Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν ο Λούλα θέλει ή όχι να προκαλέσει μια λαϊκή κινητοποίηση για την υποστήριξη μιας προοδευτικής κυβερνητικής ατζέντας, λέει στην «Εποχή» ο Τζιάννι Φρέζου, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ουμπερλάντια και πρόεδρος στο Παράρτημα του Ινστιτούτου Γκράμσι στη Βραζιλία. Συγχρόνως, μιλάει για το προεκλογικό κλίμα, την καταστροφική διακυβέρνηση του Μπολσονάρο και τις κοινωνικές συμμαχίες του Λούλα.
Σε μια περίοδο που βλέπουμε ότι στη Λατινική Αμερική τα πράγματα αλλάζουν, η Βραζιλία ετοιμάζεται για τις εκλογές του Οκτωβρίου. Πώς βλέπεις τα πράγματα;
Σίγουρα, για εσωτερικούς και διεθνείς λόγους, πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική εκλογική αναμέτρηση. Tο αποτέλεσμα αυτών των εκλογών θα έχει στην πραγματικότητα επιπτώσεις που θα υπερβούν κατά πολύ τις πολιτικές εξελίξεις της Βραζιλίας. Σε ολόκληρη τη νοτιοαμερικανική ήπειρο, λίγα χρόνια συντηρητικής αποκατάστασης ήταν αρκετά για να εκραγούν εκ νέου οι κοινωνικές αντιφάσεις, να επανεργοποιηθούν οι πολιτικοί αγώνες και να μετατραπούν οι δρόμοι για άλλη μια φορά σε αρτηρίες που ξεχείλισαν από ανθρωπιά. Παρά τις απόπειρες πραξικοπημάτων και κάθε είδους παρεμβάσεων, από το Μεξικό μέχρι την Αργεντινή, από τη Βολιβία ως την Κολομβία, από το Περού μέχρι τη Χιλή, στη Λατινική Αμερική έχει αρχίσει να φυσάει ένας άνεμος ανανέωσης, ικανός να σαρώσει τον έναν μετά τον άλλον όλους τους προέδρους της αυταρχικής και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, που χαιρετίστηκαν από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Ακριβώς όπως οι επανειλημμένες απόπειρες πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα, που ενορχηστρώθηκαν, χρηματοδοτήθηκαν και διευθύνθηκαν από την Ουάσιγκτον και απέτυχαν παταγωδώς. Η ελπίδα είναι ότι, αφού φτάσει στη Βραζιλία, αυτός ο άνεμος μπορεί να διασχίσει τον ωκεανό και να φτάσει και στην Ευρώπη, θέτοντας τελικά σε κρίση την απόλυτη εξουσία των κυρίαρχων τάξεων, που λατρεύουν μόνο την κυριαρχία των νόμων της αγοράς και του ατλαντικού δογματισμού.
Το στρατόπεδο του Μπολσονάρο πόσο συμπαγές είναι σε σχέση με το 2018; Και ποια είναι η στρατηγική του βραζιλιάνου προέδρου πηγαίνοντας προς τις εκλογές;
Στο τέλος μιας καταστροφικής προεδρικής θητείας (μια κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και περιβαλλοντική καταστροφή για τη Βραζιλία), σε όλες τις δημοσκοπήσεις ο Λούλα είναι νικητής από τον πρώτο γύρο. Αυτό το σύνθετο και από πολλές απόψεις αντιφατικό κοινωνικό μπλοκ που υποστήριξε τον Μπολσονάρο στις προηγούμενες εκλογές σταδιακά έχει διαλυθεί και σήμερα διαπερνάται από μια διαδικασία κατακερματισμού, της οποίας δεν μπορούμε ακόμη να κατανοήσουμε πλήρως τα τελικά αποτελέσματα ή τις δυνατότητες ανασύνθεσης. Τα τελευταία χρόνια ο Μπολσονάρο μέσα από τις εκστρατείες του αντιδραστικού ριζοσπαστισμού στόχευσε στην εδραίωση της μαχητικής του βάσης, της πιο ριζοσπαστικοποιημένης και φονταμενταλιστικής, αντί να προσπαθήσει να επεκτείνει τις σφαίρες ηγεμονίας του μεταξύ των μετριοπαθών τάξεων, γεγονός που τον έκανε να χάσει την υποστήριξη ενός σημαντικού τμήματος της εθνικής αστικής τάξης. Ωστόσο, θα ήταν σοβαρό λάθος να υποτιμήσουμε ξανά τον Μπολσονάρο, ο οποίος εξακολουθεί να διατηρεί μια καλή ικανότητα κινητοποίησης και, κυρίως, στενές σχέσεις με ορισμένους κύκλους των ενόπλων δυνάμεων. Όχι τυχαία, δεδομένου του πολιτικού σκηνικού, εδώ και αρκετούς μήνες οι φήμες για περίεργες κινήσεις του στρατού και επαναλαμβανόμενες παρορμήσεις πραξικοπήματος, με στόχο την αποτροπή της αλλαγής καθεστώτος, έχουν