Νίκος Βαφέας «Από τον Λιποτάκτη στον Αντάρτη. Η “στάσις των ανυποτάκτων” στη δυτική Κρήτη (1921-1922)», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2022
Στις αρχές του 1921 η κυβέρνηση των Λαϊκών κήρυξε γενική επιστράτευση. Είχε μόλις κερδίσει, την 1η Νοεμβρίου του 1920, τις εκλογές, στην απρόσμενη εκείνη ήττα του Βενιζέλου που ώθησε τις εξελίξεις προς τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι Κρήτες, ειδικά των νομών Χανίων και Ρεθύμνου, έδειξαν απροθυμία να καταταγούν. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα κύμα λιποταξίας και ανυποταξίας που οδήγησε και σε συντονισμένες εξεγερτικές ενέργειες. Τα γεγονότα εκείνα που ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1921 και κράτησαν μέχρι το χειμώνα, στις αρχές του 1922, παρόλο που δεν ήταν αμελητέας σημασίας, έμειναν στη σκιά της ιστορικής έρευνας ενώ πέρασαν και στη λήθη της τοπικής κοινωνίας. Ο λόγος ίσως είναι ότι δεν πρόκειται για κινήσεις επί σκοπώ ανδραγαθίας, ή για να εξυπηρετηθούν ευρύτεροι επαναστατικοί στόχοι, έτσι ώστε μια κοινωνία να αισθάνεται υπερήφανη γι’ αυτές και να τις συντηρεί στη συλλογική μνήμη. Ίσως πάλι η συλλογική μνήμη να τις θεώρησε ένα δευτερεύον επεισόδιο μιας ευρύτερης σύγκρουσης εκείνης της περιόδου, ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους μοναρχικούς, και να μην τις τίμησε με την αναπαραγωγή της αφήγησής τους.
Ωστόσο, για έναν επαγγελματία ιστορικό όπως ο Νίκος Βαφέας, που έχει ήδη κυκλοφορήσει από τις εκδ. Νήσος το 2012 τη μονογραφία «Από τον Ληστή στον Αντάρτη. Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925)», αυτή η ιστορία είναι πρόκληση. Και είναι πρόκληση γιατί φέρνοντάς την στο επίκεντρο ενός νέου βιβλίου, κάνει μια ενδιαφέρουσα εγκάρσια τομή στον κορμό της ιστορίας του ελληνικού μεσοπολέμου, ανιχνεύοντας ποικίλα και διαφορετικά στοιχεία μεταξύ τους όπως οι βίαιες αγροτικές κινητοποιήσεις, το φαινόμενο της ληστείας, οι σοβούσες πολιτικές αντιπαραθέσεις που είχαν επίσης βίαια χαρακτηριστικά, αλλά και τα ένοπλα σώματα (με διαχρονικό πρωταγωνιστή τον Παύλο Γύπαρη) που διατηρούσε ο βενιζελισμός στο πλαίσιο ακριβώς αυτών των επικίνδυνων αντιπαραθέσεων.
Μάλιστα το νέο αυτό βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Νίκου Βαφέα, φτάνει τη διερεύνηση των σχέσεων αυτής της ένοπλης εξέγερσης μέχρι τα ακραία όριά της. Διερευνά τη σχέση της με τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, διερευνά επίσης την ανάπτυξη κάποιων αυτονομιστικών ιδεών (που πάντως συνδέονταν με την κεντρική πολιτική αντιπαράθεση), διερευνά ακόμη τη σχέση της με τη δημιουργία της «Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως» (προσπάθεια αναβίωσης, από την πλευρά των βενιζελικών, του κινήματος της «Εθνικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη), αλλά και με την ανάπτυξη κάποιων κομουνιστικής επιρροής, κύκλων στο πλαίσιο της δημιουργίας συλλόγων παλαιών πολεμιστών, καθώς ένα τμήμα των άλλοτε ανυπότακτων, μετατράπηκαν πρώτα σε αντάρτες και αργότερα σε «παλαιούς πολεμιστές», φορείς διεκδικήσεων αλλά και υπερασπιστές ιδεών που ξεκινούσαν από την αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού φτάνοντας μέχρι τον κομουνιστικό χώρο.
Στα σημαντικότερα γεγονότα εκείνης της «Στάσης» συγκαταλέγεται το γεγονός ότι οι ένοπλοι όχι μόνο έλεγχαν χωριά της ενδοχώρας αλλά έφτασαν μέχρι την είσοδο των Χανίων, αποτυγχάνοντας πάντως να καταλάβουν την πόλη. Επίσης ότι κατέλαβαν τις φυλακές του Ιτζεδίν βγάζοντας έξω 120 κατάδικους που τους ακολούθησαν. Τέλος, ότι εναντίον των στασιαστών εφαρμόστηκε ένας πολύ αυστηρός νόμος περί ληστείας που προέβλεπε εκτόπιση συγγενών και που χτυπούσε πολλαπλά τους στασιαστές, αφού τους έφερνε πλέον αντιμέτωπους με τις οικογένειές τους και τα ευρύτερα τοπικά δίκτυα που ενεργητικά ή παθητικά τους στήριζαν.
Αρχηγός θεωρήθηκε τότε ο πρώην μοίραρχος της τοπικής Χωροφυλακής Παναγιώτης Μηναράκης, ωστόσο το συναρπαστικό βιβλίο του Νίκου Βαφέα αναδεικνύει τον ρόλο δύο ομάδων με «ληστρικά» ή παραστρατιωτικά χαρακτηριστικά, των οποίων οι αρχηγοί ήταν και οι δύο από την Ασή Γωνιά Αποκορώνου: της «ληστοσυμμορίας» του καπετάν Λάμπρου Μπαρμπούνη και του Σώματος Ασφαλείας Γύπαρη.