Συμπεράσματα από τις συνομιλίες Ελλάδας-ΤουρκίαςΤης Αθηνάς Σκούρτα*Η προγραμματισμένη επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στην Τουρκία στις 17 και 18 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στη σκιά των τραγικών γεγονότων στο Παρίσι και, όπως ήταν φυσικό, το προσφυγικό ζήτημα κυριάρχησε στη διάρκεια των διμερών συνομιλιών. Μέσα στο πλαίσιο των βάρβαρων επιθέσεων από το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ΙΚΙΛ) στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας στις 13 Νοεμβρίου, δημιουργήθηκε ένα κρίσιμο σημείο μεταβολής στις συνθήκες ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αφού η τρομοκρατία των τζιχαντιστών «πέρασε» τα ευρωπαϊκά σύνορα και έθεσε επιτακτικά την ανάγκη της αντιμετώπισης του προσφυγικού ζητήματος αλλά και της συνολικότερης διευθέτησης της συριακής κρίσης.
Με δεδομένο ότι η Τουρκία αποτελεί μια χώρα-κλειδί στις εξελίξεις –εφόσον μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων οι Σύροι πρόσφυγες περνούν στην Ελλάδα και άρα στην Ευρώπη- καθώς και μετά τις πληροφορίες που θέλουν έναν εκ των φερόμενων δραστών-τρομοκρατών στο Παρίσι να είχε καταφέρει να περάσει από τη Λέρο με πλαστό διαβατήριο, καταδεικνύεται η ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του ζητήματος, ενώ δεν αποκλείεται μία τριμερής συνάντηση μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Γερμανίας για τη συζήτηση του προσφυγικού, μετά από πρόταση που κατέθεσε η γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ.
Επωφελέστερη διέξοδος η συνεργασίαΩστόσο, παρά το ιδιαίτερα ευνοϊκό κλίμα των συνομιλιών στην Άγκυρα, ο τούρκος πρωθυπουργός, Αχμέτ Νταβούτογλου, δεν δεσμεύτηκε για τη λειτουργία κέντρων καταγραφής και ταυτοποίησης προσφύγων εφόσον, ένας τέτοιος μηχανισμός θα συντελούσε στη δημιουργία ενός παρεμβατικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ορισμένα κράτη ως διαδικασία επιλογής για την επανεγκατάσταση προσφύγων με βάση θρησκευτικές και μορφωτικές διαφοροποιήσεις. Παρόλα αυτά, η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-Τουρκίας που θα πραγματοποιηθεί στα τέλη του μήνα, ενδέχεται να αποτελεί το λόγο που η τουρκική πλευρά δε θέλησε να δεσμευτεί σε αυτή τη συμφωνία και σε διμερές επίπεδο με την Ελλάδα, για στρατηγικούς λόγους. Εξάλλου, η επίσκεψη του τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στις Βρυξέλλες, στις αρχές Νοεμβρίου, γνωστοποίησε τα ανταλλάγματα που ζητάει η Τουρκία για τον αποδοτικότερο έλεγχο των μεταναστευτικών ροών στην Ευρώπη από τα σύνορα της, μεταξύ των οποίων είναι φυσικά και η επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπλέον, στη διάρκεια των ελληνοτουρκικών συνομιλιών στην Άγκυρα, ο Νταβούτογλου δήλωσε ξεκάθαρα πως το βάρος που έχουν επωμιστεί Ελλάδα και Τουρκία απ’ τη συριακή κρίση τις καθιστά εξίσου «θύματα», οι δύο χώρες έχουν αναλάβει το κόστος μίας σύγκρουσης για την οποία δεν ευθύνονται και πως η συνεργασία αποτελεί την επωφελέστερη διέξοδο. Ωστόσο, η δήλωση αυτή εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Η τουρκική κυβέρνηση πράγματι δεν φέρει ευθύνες για την εξέλιξη της συριακής κρίσης; Πράγματι η Τουρκία δε φέρει ευθύνες για την ενίσχυση των τζιχαντιστών στο Ιράκ και τη Συρία με σκοπό την εξισορρόπηση στην κουρδική μειονότητα και στο καθεστώς Άσσαντ;
Αναβαθμισμένος ο ρόλος της ΤουρκίαςΕίναι ξεκάθαρο πως ο ρόλος της Τουρκίας, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι, έχει αναβαθμιστεί. Η Τουρκία θα κληθεί να παίξει καθοριστικό ρόλο για τις εξελίξεις σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, είναι επίσης ξεκάθαρο πως η διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης, με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η διεθνής κοινότητα, δεν μπορεί να εξαρτάται από τα ανταλλάγματα που ζητάει η Άγκυρα, ώστε να λάβει τα αυτονόητα μέτρα.
Είναι γεγονός πως στην Τουρκία φιλοξενείται ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού από τη Συρία, το οποίο αγγίζει τα 2,5 εκατομμύρια, και πράγματι η χώρα έχει πληγεί κοινωνικά και οικονομικά. Ο αριθμός των προσφύγων που έχει περάσει από την Ελλάδα αγγίζει τους 650.000, ενώ εκατοντάδες άλλοι έχουν χάσει τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα στο Αιγαίο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ουσιαστική αρωγή της Τουρκίας στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος κρίνεται απαραίτητη, εφόσον το διακύβευμα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Ο έλληνας πρωθυπουργός, στη συνέντευξη Τύπου στην Άγκυρα, υπογράμμισε την αναγκαιότητα για την πάταξη των δικτύων διακινητών στο τουρκικό έδαφος, τα οποία, όπως χαρακτηριστικά είπε, «διαπράττουν ύβρη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν στη συνεργασία της διοίκησης της ελληνικής και τουρκικής ακτοφυλακής, στη δημιουργία ελληνοτουρκικού μηχανισμού με τη συμμετοχή των αρμόδιων υπουργείων καθώς και στη συνεργασία των Περιφερειών Ανατολικού και Βορείου Αιγαίου με τις αντίστοιχες τουρκικές Περιφέρειες. Επιπλέον, οι συνομιλίες μεταξύ των δύο αρχηγών κατέληξαν και σε άλλες συμφωνίες όπως η συνολικότερη ενίσχυση των διμερών σχέσεων μέσα από τομείς όπως ο τουρισμός, η ενέργεια, το εμπόριο, η οικονομία και οι μεταφορές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προγραμματίσθηκε, επίσης, η διεξαγωγή της 4ης Συνόδου του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας για τον προσεχή Φεβρουάριο.
Κυπριακό: λύση χωρίς τρίτους εγγυητέςΤο κυπριακό ζήτημα δε θα μπορούσε να απουσιάζει από την ατζέντα των δύο πλευρών, ειδικότερα εφόσον το νέο σχέδιο επίλυσης έχει αρχίσει να δρομολογείται. Ο Ελληνοκύπριος Πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, και ο Τουρκοκύπριος νεοεκλεγείς ομόλογος του, Μουσταφά Ακίντσι, πραγματοποιούν διαρκώς συνεδριάσεις για την εξεύρεση αμοιβαίας λύσης έως τον Μάιο του 2016, ενώ ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος δεν δίστασε να καταδικάσει τα πρόσφατα γεγονότα βίαιων επιθέσεων ελλήνων εθνικιστών σε βάρος Τουρκοκύπριων στις 16 Νοεμβρίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε από την Άγκυρα πως η ελληνική πλευρά επιδιώκει την επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης αναφορικά με το κυπριακό ζήτημα και πως η λύση θα πρέπει να βασίζεται στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου και κυρίως να αποτελεί μία λύση «χωρίς τρίτους εγγυητές», αφήνοντας σαφείς αιχμές για το ζήτημα που θέτει η ελληνοκυπριακή πλευρά και αφορά στην απομάκρυνση των τουρκικών δυνάμεων από το κυπριακό έδαφος, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση.
Η ευρωπαϊκή πορεία της ΤουρκίαςΣε ό,τι αφορά στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ο έλληνας πρωθυπουργός δήλωσε πως η Αθήνα είναι αρωγός σε αυτήν την προοπτική εφόσον η Άγκυρα επιτύχει να εκπληρώσει τους όρους και τις προδιαγραφές που απαιτούνται, και πως η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές αμφότερες. Παρόλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί πως η τουρκική κυβέρνηση καταπατά συστηματικά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου, ενώ είναι γνωστό ότι οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας μάχονται ενάντια στους Κούρδους αντάρτες αντί να συμβάλλουν στην καταπολέμηση του φαινομένου της ισλαμικής τρομοκρατίας. Μπορεί το τουρκικό κράτος να μην κινδυνεύει άμεσα από την απειλή του ΙΚΙΛ, αλλά θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν πως όσο τα περιφερειακά προβλήματα ασφάλειας μετατρέπονται σε διεθνή, η Τουρκία δεν θα μπορεί να παραμείνει αμέτοχη στις εξελίξεις.
Τέλος, μεγάλη έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι σε ποδοσφαιρικό αγώνα των εθνικών ομάδων Ελλάδας-Τουρκίας, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης Τσίπρα στην Άγκυρα, Τούρκοι οπαδοί φώναξαν εθνικιστικά συνθήματα, έδειξαν ασέβεια προς τον ελληνικό εθνικό ύμνο και δεν τήρησαν ενός λεπτού σιγή για τα θύματα στο Παρίσι. Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κάτι το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την τουρκική κοινωνία συνολικά. Αποτελεί, απλώς, μία επικίνδυνη τάση. Και παρά την επικριτική στάση του Τούρκου Προέδρου στο φαινόμενο αυτό, η τάση αυτή θα συνεχίσει να υφίσταται.
Είναι σημαντικό να κρατήσουμε τη δήλωση του έλληνα πρωθυπουργού, κατά τη συνάντηση του με τον οικουμενικό πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, στην οποία είπε χαρακτηριστικά πως «θέλουμε το Αιγαίο να παραμείνει μια θάλασσα συνεργασίας, φιλίας, ειρήνης, αλληλεγγύης και να μην μετατραπεί σε έναν υγρό τάφο με χιλιάδες ανθρώπους. Είναι ανθρωπιστικό μας καθήκον να πάρουμε πρωτοβουλίες ώστε να διευθετηθεί αυτή η κρίση». Η Τουρκία έχει «ανθρωπιστικό καθήκον» να αναλάβει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες. Αν υπάρξει η πολιτική βούληση, η Τουρκία μπορεί και οφείλει να αποτρέψει την περαιτέρω αποσταθεροποίηση στην περιφέρεια της. Μπορεί και οφείλει να αποτελέσει αρωγό για τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή, μακριά από μικροπολιτικά συμφέροντα και κοινωνικο-θρησκευτικές διακρίσεις.
*Διεθνολόγος – Απόφοιτη του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Πολιτικές, Οικονομικές και Διεθνείς Σχέσεις στη Μεσόγειο», του Πανεπιστημίου Αιγαίου.