πολλαπλασιαστεί. Σε αυτό το εσωτερικό πλαίσιο προστίθενται οι αυξανόμενες διεθνείς εντάσεις του δυτικού μπλοκ με τη Ρωσία και την Κίνα, και επομένως ο ισχυρός κίνδυνος ξένων παρεμβάσεων στις εσωτερικές υποθέσεις της Βραζιλίας. Λόγω της εξωτερικής του πολιτικής, παραδοσιακά ανεξάρτητης από τις ΗΠΑ και βαθιά ενσωματωμένης στην ισορροπία των BRICS, ο Λούλα είναι έντονα ανεπιθύμητος στην Ουάσιγκτον. Σε ένα πλαίσιο αμείλικτου αγώνα ενάντια σε οποιαδήποτε υπόθεση πολυπολικής ανάπτυξης των διεθνών σχέσεων, οι ΗΠΑ είναι πολύ απρόθυμες να αποδεχθούν μια πιθανή προσέγγιση της παραδοσιακής τους «αυλής» στην περιοχή επιρροής των εχθρών τους.
Πώς ερμηνεύεις το μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα του Λούλα;
Αυτό είναι πάνω απ’ όλα αποτέλεσμα της απότομης πτώσης των συνθηκών διαβίωσης του βραζιλιάνικου λαού, που μεγάλα τμήματά του βυθίστηκαν σε μια κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης. Η κυβέρνηση Μπολσονάρο διεξήγαγε μια μανιώδη επίθεση κατά των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, προώθησε έναν ιερό πόλεμο ενάντια στην πολιτιστική πολυμορφία και την κριτική σκέψη, έκανε περικοπές των δημοσίων δαπανών στην υγεία, το σχολείο, το πανεπιστήμιο και την έρευνα, και προσπάθησε να δώσει τα εθνικά στρατηγικά συμφέροντα (νερό, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, περιβαλλοντική κληρονομιά, Αμαζόνιος) στα εγχώρια και ξένα ιδιωτικά κερδοσκοπικά κεφάλαια. Όμως οι περισσότερες από αυτές τις εκστρατείες αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς, έτσι η κρίση, η ανεργία και ο καλπάζων πληθωρισμός σε μια χώρα που διαθέτει μεγάλους ενεργειακούς πόρους και μια τρομερή παραγωγική βάση, έχουν αφήσει τα σημάδια τους όχι μόνο μεταξύ των πιο ευάλωτων λαϊκών ομάδων, αλλά και στις μεσαίες τάξεις, προκαλώντας την αποδοκιμασία της κυβέρνησης ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων του ίδιου του Μπολσονάρο. Πέρα, όμως, και από τη δραματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση, τα σκάνδαλα και την αυξανόμενη διεθνή απομόνωση, η χώρα στο τέλος αυτής της προεδρίας είναι εξαντλημένη από τις ατελείωτες συγκρούσεις που πυροδοτήθηκαν αυτά τα χρόνια. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας απέναντι στην επιστημονική κοινότητα και στους τοπικούς κυβερνήτες, που μέσα σε μεγάλες δυσκολίες και χωρίς πόρους προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εφαρμόσουν πολιτικές για τον περιορισμό και την καταπολέμηση του ιού, ενώ ο πρόεδρος αρνούμενος την πανδημία τις απονομιμοποιούσε. Όσον αφορά την κληρονομιά της στρατιωτικής δικτατορίας, που κατά τον Μπολσονάρο αποκαταστάθηκε σαν ένα ευεργετικό σημείο καμπής για τη χώρα, τα τελευταία χρόνια ο βραζιλιάνος πρόεδρος ακολούθησε, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, μια στρατηγική σταδιακής εκκένωσης των δημοκρατικών θεσμών με σαφή πρόθεση να αφοπλίσει τις λειτουργίες τους και τον ρόλο τους. Αυτό συνάδει με μια αυταρχική ιδέα της μονομερούς και βοναπαρτιστικής σχέσης μεταξύ του χαρισματικού ηγέτη και του λαού, που δεν ανέχεται καμία πιθανή μεσολάβηση από ενδιάμεσους φορείς και αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς οργανισμούς, και επομένως θεωρεί τη διαίρεση και τη διάκριση των εξουσιών ένα άχρηστο εμπόδιο. Απέναντι σε αυτή την αντιδημοκρατική και αντιδραστική επίθεση όλα αυτά τα χρόνια, έχει σχηματιστεί ένα σύνθετο κίνημα αντίστασης και αντιπολίτευσης που έχει καταλήξει να συγκεντρώνεται γύρω από την υποψηφιότητα του Λούλα, ξεπερνώντας, ή τουλάχιστον μειώνοντας, τις παραδοσιακές διαιρέσεις στο στρατόπεδο της Αριστεράς.
