Ο Μισίμα υποστήριζε ότι ο Σταντάλ αφιερώθηκε στο γράψιμο όταν ηττήθηκε από τη ζωή και αποσύρθηκε κατά κάποιο τρόπο από τον κόσμο. Από την άλλη, ο Μαλρώ έγραψε την Ελπίδα μέσα στο καμίνι του Ισπανικού Εμφυλίου. Όποια και αν είναι η σχέση της γραφής με τη δράση, το πυρετικό πρώτο εξάμηνο του 2015 εκείνος ο κειμενογράφος που γενικά του άρεσε πολύ η λογοτεχνία, όχι μόνο δεν είχε γράψει, αλλά είχε διαβάσει κι ελάχιστα. Δεν είχε καθόλου χρόνου - τουλάχιστον αυτό έλεγε στον εαυτό του. Μάλλον ήταν όμως η διάθεση που του έλειπε. Από τα λίγα βιβλία που είχε πιάσει στα χέρια του, ήταν η Χαμένη Άνοιξη1 - ενδεχομένως γιατί στα ίδια μέρη εκτυλίσσονταν γεγονότα που τότε έμοιαζαν ανάλογης σημασίας.
Τα γεγονότα φάνηκε να φτάνουν στην κορύφωση τους όταν την Παρασκευή πριν το Δημοψήφισμα, ο Τσίπρας συνοδευόμενος από τους υπουργούς του ξεκίνησε με τα πόδια από το Μαξίμου για να τη συγκέντρωση του «Όχι» στο Σύνταγμα. Η πρωθυπουργική πορεία από τα πρώτα της βήματα μετατράπηκε σε μια αυτοσχέδια διαδήλωση και γρήγορα εξελίχθηκε σε μια πρωτοφανή πολιτική ιεροτελεστία. Ήταν στιγμές πρωτόφαντου ενθουσιασμού, στιγμές που οι άνθρωποι ένιωθαν ότι είχαν τη δύναμη να γίνουν κάτι καλύτερο από αυτό που ήταν, στιγμές που μπορούσες να αφουγκραστείς τις ανάσες της ελπίδας.
Ο κειμενογράφος βρισκόταν στην αλυσίδα που είχε φτιαχτεί γύρω από τον πρωθυπουργό. Μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του συνωστισμού και των σπρωξιμάτων, συμμετείχε στην τελετουργία των χιλιάδων με έναν δικό του αλλόκοτο τρόπο. Ήταν εκεί κάνοντας την ατελέσφορη προσπάθεια να κρατήσει τον κόσμο σε κάποια απόσταση. Ταυτόχρονα όμως διείσδυε σε μια άλλη τελετουργία, σε αυτήν που περιγράφει ο Τσίρκας στη Χαμένη Άνοιξη, την πομπή του Γεώργιου Παπανδρέου από το Καστρί στο κέντρο της Αθήνας. Με κάποιον τρόπο που ούτε τότε αντιλήφθηκε ούτε μπόρεσε να εξηγήσει αργότερα, οδηγήθηκε από την πομπή του παρόντος σε εκείνη που είχε συμβεί πριν 50 χρόνια κι εξακολουθεί να συμβαίνει στο διηνεκές, στο σύμπαν της γραφής.
Δεν ήταν η αίσθηση της ενοποίησης της ζωής με την τέχνη που ένιωσε ο Μισίμα όταν πέταξε με το Fantom ή όταν μίλησε στο κατειλημμένο από τους αριστεριστές πανεπιστήμιο του Τόκιο. Ήταν μάλλον η μετάβαση σε ένα υπερβατικό πεδίο όπου η λογοτεχνία μπορούσε να βιωθεί ως σωματική εμπειρία. Ήταν ένα συμβάν, όχι μια αίσθηση. Δεν έκανε συγκρίσεις του τότε με το τώρα, δεν αναπολούσε∙ βρισκόταν ο ίδιος στον Θρίαμβο του Γέρου. Μπορούσε να τον δει τότε που «φάνηκε επιτέλους στο κεφαλόσκαλο και χίμηξε ο κόσμος θα τον έλιωνε», μπορούσε να ακούσει τον «ένα που ξαφνικά φώναξε Μητσοτάκη κάθαρμα και το πήρε το πλήθος σαν να περίμενε το σύνθημα», μπορούσε να αγγίξει τους ανθρώπους που «στους Αμπελόκηπους πάλι σταμάτησαν τη λιμουζίνα του Γέρου κι ήθελαν να τη σηκώσουν στα χέρια τους παλαβοί».
Στην πραγματικότητα βέβαια οι μόνοι που τον άγγιζαν ήταν όσοι τον έσπρωχναν για να αγκαλιάσουν τον Τσίπρα. Στην πραγματικότητα; Ποια ήταν όμως η πραγματικότητα; Για μερικές στιγμές η μόνη πραγματικότητά του ήταν η Χαμένη Άνοιξη. Την ζούσε αυτήν την πραγματικότητα στην ολότητά της∙ με το σώμα, το μυαλό τις αισθήσεις του. Βρισκόταν εκεί, δρών υποκείμενο του μυθιστορήματος, μάρτυρας της αλήθειας της γραφής. Η Χαμένη Άνοιξη ήταν πλέον συμβάν της ζωή του. Συμβάν απίστευτο και θαυμαστό, αλλά απολύτως πραγματικό. Ένα Μυστήριο που είχε βιωθεί.
Με την άφιξη της πομπής στο Σύνταγμα, έπεσε κι η αυλαία της δικής αλλόκοτης υπερβατικής εμπειρίας - το ίδιο ξαφνικά κι ανεξήγητα, όπως ακριβώς είχε σηκωθεί. Κοιτάζοντας πια το ενθουσιώδες πλήθος από το ύψος της εξέδρας, του ήρθαν στον νου όσα έγραφε ο Παύλος Ζάννας: «Η αληθινή ζωή, η ζωή που επιτέλους ανακαλύπτεται και φωτίζεται, και σα συνέπεια η μόνη ζωή πραγματικά βιωμένη είναι η λογοτεχνία[…]».2
Σημειώσεις:
1. Στρατής Τσίρκας, «Η Χαμένη Άνοιξη», εκδόσεις Κέδρος
2. Από το Επίμετρο του Παύλου Ζάννα στον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο»του Μαρσέλ Προυστ, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας.