Σε συνέχεια των άρθρων για το ρόλο των γενεών στην πολιτική που είχα δημοσιεύσει παλαιότερα1, και που σκοπό είχαν να διασαφηνίσουν τόσο θεωρητικά όσο και ιστορικά ζητήματα, δημοσιεύω ένα ακόμα κείμενο, με σκοπό αυτή τη φορά να διασαφηνιστούν έννοιες που χρησιμοποιούνται ευρέως στο δημόσιο διάλογο. Μια σύντομη παράθεση της σχετικής ακαδημαϊκής συζήτησης θα βοηθούσε αναμφίβολα.
Η επίδραση της ηλικίας στην πολιτική συμπεριφορά έχει μελετηθεί εκτενώς (Παντελίδου Μαλούτα 2012: 197). Αρχικά, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ηλικία είναι «πολιτικό χαρακτηριστικό, καθώς συνδέεται με υποχρεώσεις και δικαιώματα του πολίτη», ενώ «η κοινωνική ηλικία όχι μόνον συνδυάζεται με τη βιολογική αλλά και υπερισχύει της τελευταίας» (Μουσούρου 2005: 14, 18). Στο πλαίσιο αυτό, είναι γενικώς αποδεκτό ότι μία σειρά από κοινωνικά ορόσημα, όπως το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή η αποχώρηση από το σπίτι των γονιών, από τη μια, και η έναρξη του εργασιακού βίου ή ο γάμος και η τεκνοποίηση, από την άλλη, προσδιορίζουν κοινωνικά την ηλικία του ατόμου και αποτελούν ορόσημα στη διαδικασία ενηλικίωσης (Moreno and Urraco 2018: 3). Στο μεταίχμιο, λοιπόν, μεταξύ «ανώριμης» και «ώριμης» κοινωνικής ζωής τοποθετείται η νεότητα που αποτελεί και τα χρόνια της ατομικής διαμόρφωσης (Βλάχος 1981: 379).
Βέβαια, οι ηλικιακές κατηγορίες μεταβάλλονται ιστορικά και διαφοροποιούνται από κοινωνία σε κοινωνία (Δεμερτζής κ.ά. 2008: 32-35, Μαλούτα-Παντελίδου 2012: 198, 210). Για την ακρίβεια, σήμερα, η «νεανικοποίηση» της γενικής κουλτούρας και η παράταση της «νεανικής ηλικίας» έχει μεταβάλει τις ηλικιακές ταυτότητες (Παντελίδου Μαλούτα 2012: 208). Συγκεκριμένα, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, τόσο το γεγονός ότι η μείωση ή και κατάργηση των διαφορών μεταξύ νέων και μεγαλύτερων στον τρόπο κατανάλωσης και διασκέδασης (Μουσούρου 2005: 174) όσο και το γεγονός ότι οι τελευταίες γενιές παρατείνουν πολύ τις σπουδές συσσωρεύοντας προσόντα προκειμένου να βρουν μια δουλειά της αρεσκείας τους, αργούν να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά, συχνά μένουν στο παιδικό δωμάτιο και μετά τα 30, και αργούν να κάνουν οικογένεια και παιδιά, οδηγεί στην επέκταση της κοινωνικής νεότητας πέραν των 30 ετών (ίσως μέχρι και τα 40). Ουσιαστικά, μιλάμε για ένα «μπλοκάρισμα της ηλικιακής μετάβασης» (Moreno and Urraco 2018: 8).
Συμπερασματικά, «ο κοινωνικός ορισμός της ‘νεότητας’ σήμερα περιλαμβάνει βιολογικές, πολιτιστικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις» (Melucci 1996: 131). Ωστόσο, η νεότητα μπορεί να προσεγγιστεί ως κάτι διαφορετικό από απλή «ηλικιακή μετάβαση». Διά στόματος Melucci, «αν και η βιολογική νεότητα είναι μια βραχυπρόθεσμη κατάσταση, εξακολουθεί να παρέχει μια ισχυρή βάση για το αίσθημα του ανήκειν στη νεολαία ως κοινωνική ομάδα. Αλλά αντικαθίσταται όλο και περισσότερο από έναν πολιτισμικό ορισμό του να είσαι νέος, που επιλέγεται με βάση συμβολικές ταυτίσεις (τρόποι ντυσίματος, κατανάλωσης, συσχέτισης, συμπεριφοράς, ανεξάρτητα από τη βιολογική ηλικία). Ως εκ τούτου, οι κοινωνιολογικοί ορισμοί της νεολαίας γίνονται ασαφείς και δημιουργούν πολύ συχνά στατιστικές κατηγορίες, στις οποίες είναι ευκολότερο να αποδοθεί μια ‘αντικειμενική’ ταυτότητα. Η κατάσταση της νεότητας είναι, αφενός, ένα διαρκές πρωταρχικό δεδομένο που βασίζεται στη βιολογία, αλλά, από την άλλη, διαμορφώνεται όλο και περισσότερο σύμφωνα με πολιτισμικές επιλογές». Στο πλαίσιο αυτό, η «ενηλικότητα» και η «νεότητα» μπορούν να βιωθούν ταυτόχρονα από το ίδιο άτομο (Δεμερτζής κ.ά. 2008: 51).
