Μικρά Ασία, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη. Μία κοινή αφετηρία και δύο προορισμοί, που αποτέλεσαν την αρχή για μια νέα ζωή. Πόλεμος, κακουχίες και μια χώρα που υποδέχθηκε τους πρόσφυγες Μικρασιάτες με σκοτεινό πρόσωπο. «Οι Παστρικές», η νέα παραγωγή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν σε κείμενο - σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη, παρουσιάζονται στις 21 και 22 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός 2022» του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, και στις 27 Ιουλίου στο Ανοιχτό Θέατρο Κολωνού, στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Αθήνα μία σκηνή» του Δήμου Αθηναίων.
Από την αρχαιότητα στις αλησμόνητες πατρίδες και στη μεταγκατάσταση των προσφύγων στη μητέρα Ελλάδα, η παράσταση συνδυάζει πρωτότυπα κείμενα, μουσική, τραγούδια, με αποσπάσματα από τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου καθώς και ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες, παραδοσιακά ακούσματα, προκειμένου να φωτίσει τo έπος της μετεγκατάστασης των νεαρών γυναικών που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού ρεύματος του 1922, αλλά και το ευρύτερο πλαίσιο της αιώνιας τραγωδίας της βίας, της ξενοφοβίας, της εκμετάλλευσης που υφίστανται οι -πάντα πιο ευάλωτες- γυναίκες προσφύγισσες, από τις ικέτιδες Δαναΐδες του αρχαίου μύθου μέχρι τις προσφύγισσες σε όλο τον κόσμο σήμερα. «Όλη η ιστορία της μικρασιατικής καταστροφής, οι Ικέτιδες του Αισχύλου, η θέση της γυναίκας και τα ήθη της εποχής αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για την παράσταση. Το 65% του προσφυγικού πληθυσμού του 1922 ήταν νέες γυναίκες μεταξύ 16 και 25 ετών, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν ορφανές, γυναίκες που έπρεπε να δουλέψουν και να αποκατασταθούν. Το πρώτο κύμα ξενοφοβίας και ρατσισμού ήταν απέναντι σε αυτές τις νέες γυναίκες. Ο όρος "παστρικές" που θα μπορούσε να είναι ένα θετικό επίθετο, είχε απολύτως αρνητικό πρόσημο, καθώς εκείνη την εποχή τόσο στενή σχέση με το σαπούνι και το νερό, είχαν μόνο οι πόρνες λόγω επαγγέλματος. Οι Μικρασιάτισσες αγαπούσαν πολύ την πάστρα, το νερό, τα αρώματα. Ήρθαν με συνήθειες που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, που ήταν τελείως υποανάπτυκτη και κατεστραμμένη μετά από δέκα χρόνια βαλκανικών πολέμων. Η Ελλάδα ήταν χώρα πάμπτωχη, χωρίς υποδομές. Πώς αυτοί οι άνθρωποι συνυπάρχουν και πώς βλέπουν οι Ελλαδίτισσες τις Μικρασιάτισσες αλλά και γενικότερα, πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες από τους γηγενείς; Αυτή είναι με λίγα λόγια η αφετηρία της ιστορίας μας», εξηγεί στην Εποχή η -πρόσφατα βραβευμένη με το Μεγάλο βραβείο Θεάτρου Κάρολος Κουν- σκηνοθέτρια και καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν, Μαριάννα Κάλμπαρη.
Στο κέντρο της αφήγησης ξετυλίγεται ο αγώνας επιβίωσης δύο γυναικών που μετά την καταστροφή καταλήγουν η μια στον Πειραιά και η άλλη στην Θεσσαλονίκη. Η νοοτροπία, οι συνήθειες, τα όνειρα τους, θα συγκρουστούν με την άγρια πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουν ως προσφύγισσες αλλά και ως γυναίκες στη χρεοκοπημένη και συντηρητική Ελλάδα του 1922. Είναι γεγονός πως οι νεαρές Μικρασιάτισσες, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν αλλά και να «αποκατασταθούν» μέσω ενός γάμου, έγιναν σε πολλές περιπτώσεις αντικείμενο εκμετάλλευσης από άνδρες και λοιδορήθηκαν από ντόπιες γυναίκες που τις έβλεπαν ως «απειλή».
Πώς συνδέεται, όμως, σκηνοθετικά μια αρχαία τραγωδία, όπως οι «Ικέτιδες» του Αισχύλου με την ιστορία των Μικρασιατών προσφύγων; «Προσπαθούμε να κρατήσουμε με ένα σύγχρονο τρόπο τη φόρμα του αρχαίου δράματος, με την έννοια ότι υπάρχουν χορικά, μελοποιημένα αποσπάσματα από τις Ικέτιδες από την Αυγερινή Γάτση, αλλά και με πηγή έμπνευσης τα μικρασιάτικα ακούσματα και κάποια αυθεντικά τραγούδια της εποχής. Ο τρόπος που είναι δομημένη η παράσταση έχει ως βάση και πηγή έμπνευσης το αρχαίο δράμα, γιατί η ιστορία αυτή και ο τρόπος που θέλουμε να την αφηγηθούμε, είναι αρχαίο δράμα», αναφέρει η Μαριάννα Κάλμπαρη. «Είναι η ίδια ιστορία που επαναλαμβάνεται και αυτό που είναι φοβερό στο μύθο των Δαναήδων είναι ότι είναι Ελληνίδες. Όταν φτάνουν στο Άργος, το Άργος κατοικείται από τους Προέλληνες και τις Προελληνίδες, όπως τους αποκαλεί η ιστορία. Οι Δαναοί είναι οι Έλληνες. Ήταν μια εποχή που σταματά εκατό χρόνια πριν, όταν δεν υπήρχαν σύνορα και οι άνθρωποι ταξίδευαν, γι’ αυτό και υπήρχε ο ελληνισμός τόσο έντονος στη Μικρά Ασία τρεις χιλιάδες χρόνια. Δεν υπήρχε η ανάγκη να είναι κανείς σε συγκεκριμένα εδαφικά όρια, για να έχει ταυτότητα. Αυτό άλλαξε άρδην παγκοσμίως πριν από εκατό χρόνια. Γι’ αυτό είναι πάρα πολύ σημαντική εκείνη η περίοδος. Με την ανταλλαγή και ό,τι συνέβη το 1922, παίρνεται η απόφαση παγκοσμίως να υπάρχουν αυστηρά σύνορα σε όλα τα κράτη και όποιοι κατοικούν μέσα σ’ αυτά, κυρίως με βάση τη θρησκεία, να αποτελούν το έθνος. Αυτό δεν υπήρχε προηγουμένως και άλλαξε πάρα πολύ τον κόσμο».
Όπως αναφέρει ο γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Maurice Halbwachs, η συλλογική μνήμη δεν είναι ούτε πλήρης ούτε συνεκτική, πράγμα που οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια γεγονότα ξεχνιούνται, κάποια άλλα τα γνωρίζουμε επιφανειακά, ενώ εξίσου ιδιαίτερη σημασία έχει και ο τρόπος απομνημόνευσης και καταγραφής τους. Όσον αφορά το θέμα της μνήμης, ποια είναι η θέση της στο θέατρο και στις τέχνες εν γένει; Μπορούν να συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας για τις επόμενες γενιές; Η Μαριάννα Κάλμπαρη απαντά: «Αυτή νομίζω ότι είναι πάντα η επιθυμία της τέχνης. Ιστορικά, το Θέατρο Τέχνης έτσι ξεκίνησε. Ο Κουν είχε πάρα πολύ έντονη την ανάγκη αναζήτησης ταυτότητας. Δηλαδή, τι είναι και τι σημαίνει ελληνικότητα σήμερα και όχι μόνο θεατρικά αλλά εν γένει. Αυτός ήταν ο οδηγός του Θεάτρου Τέχνης όταν ξεκίνησε. Για να ορίσουμε τι σημαίνει ελληνικότητα, αλλά και τι σημαίνει άνθρωπος σήμερα, δεν μπορεί να μην έχουμε βαθιά γνώση της μνήμης και να μπορούμε να πατάμε πάνω στη μνήμη για να δούμε το αύριο και να το χτίσουμε».
Στην παράσταση παίζουν (αλφαβητικά): Κατερίνα Λυπηρίδου, Μαριλένα Μόσχου, Κωνσταντίνα Τάκαλου. Συμμετέχουν: Αυγερινή Γάτση, Μαριάννα Κάλμπαρη
Μουσική παίζουν και τραγουδούν (αλφαβητικά): Αυγερινή Γάτση, Αλεξάνδρα Παπαστεργιοπούλου, Τσέρνου Ρούλα.