Αν και με τη γνώριμη σχετική αβεβαιότητα, σήμερα Κυριακή αναμενόταν να συνεδριάσει το Euroworking Group για να αποφασίσει σχετικά με την αποδέσμευση των 10 δισ. για συμμετοχή στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και των 2 δισ. της υποδόσης που έχει συμφωνηθεί πριν καιρό. Αβεβαιότητα, διότι η διαπραγμάτευση της ελληνικής πλευράς, με τους δανειστές την Παρασκευή το απόγευμα προς το βράδυ δεν έλυσε όλες τις εκκρεμότητες. Μάλιστα άφησε τις πιο σημαντικές, όπως είναι οι πλειστηριασμοί και τα «κόκκινα δάνεια», με πιο ακανθώδες ως προς την επίτευξη συμφωνίας τα «κόκκινα δάνεια». Μια νέα προσπάθεια θα γινόταν το Σάββατο, χτες. Κανείς δεν απέκλειε, ωστόσο, να μην καταστεί δυνατή η συμφωνία και η διαπραγμάτευση να συνεχιστεί και στο παρά πέντε ή ακόμα και να συνεχιστεί και στο Euroworking Group.
Άτεγκτη η στάση των δανειστών Η διαπραγμάτευση, λοιπόν, εξακολουθεί να αναδεικνύει όχι απλώς τις δυσκολίες που θα ανέμενε κανείς ούτως ή άλλως, αλλά την άτεγκτη στάση των δανειστών που, ιδίως στο προσφυγικό γίνεται και απροκάλυπτα κυνική. Οι ηγέτες της ΕΕ συνδέουν την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους να ενισχύσουν με πόρους την Ελλάδα για να καλύψει τις ανάγκες για την φροντίδα των προσφύγων με το πώς θα πάει η διαπραγμάτευση, πώς θα λήξει η αξιολόγηση. Εν τω μεταξύ, μπορεί να συμφωνούν για ένα θέμα, αλλά αμέσως θέτουν ένα νέο στο τραπέζι. Τελευταίο, προέκυψε η κατάργηση του αγγελιόσημου που πηγαίνει στα ταμεία των εργαζομένων στον Τύπο. Επιπλέον, ζητούν ως το τέλος της εβδομάδας, που αρχίζει αύριο, να συνυπογραφεί το τελικό κείμενο για τον προϋπολογισμό του 2016 και να αρχίσει η συζήτηση για το ασφαλιστικό. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι ακόμα και αν νομοθετηθούν, παραδείγματος χάριν, την Τρίτη όσα συμφωνηθούν, αμέσως θα τεθούν στο τραπέζι το φορολογικό, η δημόσια διοίκηση, οι παρεμβάσεις στην υγεία, στις αγορές και σε πολλά άλλα πεδία.
Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση. Ελαφρώς καλύτερη μεν από αυτή που παραθέταμε στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής», όταν μιλούσαμε για «μέρες Ιουλίου», όμως εξαιρετικά δύσκολη. Και είναι να απορεί κανείς με την αισιοδοξία που εκπέμπεται μερικές φορές, από την κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά την συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΟΙΣΟΠ) την Πέμπτη. Μικρότερη, αλλά πάντως αισιοδοξία εξέφραζαν και μετά τη συνάντηση της Παρασκευής με τους θεσμούς. Η τοποθέτηση από πλευράς της Κομισιόν, που υποτίθεται είναι η πιο διαλλακτική του κουαρτέτου, όπως εκφράστηκε από την εκπρόσωπο Τύπου Μίνα Αντρέεβα είναι πολύ αποκαλυπτική των πιέσεων που ασκούνται ως την τελευταία στιγμή.
Όπως είπε η ίδια, οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται «σε πολιτικό και τεχνικό επίπεδο», ενώ έχει σημειωθεί «πρόοδος» στην εφαρμογή των μέτρων που περιλαμβάνονται στο πρώτο πακέτο προαπαιτούμενων. Τέλος, ανέφερε πως για να είναι σε θέση να συγκληθεί το Euroworking Group, οι θεσμοί πρέπει να συμπληρώσουν την «έκθεση συμμόρφωσης», δηλαδή την αξιολόγηση των νομοθετημένων μέτρων από το πρώτο πακέτο προαπαιτούμενων και τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Χωρίς ανάσαΕίναι φανερό ότι δεν γίνεται μια διαπραγμάτευση που αναζητά κοινούς τόπους, οδυνηρούς έστω, για την ελληνική πλευρά που δεν θα απέχουν, όμως, και από τον ορθολογισμό. Το μόνο ίχνος ορθολογικής αντιμετώπισης υπήρξε στην περίπτωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που κρίθηκε, με τη βοήθεια των πιέσεων του, του διοικητή της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, ότι δεν πρέπει να τιναχθεί στον αέρα η ευστάθεια των ελληνικών τραπεζών. Ούτε καν το γεγονός ότι η ύφεση ήταν μικρότερη της αναμενόμενης το τρίτο τρίμηνο του έτους (-0,4%) και άρα θα είναι θετικότερη και η πορεία των εσόδων υπολογίστηκε κατά τις διαπραγματεύσεις.
Η τιμωρητική-κυνική στάση στο θέμα των προσφύγων, όπου κατακρατείται η βοήθεια και δαπανά ο ελληνικός προϋπολογισμός από το υστέρημά του, αναφέρθηκε, ήδη, είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Όπως υποστηρίζουν, αν αποδέσμευαν τους πόρους για το προσφυγικό, η ελληνική πλευρά θα είχε μεγαλύτερη αντοχή για να κρατήσει δυναμικότερη στάση κατά τις διαπραγματεύσεις. Ή και να πετύχει, άκουσον άκουσον, χαλάρωση του όλου ελληνικού προγράμματος. «Βοήθεια και χρήματα έχει ήδη αποφασιστεί ότι θα δοθούν στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν πρέπει ούτε μπορεί να γίνει εις βάρος του προγράμματος» υποστηρίζεται αρμοδίως στις Βρυξέλλες. Να επισημάνουμε εδώ ότι η αντίστοιχη δημοσιονομική επιβάρυνση της Ιταλίας υπολογίζεται σε 3,3 δισ. ευρώ και ο Ρέντσι έχει ζητήσει, εκ μέρους της ιταλικής κυβέρνησης, αυτό το ποσό να συνυπολογιστεί ως ελαφρυντικό στο δημοσιονομικό της έλλειμμα.
Παύλος Κλαυδιανός