Στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, η ΝΔ συνομολόγησε την αδυναμία και την απροθυμία της να αναλάβει τη διαχειριστική και πολιτική ευθύνη της υλοποίησης μιας συμφωνίας που θα θέσει σε οριακή δοκιμασία τις εναπομείνασες αντοχές της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Οι εμμονικές προσκλήσεις του Β. Μεϊμαράκη στον αντίπαλο για μετεκλογική συνεργασία, η αναιμική κινητοποίηση των ιστορικών στελεχών της παράταξης και του κομματικού μηχανισμού προοικονόμησαν εν πολλοίς την έκβαση του αποτελέσματος.

Η «παράδοση», ωστόσο, της Δεξιάς δεν ήταν ούτε αιφνίδια, ούτε πολύ περισσότερο άνευ όρων. Δεν γνωρίζουμε ασφαλώς τις υπόγειες συνεννοήσεις του Μαξίμου με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Διαθέτουμε, όμως, πλέον επαρκείς ενδείξεις ότι την επαύριο των εκλογών του Ιανουαρίου διαμορφώθηκαν οι θεσμικές και πολιτικές προϋποθέσεις του άτυπου και σιωπηρού «ιστορικού συμβιβασμού» της Αριστεράς που υποσχέθηκε να αλλάξει την Ελλάδα και την Ευρώπη: η επιλογή του Π. Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας, η στελέχωση επιτελικών θέσεων του κρατικού μηχανισμού με προσωπικό τεχνοκρατικής κοπής και μεταρρυθμιστικής λογικής, η ηρωική συνθηκολόγηση με τους δανειστές και εν τέλει η χειρουργική εκκαθάριση του κόμματος από στελέχη και τάσεις που τακτικά ή στρατηγικά διαφοροποιηθήκαν από την ηγετική ομάδα, αποτέλεσαν επαρκείς εγγυήσεις ότι ο ρητορικός ριζοσπαστισμός της κυβερνώσας αριστεράς δεν επρόκειτο να θίξει το πυρήνα του σχεδίου ληστρικής ιδιοποίησης δημόσιων πόρων και της θηριώδους αναδιανομής σε βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων, ούτε τις βάσεις της ιδεολογικής ηγεμονίας του δρεπανηφόρου νεοφιλελευθερισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν περίπου φυσιολογικό η εκλογική στρατηγική της ΝΔ να περιοριστεί στο στόχο της «διαχειρίσιμης» ήττας, που θα της παρείχε τον αναγκαίο χρόνο να ανασυνταχτεί και να επανατοποθετηθεί στο καινούργιο περιβάλλον. Οι προσδοκίες όμως διαψεύστηκαν και το κεφάλαιο διαδοχή άνοιξε ξανά.

Τέσσερις υποψήφιοι δύο γραμμές

Στην αναμέτρηση αυτής της Κυριακής, τέσσερις υποψήφιοι επιχειρούν με παρωχημένες τεχνικές πολιτικού μάρκετινγκ και έκδηλη αμηχανία, να δελεάσουν το κατακερματισμένο, εξουθενωμένο και οργισμένο συντηρητικό ακροατήριο να προσέλθει στις κομματικές κάλπες. Ανεξάρτητα από τις προγραμματικές ιδεολογικοπολιτικές τους αναφορές και τις ρητορικές τους επενδύσεις, και οι τέσσερις υποψηφιότητες συμμερίζονται την αναγκαιότητα και αποδέχονται τους βασικούς στόχους του μνημονιακού προγράμματος. Ωστόσο, συναιρούν και εκπροσωπούν δύο εναλλακτικές, αλλά όχι κατ’ ανάγκη και ανταγωνιστικές, στρατηγικές διαχείρισης της παρατεταμένης και δυσεπίλυτης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, που αναπόφευκτα θα οξυνθεί το επόμενο διάστημα. Με τον κίνδυνο των σχηματοποιήσεων, θα έλεγα ότι οι υποψηφιότητες του Β. Μεϊμαράκη και του Κ. Μητσοτάκη εντάσσονται στη λογική της συναίνεσης, ενώ εκείνες του Α. Γεωργιάδη και του Α. Τζιτζικώστα στην τροχιά της σύγκρουσης.
Η πρώτη στρατηγική φαίνεται να προκρίνει την αντιμετώπιση των αναμενόμενων κοινωνικών εντάσεων με ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις. Στη συνάφεια αυτή, έστω και προσωρινά, η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει στην κυβέρνηση την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ δεν αποκλείει την παροχή πολιτικής και κοινοβουλευτικής στήριξης, όταν και εφόσον προκύψει ανάγκη. Η επιλογή αυτή βραχυπρόθεσμα επενδύει στη φθορά της κυβερνητικής πλειοψηφίας και στην παλιννόστηση των απογοητευμένων μικροαστικών στρωμάτων που εγκατέλειψαν την παράταξη, ενώ μεσοπρόθεσμα δημιουργεί τις προϋποθέσεις, είτε για την ανασύνθεση του κυβερνητικού σχήματος με κορμό τη ΝΔ, είτε για τη συγκρότηση του μεγάλου «συνασπισμού».
Αντίθετα, οι δύο εκδοχές της υπερσυντηρητικής και αυταρχικής Δεξιάς, έχοντας επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης με τον ιδεολογικό εχθρό, δεν αρκούνται στην εξουδετέρωση κάθε εστίας κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά επιδιώκουν την τελετουργική συντριβή οποιουδήποτε αμφισβητεί το πρόγραμμα του Νόμου και της Τάξης. Δεν ικανοποιούνται με την πολιτική διευθέτηση των κοινωνικών ανταγωνισμών, αλλά επιζητούν την εκκαθάρισή τους με ιδεολογικούς όρους.
Ωστόσο, αυτές οι δύο φαινομενικά αντίπαλες στρατηγικές τέμνονται οριζόντια στο βαθμό που ο Α. Τζιτζικώστας και ο Ε. Μεϊμαράκης φαίνεται να συμμερίζονται την αναγκαιότητα προνοιακής μέριμνας για τα πληττόμενα μεσοστρώματα της πάλαι ποτέ ισχυρής συντηρητικής κοινωνικής συμμαχίας, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης και ο Α. Γεωργιάδης μοιράζονται την ιδεολογική τους εμμονή στον εξτρεμιστικό νεοφιλελευθερισμό.

