Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου ξεκίνησε (1&2 Ιουλίου*) με την «Άλκηστη» του Ευριπίδη σε παγκόσμια πρεμιέρα σε σκηνοθεσία του καταξιωμένου Ολλανδού Γιόχαν Σίμονς, ο οποίος παρουσιάζει για τρίτη φορά έργο του σε ελληνικό κοινό. Έχουν προηγηθεί οι «Βάκχες» (2002) καθώς και η παράσταση «Καζιμίρ και Καρολίνα» (2009) -και οι δύο στο Ηρώδειο- ενώ για την Επίδαυρο επιλέγει να παρουσιάσει μια «τραγωδία παίζουσα», σε συμπαραγωγή του κρατικού γερμανικού θεάτρου Schauspielhaus Bochum, του οποίου ο Σίμονς έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση, και του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Η «Άλκηστη» του Ευριπίδη διδάχθηκε το 438 π.Χ. ως το τέταρτο έργο μιας τετραλογίας, δηλαδή στη θέση του σατυρικού δράματος. Χωρίς να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του είδους, λόγω των ετερόκλητων στοιχείων του, χαρακτηρίζεται ως τραγωδία με αίσιο τέλος. Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Απόλλωνας, τιμωρημένος από τον Δία, βρίσκεται στη Θεσσαλία στο παλάτι του Αδμήτου και δουλεύει στα βοσκοτόπια του. Για να κρατήσει στη ζωή τον άρρωστο πλέον Άδμητο, καταφέρνει και ξεγελά τις μοίρες με την προϋπόθεση κάποιος άλλος να πεθάνει στη θέση του. Οι γονείς του αρνούνται και μόνο η Άλκηστη -σύζυγός του και μητέρα δύο παιδιών- δέχεται να θυσιαστεί για χάρη του. Το έργο ξεκινάει από τις τελευταίες στιγμές της Άλκηστης, η οποία, ανησυχώντας για το μέλλον των παιδιών της, εκφράζει τις τελευταίες επιθυμίες της στον Άδμητο. Η Άλκηστη τελικά πεθαίνει και ο Άδμητος, λίγο πριν την ταφή, δέχεται μια απρόσμενη επίσκεψη. Καταφθάνει ο Ηρακλής και η προφητεία του Απόλλωνα εκπληρώνεται. Ο Άδμητος κατά την άφιξη του ήρωα αποκρύπτει τον θάνατο της Άλκηστης στα πλαίσια του μοτίβου της φιλοξενίας, ο οποίος τρωγοπίνει φέρνοντας αναστάτωση στο παλάτι. Στο τέλος, ο θάνατος της Άλκηστης αποκαλύπτεται, ο Ηρακλής παλεύει με τον Θάνατο και την παίρνει πίσω.
Ο Σίμονς ανοίγει τον σκηνικό τόπο και τη σκηνική δράση με έναν καταυλισμό, με αντίσκηνα και τροχόσπιτα, πλαστικά τραπέζια και καρέκλες και μία νεκροφόρα, και τα στήνει πίσω από τη σκηνή και την ορχήστρα. Ένα εκκλησιαστικό όργανο με τέσσερα πρόσωπα (δύο σοπράνο και δύο άλτο) παίρνει τη θέση του χορού. Εκεί, -στην ορχήστρα- αλλά και στα δέντρα προβάλλονται κατά διαστήματα στίχοι από το αρχαίο κείμενο. Ο σκηνοθέτης κάνει φανερή την πρόθεσή του να αναδείξει τον λόγο και συγχρόνως να τον κάνει ανοιχτό σε νέες ερμηνείες. Η δραματουργική προσέγγιση ακολουθεί τη γραμμική αφήγηση του αρχαίου κειμένου χωρίς να παρεκκλίνει από τη σειρά των γεγονότων. Αυτό που παρεκκλίνει είναι το ύφος της παράστασης. Ο Σίμονς προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει το κείμενο για τη ζωή και τον θάνατο μέσω της μουσικής, του φωτισμού, της ενδυμασίας, της υποκριτικής και της κινησιολογίας. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τα λόγια, αλλά συγχρόνως μας αποκαλύπτουν τα νοήματα του κειμένου. Για αυτό και τα κοστούμια είναι συμβατά με την ψυχολογία των ηρώων και ξεκλειδώνουν μηνύματα του χαρακτήρα τους. Η Άλκηστη στη συνομιλία της με τον Άδμητο, και ενώ αποχαιρετά τα παιδιά της και τη ζωή, προσπαθεί να φορέσει ένα ένδυμα με δύο μακριές ζώνες το οποίο όμως δεν μπορεί να δέσει μόνη της, καθώς μπερδεύεται συνεχώς. Στο τέλος το καταφέρνει με τη βοήθεια του Αδμήτου. Αυτή η γυναίκα όμως, που δεν μπορεί να τελέσει μια τόσο απλή κίνηση, έχει πάρει μια σημαντική και συνειδητή(;) απόφαση. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Ο Άδμητος, ένας ξέγνοιαστος νομάς, ένας περιπλανώμενος θεατρίνος με ενδυμασία σαλτιμπάγκου -ριγέ παντελόνι και φαρδύ πουκάμισο και με μακριά μαλλιά- δεν μας δίνει κανέναν λόγο να πιστέψουμε πως η ζωή του αξίζει περισσότερο από της γυναίκας του. Έξω από τα στερεότυπα κινείται και η φιγούρα του Ηρακλή. Ένας μεσήλικας, λιπόσαρκος Ηρακλής με ένα πανωφόρι λεοπάρ και έναν σάκο πεζοπορίας στην πλάτη. Όπως και στα σατυρικά δράματα, παρουσιάζεται εύθυμος, αγαθός, καλοφαγάς με ροπή στο κρασί και τις απολαύσεις. Το πρόσωπο όμως που κερδίζει τις εντυπώσεις, τόσο ενδυματολογικά όσο και κινησιολογικά είναι η εξπρεσιονιστική και γκροτέσκ φιγούρα του Θανάτου με μαύρο μακρύ ένδυμα, λευκή μάσκα με ένα μάτι, σπασμένες κλειδώσεις που θυμίζουν πλάσμα αλλόκοτο (από αλλού φερμένο).
Κάποια αντικείμενα χρησιμοποιούνται επίσης ως σύμβολα, όπως για παράδειγμα τα παπούτσια της Άλκηστης τα οποία μετά τον θάνατό της φοράει η πενθούσα θεραπαινίδα της, για να τα ξαναβγάλει με το γυρισμό της κυράς της. Επίσης, η κόρη της Άλκηστης διαλέγει από την απλώστρα ένα κόκκινο σουτιέν και το φοράει πάνω από τα ρούχα της, ίσως, για να δείξει ότι παίρνει τώρα αυτή τη θέση της γυναίκας στο σπίτι, είτε για να τονίσει την πρόωρη ενηλικίωση της μετά την μητρική απουσία. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να «δει» τα παιδιά, σε αντίθεση με τον Ευριπίδη, δίνοντάς τους φωνή και έκφραση για να εκδηλώσουν, το καθένα από τη δική του πλευρά, την απώλεια και τον θάνατο.
Ο Σίμονς αντιμετωπίζει την «Άλκηστη» ως σατυρικό δράμα, τουλάχιστον ως προς τη λειτουργία του, του οποίου σκοπός ήταν η αποφόρτιση του κοινού από το τραγικό βάρος. Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα ερωτήματα του ευριπίδειου κειμένου για τη ζωή και τον θάνατο, τη θυσία και την ανιδιοτέλεια περνούν ανάλαφρα χωρίς να προβληματίσουν. Κάτω όμως από αυτή την «ελαφρότητα» εμφωλεύει μια ειρωνεία η οποία θέτει εκ νέου κάποια ερωτήματα. Αν ο Άδμητος είχε άλλο χαρακτήρα θα άξιζε να σωθεί; Αν ήταν γενναίος αντί δειλός, θα άφηνε κάποιον άλλον να θυσιαστεί στη θέση του; Τι σημαίνει για την Άλκηστη αυτή η θυσία, να θανατωθεί δηλαδή στη θέση του δειλού άντρα της;
Από την άλλη, η μουσική του Γκλουκ, από την ομώνυμη όπερα, μαζί με τα τέσσερα πρόσωπα του χορού, αποδίδει με σαφήνεια το τραγικό νόημα του κειμένου. Δύο ξεχωριστά εμβόλιμα κομμάτια, ως ιντερμέδια -Βίκυ Λέανδρος και Beach Boys- αποφορτίζουν σημεία που τα λόγια περιέχουν ένα ειδικό βάρος. Για παράδειγμα, η σκηνή θανάτου της Άλκηστης την οποία είδαμε να χορεύει έξαλλα ένα τραγούδι που μιλάει για τη χαρά της ζωής, απευθυνόμενη στα παιδιά της, στον Άδμητο και φυσικά στο κοινό, με ένα κλείσιμο του ματιού για την ειρωνεία της κατάστασης.