Έχεις πει ότι αυτή η υποψηφιότητα στην πραγματικότητα αποκτά και μια συμβολική αξία. Να πούμε περισσότερα πάνω σε αυτό;
Αποκτά μια συμβολική αξία όχι μόνο επειδή αποτελεί τη σαφέστερη εναλλακτική λύση απέναντι στον Μπολσονάρο, καθώς δυνητικά κερδίζει, αλλά και επειδή αντιπροσωπεύει μια αντιστροφή παραδείγματος σε σύγκριση με αυτό που συνέβη μεταξύ 2016 και 2018, όταν ένα αποφασιστικό μέρος των εγχώριων κυρίαρχων τάξεων κινητοποιήθηκαν με διπλή αντιδημοκρατική πρόθεση: α) να ανατρέψουν μια νόμιμη κυβέρνηση β) να βγάλουν τον Λούλα έξω από τον κατάλογο των υποψηφίων για τις προεδρικές εκλογές του 2018. Στη συνέχεια, η δικαιοσύνη διαπίστωσε τόσο την ανυπαρξία των λόγων για τους οποίους υποστηρίχτηκε η μομφή κατά της Ντίλμα Ρούσεφ, όσο και εκείνων στους οποίους βασίστηκαν οι κατηγορίες εναντίον του Λούλα, που όλες αποδείχθηκαν κατασκευασμένες, τόσο πολύ που οι δικαστές που είναι υπεύθυνοι για εκείνη την επιχείρηση, αντιμετωπίζουν πλέον διαδικασίες δίωξης εναντίον τους για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Πρόσφατα, επίσης, η «Le Monde», χάρη σε μια έρευνα των δημοσιογράφων Νικολά Μπουρσιέρ και Γκασπάρ Εστράντα, ανέδειξε τις πολύ σοβαρές παρατυπίες των δικαστικών διαδικασιών που έγιναν κατά του Λούλα, δείχνοντας τους άμεσους δεσμούς μεταξύ της ομάδας των δικαστών κατά της διαφθοράς με επικεφαλής τον Μόρο (σημ: ομοσπονδιακός δικαστής που μετά έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Ασφάλειας του Μπολσονάρο) και της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ήταν ένα πραγματικό δικαστικό πραξικόπημα που προηγήθηκε, συνόδευσε και ακολούθησε την παραπομπή μέσω της οποίας καθορίστηκε μια ριζική αλλαγή καθεστώτος στη Βραζιλία, προκειμένου να ευνοηθούν συμφέροντα που συμπίπτουν οργανικά με εκείνα της Ουάσιγκτον. Για να κατανοήσουμε τους λόγους για όλα αυτά, καλό είναι να θυμίσουμε για άλλη μια φορά το μεγάλο βάρος της Βραζιλίας στην ομάδα BRICS και τον ηγεμονικό της ρόλο στη Λατινική Αμερική, ξεκινώντας από μια ιδέα ολοκληρωμένης και αυτόνομης ανάπτυξης αυτής της ηπείρου από τις ΗΠΑ. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η υποψηφιότητα του Λούλα έχει πυροδοτήσει για άλλη μια φορά μεγάλες ελπίδες σε όσους βλέπουν στον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος τη μοναδική δυνατότητα να βγει η χώρα από την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική άβυσσο που την έχει βυθίσει ο Μπολσονάρο.
