Το τελευταίο διάστημα μια μεγάλη αντιπαράθεση, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο κι αυτή αφορά την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα. Η έκθεση των RSF δείχνει ότι η χώρα βρίσκεται στη χειρότερη θέση από ενάρξεως διεξαγωγής της έρευνας, που διεξάγει ο εν λόγω οργανισμός εδώ και πολλά χρόνια, αλλά επίσης βρίσκεται και στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 χωρών μελών της ΕΕ, καθώς και πίσω από πολλές άλλες που ο ρατσιστικός λόγος, επισήμων και ανεπισήμων, θεωρεί υπανάπτυκτες. Η κυβέρνηση από την άλλη πλευρά καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να αμφισβητήσει τη μέτρηση, αν όχι να διαβάλλει τους RSF, κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερες αντιδράσεις από την αρχική μέτρηση, πότε αμφισβητώντας τη μεθοδολογία της, την οποία ειρήσθω εν παρόδω μάλλον αγνοεί παντελώς, πότε επικαλούμενη fake news (καθώς μάλλον είναι εθισμένη σ’ αυτή την πρακτική και αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαχωρίσει τις αξιόπιστες ειδήσεις από τις παραποιημένες).
Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι η έκθεση των RSF είναι μία μόνο από τις μετρήσεις, που μαρτυρούν ότι η ελευθερία του Τύπου έχει πληγεί βαριά στη χώρα. Πρόσφατα, παρόμοια έκθεση συνέταξε και κατέθεσε το Media Freedom Rapid Response, το οποίο συναποτελείται από έξι διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με την ελευθερία του Τύπου. Ανάλογη έκθεση συνέταξε το ECPMF σχετικά με την ελευθερία του Τύπου το 2021 κατά την περίοδο της πανδημίας, από την οποία προκύπτει επίσης ότι η κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα είναι δεινή, ενώ η χώρα υπολείπεται πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Ουγγαρίας.
Ο πονοκέφαλος για την κυβέρνηση δεν σταματά εδώ. Αν ανατρέξει κάποιος στην ιστοσελίδα του Mapping Media Freedom, θα διαπιστώσει ότι τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί 153 σοβαρά περιστατικά διαφόρων μορφών παραβίασης της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις ανακοινώσεις και άλλων διεθνών οργανισμών, όπως της European Federation of Journalists (EFJ), και φυσικά τα πάμπολλα σχετικά δημοσιεύματα διεθνών έγκυρων Μέσων όπως των Guardian, Politico, Al Jazeer κ.ά.
Και βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε το άρθρο (36 πρώην 191) για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις βασικές αρχές του δικαίου στην Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο, αν όχι σε αντίθεση με βασικές αρχές της νεωτερικότητας συνολικά.
Κι, όμως, οι παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου είναι μία μόνο πλευρά του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα. Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Δείκτη Δημοκρατίας (Democracy Index) για το 2021, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως «ελλαττωματική δημοκρατία» και βρίσκεται στην 34η θέση μεταξύ 167 χωρών, πίσω για παράδειγμα από την Μποτσουάνα, την Ουρουγουάη, την Ν Κορέα, την Κόστα Ρίκα κ.ά. χώρες.
Εκτός αυτών, η Ελλάδα βρίσκεται τελευταία στο στόχαστρο της κριτικής διεθνών οργανισμών και άλλων πολιτικών φορέων για την πολιτική των επαναπροωθήσεων (push backs), η οποία, σύμφωνα με ρεπορτάζ διεθνών Μέσων, παίρνει συχνά μια εξαιρετικά βάρβαρη μορφή. Εννοείται πως εξ ορισμού αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου και της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τα οποία τόσο επαίρονται οι αυτο-αποκαλούμενοι φιλελεύθεροι κάθε κοπής. Στην εικόνα αυτή θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την αστυνομική αυθαιρεσία, αν όχι βαρβαρότητα, που ασκείται στο εσωτερικό συχνά εναντίον φοιτητών, γυναικών, συνταξιούχων κοκ.
Θα νόμιζε κάποιος ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα διακυβέρνησης. Ισχύει αυτό. Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν το έχει η κυβέρνηση, αλλά η χώρα και οι πολίτες της. Η χώρα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή, μεταπολιτευτικά, επίθεση στα ατομικά δικαιώματα, από πολιτικό σχηματισμό που για χρόνια μας είχε συνηθίσει να επαίρεται για την προσήλωσή της σε αυτά, σε αντίθεση με τους εκπρόσωπους του «ολοκληρωτισμού», όπως έλεγε χαρακτηριστικά, αλλά και ψευδώς. Κι ας μην ξεχνάμε ότι παρόμοια επίθεση ασκείται εδώ και χρόνια στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όπως λ.χ. της ιδιόκτητης στέγης, βλ. ΕΝΦΙΑ, ή στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος –εκτός από τον αναγκαστικό εμβολιασμό, θα πρέπει να θυμηθούμε και την εμπλοκή κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων στις ατομικές ελευθερίες των γυναικών με το πρόσχημα της γονιμότητας, κοκ. Με άλλα λόγια η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα Δημοκρατίας και ελευθεριών, τέτοιο που καμιά άλλη χώρα στην ΕΕ δεν αντιμετωπίζει, ούτε ακόμα η Ουγγαρία ή η Πολωνία.
Η χώρα έχει μια κυβέρνηση που απ’ ό,τι φαίνεται δεν δίνει δεκάρα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία θυσιάζει, προκειμένου να ασκήσει μια ιδεοληπτική πολιτική υπέρ του κεφαλαίου, παραβιάζοντας επιδεικτικά στοιχειώδεις κανόνες, ακόμα κι αυτής της αστικής δημοκρατίας.
Το περίεργο είναι πως γι’ αυτή την κατάσταση δεν υπάρχει σοβαρή αντίδραση στο εξωτερικό, όπως σε άλλες περιπτώσεις, λ.χ. στην Λευκορωσία, την Τουρκία ή τη Ρωσία, αν και όλα τα στοιχεία για την παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου τα ξέρουμε από το εξωτερικό. Δεν υπάρχουν επίσης σοβαρές αντιδράσεις ούτε και στο εσωτερικό. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους. Μπορεί, όμως, και να εξηγήσει ότι η κοινωνία κινείται προς την κατεύθυνση άλλων τρόπων αντίδρασης, που ενδέχεται σύντομα να δούμε.