Η πρόσληψη της παράστασης από το κοινό ήταν κατά βάση αμήχανη. Την Παρασκευή (1/7) υπήρξαν κάποιες αποχωρήσεις και μια δυσφορία από μέρους των θεατών. Το Σάββατο (2/7) το κοινό ήταν πιο θερμό και δεκτικό, ωστόσο με κάποια συγκατάβαση. Υπήρξαν βέβαια και ενθουσιασμένοι θεατές οι οποίοι χειροκροτούσαν όρθιοι, σε ένα όχι τόσο γεμάτο θέατρο (περί τους 2.500 θεατές).
Ο Γιόχαν Σίμονς αναφέρει πως το συγκεκριμένο έργο είναι από τα πιο «σκληρά και ιλαρά κείμενα για την ανθρώπινη αποτυχία». Η ομπρέλα του έργου είναι η σκέψη ότι όλοι είμαστε νομάδες, περαστικοί από μια ζωή μικρή και εφήμερη. Πρόκειται για μια φιλοσοφική, υπαρξιακή τοποθέτηση και αναζήτηση του σκηνοθέτη η οποία, πολύ καλά δουλεμένη, ωστόσο, έμεινε να αιωρείται στην παράσταση χωρίς να καταφέρει να την επικοινωνήσει –με ευκολία τουλάχιστον- στο κοινό.
Σκηνοθεσία: Johan Simons, μετάφραση: Anne Carson, δραματουργία: Susanne Winnacker, σκηνικά: Johannes Schütz, κοστούμια: Greta Goiris, μουσική σύνθεση: Steven Prengels, φωτισμοί: Bernd Felder, βίντεο: Voxi Bärenklau, σχεδιασμός ήχου: Will-Jan Pielage, φωνητική διδασκαλία: Roswitha Diericks, βοηθός σκηνοθέτη: David Goldmann, βοηθοί σκηνογράφου: Ingrid Pons i Miras, Anita Ackva, βοηθοί ενδυματολόγου: Flora Kruppa, Isabela Voicu, κατασκευές Oliver Kroll, διεύθυνση σκηνής: Uwe Marx, τεχνικός σκηνικών: Frank Engel, τεχνικός βίντεο: Nils Jäger, τεχνικός ήχου: Jordy Zoet, ραδιοτεχνικός: Yannick de Wit, συνεργασία στα κοστούμια: Hannah Brüggemann, Cornelia Fischer, Britta Brodda, υποβολέας: Isabell Weiland, καλλιτεχνική διεύθυνση – ειδική συμμετοχή Sabine Krüger, καλλιτεχνικό γραφείο: Beatrix Feldmann, οδηγός: Ali Tugrul.
Παίζουν: Anne Rietmeijer (Άλκηστη), Steven Scharf (Άδμητος), Elsie de Brauw (Τροφός), Pierre Bokma (Ηρακλής), Stefan Hunstein (Πατέρας), Dominik Dos-Reis, Ann Göbel (Παιδιά), Viktor IJdens (Απόλλων), Lukas von der Lühe (Θάνατος)
Συμμετέχουν: Antonia Busse σοπράνο, Natalija Radosavljevic σοπράνο, Sarah-Léna Winterberg άλτο, Luzia Ostermann άλτο, Christopher Bruckman / Boris Gurevich εκκλησιαστικό όργανο
Συμπαραγωγή Schauspielhaus Bochum – Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου
* Παρακολούθησα την παράσταση στις 2/7.