Η βραζιλιάνικη αστική τάξη πώς αντιμετωπίζει τον Λούλα; Θεωρείς ότι ο Λούλα μπορεί να αποτελέσει μια σταθερή λύση για αυτήν, ή είναι απειλή για τα συμφέροντά της;
Νομίζω ότι δεν μπορούμε να δώσουμε μια μονοσήμαντη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η βραζιλιάνικη αστική τάξη δεν είναι ούτε μονολιθική, ούτε μονοκατευθυντική. Αντιθέτως, είναι πολύ σύνθετη και αρθρωμένη στο εσωτερικό της, επιδιώκοντας συμφέροντα που συχνά συγκλίνουν, αλλά και που συχνά συγκρούονται. Σίγουρα υπάρχει ένα μέρος της που έχει ζήσει με δυσφορία τα χρόνια της κυβέρνησης του Μπολσονάρο, παρόλο που αρχικά τον είχε υποστηρίξει, και τώρα είναι διατεθειμένο να υποστηρίξει τον Λούλα. Ωστόσο, η υποψηφιότητα του Ζεράλντο Άλκμιν (σσ: ιστορικός αντίπαλος του Εργατικού Κόμματος και εκπρόσωπος της μεγάλης αστικής τάξης του Σάο Πάολο) ως αντιπροέδρου του Λούλα, πηγαίνει ακριβώς προς την κατεύθυνση της παρεμπόδισης αυτής της συναίνεσης. Να σημειώσω εδώ ότι υπάρχει μια ισχυρή κυβερνητική κοινωνική βάση μεταξύ της βιομηχανικής, εμπορικής και κυρίως της αγροτικής αστικής τάξης που όχι μόνο συνεχίζει να υποστηρίζει τον Μπολσονάρο, αλλά θεωρεί την πιθανή εκλογή του Λούλα ως μια καταστροφή που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Ποια πιστεύεις ότι είναι σήμερα τα όρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης στη Βραζιλία; Αν ο Λούλα κερδίσει τις εκλογές, κατά πόσο μπορεί να εφαρμόσει μια φιλολαϊκή πολιτική;
Το τελευταίο μέρος των προηγούμενων προβληματισμών μου, εμμέσως περιέχει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η παρουσία ενός προσώπου όπως ο Άλκμιν, ένας νεοφιλελεύθερος εγγυητής των παραδοσιακών εγχώριων επιχειρηματικών συμφερόντων, αν από τη μια αντιπροσωπεύει την αναπόφευκτη προσπάθεια διεύρυνσης του πλαισίου των κοινωνικών συμμαχιών για την υποστήριξη του Λούλα, από την άλλη αποτελεί μια σοβαρή συντηρητική υποθήκη ενάντια στις αναγκαίες πολιτικές οικονομικής αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Λίγο – πολύ σαν αυτήν του Μισέλ Τέμερ, αντιπροέδρου της Ρούσεφ και βασικού πρωταγωνιστή του θεσμικού πραξικοπήματος, με το οποίο ανατράπηκε αυτή μόλις δύο χρόνια μετά την νίκη της στις εκλογές. Εδώ βρίσκεται ίσως η μεγαλύτερη αντίφαση στο στρατόπεδο του Λούλα, γιατί για να μη διαλυθεί ο ενθουσιασμός και οι ελπίδες που αναζωογονήθηκαν με την υποψηφιότητά του, θα χρειαστούν πολλά περισσότερα από μια απλή διαχείριση των πραγμάτων. Για παράδειγμα, σε μια χώρα που εξαρτάται όσο λίγες στον κόσμο από την απόλυτη κυριαρχία της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας, δεν είναι δυνατός κανένας εκδημοκρατισμός χωρίς μια πραγματική αγροτική μεταρρύθμιση. Ωστόσο, αν και ο Λούλα έχει μια από τις πιο σημαντικές κοινωνικές βάσεις του στο MST, θεωρώ ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επιτεθεί οργανικά σε αυτόν τον άλυτο ιστορικό κόμπο μέσω μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας. Πολλά θα εξαρτηθούν όχι μόνο από το πολιτικό του ταλέντο, αλλά και από το αν θέλει ή όχι να προκαλέσει μια λαϊκή κινητοποίηση για την υποστήριξη μιας προοδευτικής κυβερνητικής ατζέντας.