Προσωρινή διαδοχή,
εύθραυστη ενότητα
 
Αυτές ακριβώς οι αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό των δύο στρατηγικών, αλλά και οι ασυμφιλίωτες προσωπικές διαμάχες και φιλοδοξίες που ενδημούν στη παράταξη, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την ανασύνθεση μιας ισχυρής, συνεκτικής και σταθερής ηγεσίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι επικείμενες εσωκομματικές εκλογές δεν πρόκειται να επιλύσουν το σοβαρότατο πρόβλημα πολιτικής συνοχής που ταλανίζει τη ΝΔ μετά την αποχώρηση Καραμανλή, στο βαθμό που κανένας υποψήφιος δεν διαθέτει ένα αξιόπιστο οδικό χάρτη για την ανασύσταση της συντηρητικής κοινωνικής συμμαχίας. Και τούτο δεν οφείλεται μόνο στις προφανείς αδυναμίες των διαθέσιμων εναλλακτικών, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι απουσιάζουν οι υλικές προϋποθέσεις που διασφάλιζαν μια σχετικά σταθερή κοινωνική βάση για τον πολιτικό φορέα του ελληνικού συντηρητισμού. Όποιος λοιπόν τελικά εκλεγεί αρχηγός, και για διαφορετικούς λόγους, θα είναι μεταβατικός και υπό προθεσμία.
Ταυτόχρονα κανένας από τους επίδοξους διεκδικητές της ηγεσίας δεν φαίνεται ικανός να εγγυηθεί την ενότητα του κόμματος. Πράγματι, για πρώτη φορά είναι πολύ πιθανό να απειληθεί σοβαρά η πολιτική συνοχή της ελληνικής δεξιάς. Αναμφίβολα σε ένα ρευστό και ασταθές περιβάλλον είναι παρακινδυνευμένο να προεξοφληθεί η διάσπασή της. Υπάρχουν, όμως, δύο τουλάχιστον λόγοι που ευνοούν την εκδήλωση φυγόκεντρων τάσεων: α) στην παρούσα συγκυρία η ΝΔ δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ, εφόσον φαίνεται ότι αυτές, αφ’ ενός, συμφιλιώθηκαν με την κυβερνητική μεταβολή και έχουν αναπτύξει δίαυλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση παρακάμπτοντας τον ιστορικό φορέα τού ελληνικού αστισμού, αφ’ ετέρου, μπορούν να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσω της προνομιακής πρόσβασής τους στους εκπροσώπους των «θεσμών», β) η ΝΔ δεν είναι αναγκαία, όμως, ούτε για τους «δανειστές», αφού έχουν πλέον πειστεί ότι, μετά τη ραγδαία κανονικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, οι εντελλόμενες μεταρρυθμίσεις μπορούν να περάσουν καλύτερα «από το αριστερό πεζοδρόμιο».
Από την άλλη πλευρά, η τάση αυτή εξισορροπείται από τους κινδύνους που συνεπάγεται ο κατακερματισμός τής ΝΔ για την εύθραυστη πολιτική σταθερότητα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας τη διαφαινόμενη αποσύνθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας και τη δυστοκία ανασύνθεσής της. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, η επόμενη μέρα θα δρομολογήσει σαρωτικές αλλαγές, που θα μεταμορφώσουν ριζικά τη μεταπολιτευτική Δεξιά. Μετά το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ είναι καταδικασμένη να αντιμετωπίσει, σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, τις συνέπειες του τέλους της Μεταπολίτευσης.
Ευθύμης Παπαβλασόπουλος
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet