Η μαζική και δυναμική συμμετοχή του αγροτικού κόσμου στη διαδήλωση της 18ης Νοεμβρίου στο Σύνταγμα ήταν απολύτως αναμενόμενη. Και παρά την απαράδεκτη (ακόμα μια φορά) αστυνομική καταστολή, το βέβαιο είναι ότι οι αγροτικές κινητοποιήσεις είναι ακόμα στην αρχή. Επιπλέον, με δεδομένη τη σωρευμένη πια εμπειρία των πανελλαδικών, αλλά και των επιμέρους τοπικών/κλαδικών διεκδικήσεων και κινητοποιήσεων της τελευταίας πενταετίας, φαίνεται ότι το αγροτικό κίνημα έχει πλέον μπει σε νέα, ποιοτικά αναβαθμισμένη φάση. Ο ευκολότερος πανελλαδικός συντονισμός αγροτικών οργανώσεων και πρωτοβουλιών, καθώς και η ωριμότητα που αποπνέουν τα αιτήματα [εξαιρώντας φυσικά τους μαξιμαλισμούς του ΚΚΕ, όπως π.χ. αφορολόγητο οικογενειακό εισόδημα 40.000 (!) ευρώ], δείχνουν ότι οι διεργασίες που έχουν συντελεστεί, αλλά κυρίως τα συντριπτικά επίδικα της νέας περιόδου, αποτελούν τη βάση για την ανάδυση ενός κοινωνικού υποκειμένου στον αγροτικό χώρο με νέα, ποιοτικά αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά. Αυτή η νέα κατάσταση απαιτεί πολύπλευρες αναλύσεις και, κυρίως, πολιτικές δράσεις, που δεν είναι αντικείμενο του παρόντος κειμένου, ωστόσο οφείλουν να αποτελέσουν προτεραιότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον αγροτικό χώρο (και όχι μόνο).
Τα μέτραΗ νέα πυροδότηση της αγροτικής κινητοποίησης πηγάζει από τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Από τότε ήταν δεδομένο ότι ο πρωτογενής τομέας είναι πλέον στο στόχαστρο των δανειστών. Η αιχμή του δόρατος της νέας συμφωνίας είναι η φορολογική επιβάρυνση των αγροτών και της παραγωγής με τρεις τρόπους. Πρώτον, με την εξομοίωση της φορολόγησης του εισοδήματος των κατ’ επάγγελμα αγροτών με τους ελευθέρους επαγγελματίες και με συντελεστή 26%. Δεύτερον, με τη σταδιακή αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%. Και τρίτον, με την κατάργηση της επιστροφής ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο. Και φυσικά, η περιβόητη απαίτηση των “θεσμών” για αυστηροποίηση του ορισμού του αγρότη. Μια απαίτηση η οποία, για οποιονδήποτε είναι στοιχειωδώς εξοικειωμένος με την Κοινή Γεωργική Πολιτική, δημιουργούσε εξαρχής εύλογα ερωτηματικά. Και αυτό γιατί βασικές διατάξεις του Κανονισμού 1307/2013 (θέσπιση κανόνων για τις άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της ΚΓΠ), που είναι δια ροπάλου υποχρεωτικές για όλα τα κράτη μέλη, είναι σαφέστατα πολύ πιο “χαλαρές”.
Στον παραπάνω Κανονισμό λοιπόν, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της Ευρωπαϊκής Γεωργικής Πολιτικής έως το 2021, τόσο ο ορισμός της ελάχιστης γεωργικής δραστηριότητας (άρ. 4) όσο και αυτός του “ενεργού γεωργού” (άρ. 6), που θέτει ως απαίτηση για να είναι κάποιος δικαιούχος κοινοτικών ενισχύσεων, οι άμεσες ενισχύσεις να καλύπτουν μόλις το 5% των μη γεωργικών εισοδημάτων του, μόνο ως αυστηροί δεν μπορούν να θεωρηθούν. Και επειδή σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει στους «θεσμούς» άγνοια των κοινοτικών κανονισμών, αυτή η εμμονή προφανώς αποσκοπεί σε άλλους στόχους.