Η υιοθέτηση ενός τέτοιου ορισμού για τη νεότητα, όμως, θα καθιστούσε αδύνατη τη χρήση του όρου «νεολαία». Αν κανείς είναι νέος ανεξαρτήτως ηλικίας, αν όλοι/ες μπορούν να είναι νέοι/ες, τότε ο όρος καθίσταται άχρηστος. Άλλοι όροι, όπως «εναλλακτικός» ή «ριζοσπαστικός» είναι πιο πρόσφοροι στο να περιγράψουν διαγενεακά ρεύματα σκέψης και/ή δράσης που αμφισβητούν τα ειωθότα. Γι’ αυτό, προτιμότερο είναι να προσεγγίζουμε τη νεολαία ως μια κοινωνική κατηγορία, η οποία αναδύθηκε στο πλαίσιο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (Δεμερτζής κ.ά. 2008, Γιαννάκη 2016).
Στις ελληνικές έρευνες της πολιτικής συμπεριφοράς, ως νεολαία αναφέρεται συνήθως η κατηγορία 15 έως 29 ετών (Παντελίδου Μαλούτα 2012: 209). Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, όμως, σπρώχνουν το ανώτατο όριο της νεότητας προς τα πάνω, με την Ελλάδα να είναι από αυτές που το έχει τοποθετήσει ήδη στα 35 (Perovic 2016), για τους λόγους που ήδη αναφέραμε. Στο πλαίσιο αυτό, η συμπερίληψη των 35ρηδων και των 40ρηδων στην κατηγορία των νέων, τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο της πολιτικής, αν δεν είναι προφανής, σίγουρα είναι δόκιμη.
Σημείωση:
1. https://www.avgi.gr/entheta/enthemata/366213_o-rolos-ton-geneon-stin-politiki-meros-proto, https://www.avgi.gr/entheta/enthemata/367128_o-rolos-ton-geneon-stin-politiki-meros-deytero
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Βλάχος Γεώργιος, (1981) Πολιτική: Γενική εισαγωγή στην έρευνα του πολιτικού φαινομένου, Τόμος ΄Γ.
Γιαννάκη Ντόρα, (2016) «Η συνεκδοχή της νεολαίας: Μια ιστορική αναδρομή στο περιεχόμενο της έννοιας», στο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, Δέσποινα Παπαδημητρίου, Ζήσιμος Συνοδινός (επιμ.), Νεολαία και οικονομικές κρίσεις στην Ελλάδα, 1929-2008, Gutenberg.
Δεμερτζής Νίκος, Γιάννης Σταυρακάκης, Μπετίνα Ντάβου, Αντώνης Αρμενάκης, Νικόλας Χρηστάκης, Νίκος Γεωργαράκης, Νίκος Μπουμπάρης, (2008) Νεολαία: ο αστάθμητος παράγοντας, Πολύτροπον.
Melucci Alberto, (1996) Challenging codes. Collective action in the information age, Cambridge university press.
Moreno Almudena and Mariano Urraco, “The generational dimension in transitions: A theoretical review”, Societies, 8(3), 2018
Μουσούρου Λουκία, (2005) Εισαγωγή στην κοινωνιολογία των ηλικιών και των γενεών, Gutenberg.
Παντελίδου Μαλούτα Μάρω, (2012) Πολιτική συμπεριφορά: θεωρία, έρευνα και ελληνική πολιτική, Σαββάλας.
Perovic Bojana, (2016) “Defining youth in contemporary national legal and policy frameworks across Europe”, EKCYP Correspondent. © Partnership between the European Commission and the Council of Europe in the field of youth.