Στις 20 Οκτωβρίου 2011, τρεις μαυροφορεμένοι με άσπρες κουκούλες που έκρυβαν εντελώς τα πρόσωπά τους ανακοίνωσαν το τέλος της ένοπλης δράσης της ΕΤΑ, αυτονομιστικής οργάνωσης των Βάσκων. Ο άγριος εκείνος πόλεμος είχε διαρκέσει 51 χρόνια αφήνοντας πίσω του 857 νεκρούς. Η ανακοίνωση με την οποία τερματιζόταν η τρομοκρατική δράση της οργάνωσης μεταδόθηκε βιντεοσκοπημένη από όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα της Ισπανίας. Μια νέα περίοδος άνοιγε, όμως για να μπορέσει η χώρα να προχωρήσει προς το μέλλον έπρεπε να κλείσουν οι πληγές οι οποίες ακόμη αιμορραγούσαν επάνω στο λαβωμένο σώμα της ισπανικής κοινωνίας. Μια διαδικασία δύσκολη, επίπονη και χρονοβόρα τόσο για τα θύματα όσο και για τους θύτες.
Η Ισιάρ Μπολαΐν με την ταινία της «Μαϊσαμπέλ» (Maixabel), χρησιμοποιώντας κάποια στοιχεία μυθοπλασίας αφηγείται μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Η Μαϊσαμπέλ του τίτλου, είναι μια δυναμική γυναίκα, ο άνδρας της οποίας Χουάν Μαρία Χάουρεγκι, στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας, δολοφονήθηκε από Βάσκους αυτονομιστές του ΕΤΑ, με δυο σφαίρες στο κεφάλι, μέσα σε ένα καφέ στην Τολόσα. Ο Χάουρεγκι, ο οποίος διετέλεσε κυβερνήτης της επαρχίας Γκιπούθκοα ήταν ένας από τους στόχους των Βάσκων τρομοκρατών ο οποίος ήρθε να προστεθεί στη λίστα των θυμάτων της τυφλής βίας. Η Μαϊσαμπέλ, λοιπόν, μετά από μερικά χρόνια και ενώ αρκετοί από τους αυτονομιστές βρίσκονται στις φυλακές έχοντας μετανιώσει και ζητήσει συγγνώμη, βρίσκεται επικεφαλής μιας οργάνωσης η οποία συμπαρίσταται στις οικογένειες των θυμάτων της τρομοκρατίας. Οργάνωσης η οποία δεν αναφέρεται μόνο στα θύματα του ΕΤΑ αλλά κάθε τρομοκρατικής οργάνωσης ακόμη και στα θύματα της αστυνομικής βίας.
Παράλληλα με την πορεία της Μαϊσαμπέλ παρακολουθούμε και τους δολοφόνους του συζύγου της οι οποίοι βρίσκονται στη φυλακή. Και κυρίως του ενός από αυτούς, του Ιμπόν, ο οποίος έχει μετανιώσει και αφού έχει παλέψει με τις τύψεις του προσπαθεί να εξιλεωθεί. Σε αυτό το πλαίσιο ζητά να συναντηθεί με τη Μαϊσαμπέλ, κι εκείνη, παρά τις αντιρρήσεις της κόρης της, δέχεται να τον συναντήσει. Δύο άνθρωποι, δύο διαφορετικοί κόσμοι, θύμα και θύτης συναντιούνται στον στίβο της συγγνώμης και της συγχώρεσης σε μια προσπάθεια να δοθούν εξηγήσεις, να παρθούν απαντήσεις, να γεφυρωθούν χάσματα και μέσα από την αλληλοκατανόηση να επουλωθούν, όσο το δυνατόν, οι πληγές.
Δύσκολο το εγχείρημα της Ισιάρ Μπολαΐν, η οποία διαχειρίζεται το θέμα της με τη δέουσα ευαισθησία. Προσπαθεί και η ίδια να κοιτάξει βαθιά μέσα στο πρόβλημα, να αποφύγει τις βιαστικές απαντήσεις και τα εύκολα συμπεράσματα. Σκηνοθετεί διακριτικά, λοιπόν, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στους χαρακτήρες της, οι οποίοι σηματοδοτούν τους δύο αλληλοσυγκρουόμενους κόσμους μιας, όχι και τόσο μακρινής εποχής.
Δεν ξέρω πως λειτούργησε η ταινία στους Ισπανούς οι οποίοι είχαν άμεση εμπλοκή με τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, αλλά προσωπικά σε μέν, ως ουδέτερου θεατή μιας τρίτης χώρας, λειτούργησε λυτρωτικά. Γιατί η Μπολαΐν, έχοντας θέση εναντίον της τρομοκρατίας και της τυφλής βίας, αποφεύγει να το διατυμπανίσει αλλά βλέπει τα γεγονότα μέσα από τα μάτια τόσο της Μαϊσαμπέλ όσο και του Ιμπόν. Κι αυτό έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς η σκηνοθέτιδα αποφεύγει τόσο τη θυματοποίηση της μιας, όσο και τη δαιμονοποίηση του άλλου.
Η ίδια υποστηρίζει: «Υπάρχει κάτι το βαθιά ανθρώπινο στις πράξεις της Μαϊσαμπέλ που
συναντήθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους άντρες που σκότωσαν τον άντρα της για να τους κάνει να κατανοήσουν τον πόνο που ένιωσε, να τους θέσει ερωτήσεις στις οποίες μόνο εκείνοι μπορούσαν να απαντήσουν, να τους ακούσει να εκφράζουν τη βαθιά θλίψη τους για τον πόνο που προκάλεσαν και να αποφασίσει αν τα λόγια τους είναι ειλικρινή… Από την πλευρά τους, οι δύο αυτοί άντρες ξεκίνησαν ένα μακρύ και επίπονο ταξίδι, αφήνοντας πίσω
τους τις δικαιολογίες και τα επιχειρήματα που κάποτε τους οδήγησαν να πάρουν τα όπλα, μόνοι τους πια, αντιμέτωποι με τις πράξεις τους…».