Στα όρια της επιβίωσηςΗ αλλαγή του τρόπου φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματος, σύμφωνα με την απαιτούμενη (με βάση τη συμφωνία) διεύρυνση της φορολογικής βάσης, είναι μέρος της απάντησης στα ερωτηματικά. Ας τονιστεί εξαρχής, ότι δεν αμφισβητείται πως υπάρχει και στον αγροτικό τομέα φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, κατ αναλογία όμως (και όχι δυσανάλογα) με τους υπόλοιπους φορολογούμενους. Και φυσικά, όπως παντού, η μεγάλη φοροδιαφυγή δεν εντοπίζεται στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αλλά στα υψηλά. Και κυρίως εντοπίζεται στο όλο κύκλωμα της εμπορίας και μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, όχι μόνο σε βάρος των δημόσιων εσόδων, αλλά σε βάρος του εισοδήματος πρώτα απ΄ όλα των ασθενέστερων παραγωγών.
Επιπλέον, όπως προκύπτει από όλες τις επεξεργασίες του τμήματος αγροτικής πολιτικής και συνολικά των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του ΥπΟικ (δημοσιεύματα 3/11/2015) με βάση τις φορολογικές δηλώσεις για το 2014, η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι στα όρια της επιβίωσης. Είναι προφανέστατο ότι τα περιθώρια αύξησης των κρατικών φορολογικών εσόδων είναι εξαιρετικά μικρά, όταν το 19,6% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων δηλώνει μηδενικό εισόδημα ή ζημιά, το 43,85% έχει εισόδημα έως 1000 ευρώ και άλλο ένα 10,88% από 1000-2000 ευρώ.
Οι μεγάλες μάχες είναι μπροστάΚαι ενώ η απαραίτητη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος συνολικά, με όρους αναδιανομής του πλούτου και των βαρών, αποτελεί θεμελιώδη συνθήκη για την ανόρθωση της οικονομίας και της κοινωνίας, χάθηκε πολύτιμος χρόνος σε μια εντελώς άσκοπη συζήτηση περί του ποιοι είναι οι «πραγματικοί» αγρότες και πώς θα προστατευτούν αυτοί και όχι οι ετεροεπαγγελματίες από τη φοροεπιδρομή. Λες και όλοι οι ετεροεπαγγελματίες είναι ένα απόλυτα ομοιογενές κοινωνικά και οικονομικά στρώμα. Αυτή η συζήτηση, που δυστυχώς μάλλον θα παροξυνθεί εκ νέου όταν το νέο φορολογικό θα ανακοινωθεί και θα προχωρήσει προς ψήφιση από τη Βουλή, το μόνο που συμβάλει είναι η επένδυση στον κοινωνικό αυτοματισμό και τη συντεχνιακή αντιπαράθεση στο εσωτερικό του αγροτικού κόσμου.
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά, η κατηγοριοποίηση (για όλους τους λόγους και στόχους, όχι μόνο για τον τρόπο φορολόγησης) δεν γίνεται κατ’ επάγγελμα, αλλά κατά κοινωνική και οικονομική θέση. Άρα και στον αγροτικό χώρο, η μόνη θέση οφείλει να είναι: να πληρώσουν οι πλούσιοι. Και όχι μόνο να πληρώσουν φόρο, αλλά να τους αφαιρεθεί το μερίδιο που απομυζούν από τον μόχθο των παραγωγών τα κάθε λογής επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα με την πάταξη των εικονικών τιμολογήσεων και υπερτιμολογήσεων, των παράνομων ελληνοποιήσεων, των καρτέλ και των ενδοομιλικών συναλλαγών. Μαζί φυσικά με όλα τα μέτρα που αποτυπώνονται στο πρόγραμμα αγροτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στο προεκλογικό πρόγραμμα της 20ης Σεπτέμβρη.
Γιατί πολύ πιο πέρα από τη φορολόγηση των γεωργικών εισοδημάτων, η απαίτηση των δανειστών για “μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγροτικής εκμετάλλευσης” και “φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, με σαφές χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση όλων των συστάσεων της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ Ι”, αποκαλύπτουν τη στόχευση τους και στον αγροτικό χώρο.
Οι μεγάλες μάχες είναι μπροστά μας. Μάχες που οφείλουν όχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά όλες οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς να δώσουν από κοινού με τον αγροτικό κόσμο, για να υπηρετήσουν ένα αντιπαραθετικό σχέδιο ως προς το κυρίαρχο, του βίαιου νεοφιλελεύθερου “εκσυγχρονισμού” της αγροτικής οικονομίας και κοινωνίας. Ιδού η Ρόδος λοιπόν....
Ειρήνη Κατσινοπούλου,
συντονίστρια του τμήματος
Αγροτικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.