Δημήτρης Ψαρράς «Μια καριέρα. Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη», εκδόσεις νήσος, 2022
Στο τελευταίο βιβλίο του «Μια καριέρα. Η πολιτική διαδρομή του Κυριάκου Μητσοτάκη», ο Δημήτρης Ψαρράς καταπιάνεται –όπως άλλωστε ξεκάθαρα δηλώνει ο τίτλος– με την πολιτική βιογραφία του σημερινού πρωθυπουργού. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια αγιογραφία του Κ. Μητσοτάκη. Το αντίθετο θα λέγαμε. Απορρίπτοντας εξαρχής οποιοδήποτε πλαίσιο «αξιακής ουδετερότητας» (απ’ τη στιγμή που όπως τονίζει ο ίδιος υπάρχει έντονη πολιτική σύγκρουση), ο συγγραφέας εγκύπτει στην πολιτική βιογραφία του Κυριάκου Μητσοτάκη κάτω από συγκεκριμένη πολιτική (αλλά όχι κομματική) οπτική. Εντούτοις, η ερευνητική δημοσιογραφική μεθοδολογία –την οποία ο συγγραφέας μοιάζει να κρατά σταθερή από τα χρόνια του Ιού– παραμένει άρτια και εξόχως παραγωγική, αντλώντας πληροφορίες και διασταυρώσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Εστιάζοντας στο κείμενο, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ορισμένα σημεία που κατά τη γνώμη μας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Καταρχάς, αναδεικνύονται σημεία απ’ την πολιτική διαδρομή που Κυριακού Μητσοτάκη ακόμη κι εκεί που αυτή έμοιαζε να μην… υπάρχει. Τούτο όχι μόνο δεν είναι αντιφατικό, αλλά αντιθέτως είναι πέρα ως πέρα πραγματικό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επί χρόνια προσπαθούσε να αποτινάξει –ασφαλώς με την αμέριστη βοήθεια των ιδεολογικών μηχανισμών– από πάνω του την εικόνα της «οικογενειακής πολιτικής συνέχειας». Παράλληλα πρόκρινε και μια… αδιαφορία για οποιαδήποτε άμεση πολιτευτική δράση. Είχε μάλιστα αρκεστεί στο να προβάλλει μια καριερίστικη φιγούρα που προηγείται οποιασδήποτε πολιτικής δράσης. Η έρευνα όμως του Δημήτρη Ψαρρά μας έδειξε ακριβώς το αντίθετο, γνωστοποιώντας συγκεκριμένες πολιτικές δράσεις και συμμετοχές ήδη από την εποχή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν φοιτητής στο Χάρβαρντ, αρκετά χρόνια δηλαδή πριν ξεκινήσει η σύντομη (όπως αποδείχτηκε) διαδρομή του στην… «αγορά εργασίας», η οποία, εμμέσως πλην σαφώς, στηρίχθηκε σε «πολιτικές βαστάζουσες».
Ακόμη και στις συνεντεύξεις του, συχνά πυκνά, ο σημερινός πρωθυπουργός –ενώ υποτίθεται ότι πρόκρινε την επαγγελματική καριέρα έναντι της πολιτικής δράσης– άφηνε πάντα ανοικτή την πολιτική προοπτική. Αυτή η καλλιέργεια μιας δήθεν αντι-κομματικής (ως προς την πολιτευτική μελλοντική του δράση) εικόνας, αλλά την ίδια στιγμή βαθιά μπολιασμένη με τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές πρακτικές, χτιζόταν αρκετά μεθοδικά. Παράλληλα, στο πλαίσιο συγκεκριμένων πρακτικών, δημιουργούνταν γέφυρες επικοινωνίας με την άκρα δεξιά. Κι εδώ ο Ψαρράς επιχειρεί μια σύνδεση της συγκεκριμένης εικόνας του Κυριάκου Μητσοτάκη φέρνοντας στην επιφάνεια τη σχέση του τελευταίου με το νεοφιλελεύθερο - αντικομμουνιστικό περιοδικό «Εποπτεία». Το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτή, δεν είναι ότι στο συγκεκριμένο περιοδικό ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει τα πρώτα του βήματα ως πολιτικός αρθρογράφος, αλλά ότι ο σημερινός πρωθυπουργός συμβουλευόταν τον εκδότη της Εποπτείας στην… περίφημη πτυχιακή του εργασία στο Χάρβαρντ.
Η συγκεκριμένη πτυχιακή δεν διαφημίστηκε απλώς, αλλά προπαγανδίστηκε από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς ως ένα εξαιρετικό κείμενο, όταν αυτό εκδόθηκε ως βιβλίο αρκετά χρόνια αργότερα. Εδώ η ερευνητική συνεισφορά του Δημήτρη Ψαρρά είναι εξόχως σημαντική. Ο Ψαρράς δεν αρκέστηκε στη μεταφρασμένη πτυχιακή αλλά αναζήτησε και μελέτησε διεξοδικά το πρωτότυπο κείμενο. Τούτη η δημοσιογραφική έρευνα έφερε στο φως διαμαντάκια. Ένα κείμενο με επιστημονικές αδυναμίες που δεν εμφάνισε μόνο λαθεμένα ιστορικά στοιχεία και «παραποιημένες» ιστορικές προσεγγίσεις, αλλά δημιούργησε ένα πρωταρχικό πολιτικό πλαίσιο δράσης, πολιτικών θέσεων και θεωρητικών προσεγγίσεων (από τον λαϊκισμό, μέχρι τον ακραίο… «φιλοαμερικανισμό» και τον καθόλου κρυπτόμενο αντικομμουνισμό), το οποίο –με μερικές έστω διαφοροποιήσεις– ακολουθεί έως σήμερα. Γι’ αυτό εξάλλου ένα απ’ τα κεντρικά νήματα του βιβλίου είναι η σύνδεση του Κυριάκου Μητσοτάκη με την ακροδεξιά.
