα έργα του, να πολιτικολογεί φλύαρα. Γράφει απ’ τη σκοπιά του νικημένου που επιμένει στον δίκαιο αγώνα. Μπορώ φυσικά εύκολα να φανταστώ τις ενστάσεις μιας ιδεολογικής κριτικής. Αν ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για έναν Δημοκρατικό Στρατό χωρίς ιδεολογία και πολιτική συνείδηση, καθόλου ένδοξο και ηρωικό, είναι γιατί το πολιτικό και συγγραφικό του ένστικτο είναι βαθύτερο από τα παραταξιακά δικαιωτικά αφηγήματα και επικεντρώνεται στον αδύναμο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο που υφίσταται διαχρονικά την ανοησία των πολιτικών υποκειμένων και τη βία της Ιστορίας. Ακόμα κι αν δεν υπήρξε αυτή η βασική αλήθεια του εμφυλίου, η λογοτεχνική αλήθεια που εγκαθιδρύει το Χιόνι των Αγράφων είναι βαθιά, κυρίως γιατί δίνει φωνή σ’ αυτά τα αθύρματα της Ιστορίας.