Στο κείμενο του Ψαρρά η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζεται να «μιμείται την προδικτατορική ΕΡΕ» και υποστηρίζεται ότι παρότι και άλλοτε στους κόλπους του κόμματος εντοπίζονταν ακροδεξιά στοιχεία, τώρα αυτά είναι που δίνουν τον τόνο. Προκειμένου να δειχθεί η κυριαρχία αυτών των στοιχείων και των ιδεών τους εντός του κόμματος, ο Ψαρράς επιλέγει να αναλύσει τη στάση της ΝΔ στο μακεδονικό ζήτημα κατά το 2018, όταν βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών που κατέληξαν στη συμφωνία των Πρεσπών. Ορθώς επισημαίνεται ότι ο αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης «περίμενε να εκδηλωθεί ο Αντώνης Σαμαράς και να κρυφτεί πίσω του», με αποτέλεσμα η ΝΔ να επιδοθεί σ’ έναν λόγο στείρα απορριπτικό απέναντι στη συμφωνία, ο οποίος ικανοποιούσε τα συντηρητικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά ισχυρής μερίδας του ακροατηρίου της. Τελικώς, η συμφωνία ψηφίσθηκε και ένα μεγάλο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής διευθετήθηκε χωρίς να χρειαστεί η ουσιαστική ανάμειξη της γαλάζιας παράταξης. Συνιστά αυτό από μόνο του απόδειξη της ακροδεξιάς στροφής της ΝΔ; Κατά τη γνώμη μας όχι. Η ΝΔ άσκησε μια ανέξοδη –για όλους– αντιπολίτευση, αναγνώρισε την ευκαιρία –και στην πολιτική η εκμετάλλευση των ευκαιριών δεν είναι πάντοτε καιροσκοπισμός– να επιλυθεί το φλέγον ζήτημα, χωρίς να χρειαστεί να υπάρξει εσωκομματική σύγκρουση. Άλλωστε ο ίδιος ο Μητσοτάκης, όπως σημειώνει ο Ψαρράς, δεν έβλεπε το μακεδονικό ως πρωτεύον ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής. Η ανάληψη λοιπόν του τιμονιού της χώρας με λυμένο το ζήτημα αυτό –που δεν αξιολογούνταν ως πρώτιστο, είχε ωστόσο τη δύναμη να ρίχνει κυβερνήσεις– μόνο ως δώρο μπορούσε να ιδωθεί απ’ τον ίδιο τον Μητσοτάκη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΝΔ δεν έχει δείξει αυταρχικά στοιχεία τα τελευταία χρόνια (το αντίθετο μάλιστα), ωστόσο αυτά πρέπει να εντοπιστούν αλλού. Μπορούμε εδώ απλώς να επισημάνουμε τη σχέση της με τα ΜΜΕ, την αντιμετώπιση των ΑΕΙ, τη σχέση της με του κατασταλτικούς μηχανισμούς και, πρώτα και κύρια, το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα, στο οποίο έχει καταφέρει, ως κυβέρνηση, όχι μονάχα να επιδίδεται σε σωρεία παραβιάσεων αλλά και να μετατοπίσει το σύνολο του εγχώριου πολιτικού λόγου σε έναν πιο επιθετικό προς τους πρόσφυγες και μετανάστες λόγο.
Παρότι ο Ψαρράς πολύ συστηματικά και εύστοχα αποδομεί τα στοιχεία που απαρτίζουν την αυτοεικόνα του πρωθυπουργού και έτσι μας ωθεί να σκεφτούμε για την ίδια την πολιτική στην ύστερη νεοτερικότητα, όπου η απονομιμοποίηση τόσο των κομμάτων όσο και της αδιαμεσολάβητης, μέσω οικογένειας, μεταβίβασης πολιτικού κεφαλαίου ωθεί τους πολιτικούς παίκτες να παρουσιάζουν μια γενικότερη εικόνα προσωπικής αξιοσύνης και επιτυχίας, η γνώμη μας είναι ότι, αν περιορίσουμε την αναζήτησή μας στον χαρακτήρα της σημερινής Νέας Δημοκρατίας μόνο σε παραλληλισμό με την ΕΡΕ και το βαθύ κράτος, θα χάσουμε τον πυρήνα της, που αποτελεί και τον λόγο της αντοχής της, εκεί που η σαμαρική ΝΔ ποτέ δεν κέρδισε: στην παραγωγή ενός θετικού, με την έννοια του παραγωγικού, νεοφιλελεύθερου λόγου που μιλά για αξιοκρατία, αριστεία, ευέλικτη εργασία, ευτυχία, προσωπική ευθύνη κ.ο.κ. Ενός λόγου που αναπαράγει μέσα από συγκεκριμένες υλικότητες τις κυρίαρχες σχέσεις του καπιταλιστικού παραδείγματος.