Υπάρχει μια γενικευμένη αίσθηση βαθιάς παρακμής, μια αντίληψη που περιγράφει το γενικότερο περιβάλλον ως βαθιά προβληματικό και την χώρα στο σύνολό της ως μια πολλαπλή απογοήτευση. Ω ναι είναι τα χρόνια της απογοήτευσης. Το βλέπεις στα πρόσωπα, στα σώματα και στις εκφράσεις. Το ακούς στα σχόλια, στις τυχαίες κουβέντες. Το διαβάζεις στα ποσταρίσματα των σόσιαλ. Υπερθετικά, έντονα, βιωμένα.
Είναι η σήψη μιας κοινωνίας από τα πάνω. Η διαπίστωση πως κάτι πολύ κακό συμβαίνει και ταυτόχρονα πως αυτό δεν απαντιέται, ούτε καν καταγράφεται. Η αίσθηση πως η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο μόρφωμα βαλκανικής μπανανίας, όπου μια διευρυμένη ελίτ πολιτική, οικονομική και γενικότερα ταξική πράττει ατιμώρητη χωρίς όρους, χωρίς φόβο, με μια απόλυτα κυνική ατζέντα και μόνο στόχο την δική της αχαλίνωτη απόλαυση και αμεριμνησία. Και κάθε φορά που μια νέα πρόκληση βγαίνει στην επιφάνεια, σέρνει μαζί της το σύνολο των καταγεγραμμένων περιστατικών.
Αυτή την φορά ήταν η απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με τη τύχη του παιδοβιαστή Λιγνάδη. Και πιο συγκεκριμένα με την απόφαση του δικαστηρίου να δώσει ανασταλτικό χαρακτήρα στην έφεση μετά την καταδικαστική απόφαση. Πράγμα που σημαίνει πως ο Λιγνάδης μέχρι η υπόθεση να πάει στο Εφετείο θα είναι ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Η απόφαση προφανώς έρχεται σε αντίθεση με το γενικότερο αίσθημα της κοινωνίας. Περιγράφει τη δυνατότητα μιας πολύ συγκεκριμένης ελίτ να γλιτώνει ακόμα και από τις πιο ακραίες πράξεις χωρίς ουσιαστικές συνέπειες παρά τη γενικότερη κατακραυγή και το συνολικά διατυπωμένο αίτημα για απονομή δικαιοσύνης.
Αυτό το αίσθημα συνολικής απαξίωσης του κόσμου στο όνομα μιας ισχύος που όχι μόνο δεν κρύβει τον εαυτό της, αλλά τον επιδεικνύει σε όλη της την χυδαιότητα είναι κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια. Γι’ αυτό και η αποφυλάκιση Λιγνάδη έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από περιστατικά που δημιούργησαν το ίδιο ηθικό στραμπούληγμα στον κόσμο. Την αποφυλάκιση Κορκονέα, τη συγκάλυψη του σκανδάλου Νοβάρτις και στην συνέχεια την συγκάλυψη της συγκάλυψης, το σκάνδαλο της τιμητικής πολιτογράφησης Αγιαβέφε, τις μπίζνες των γκόλντεν μπόις με τις τιμές ενέργειας με τις ευλογίες της κυβέρνησης, την βαθιά παρακμή των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα και την (παγκόσμια πια) απαξίωση τους, τις επίσημες δολοφονίες προσφύγων στα υδάτινα σύνορα της χώρας, το ρήμαγμα των πόλεων από μεγάλους περιπάτους και ακόμη μεγαλύτερες αναθέσεις. Τη γενικότερη αίσθηση απαξίωσης θεσμών και ορίων, την προκλητικότητα της ελίτ απέναντι σε όλους αυτούς που αντιλαμβάνεται ως πλέμπα, τη βίαιη επίθεση στους νευραλγικούς δημόσιους τομείς όπως η παιδεία και η υγεία, η ακραία καταστολή και η επιτήρηση με υγειονομικό πρόσχημα.
Η πρωτοφανής αυτή σήψη κυκλώνεται ταυτόχρονα από μια όλο και πιο σφικτή θηλιά φτώχειας και εξαθλίωσης. Δεν είναι απλώς η ανεργία, δεν είναι απλώς η κακοπληρωμένη εργασία με τα ασυνάρτητα ωράριά της. Είναι η αδυναμία ανταπόκρισης στα αυτονόητα. Το γεγονός πως τα καύσιμα μοιάζουν με πολυτέλεια, πως οι λογαριασμοί δεν μπορούν να πληρωθούν, πως τα βασικά προϊόντα όλο και ακριβαίνουν, πως η στέγαση δεν μοιάζει πια δεδομένη και πως οι διακοπές του καλοκαιριού για ένα μεγάλο κομμάτι συμπολιτών περιορίζεται στην ανάμνηση παλαιοτέρων καλοκαιριών.
Ο συνδυασμός αυτός ηθικής χρεωκοπίας, θεσμικής απαξίωσης και υλικού αποκλεισμού φτιάχνει σταδιακά ένα μείγμα που θυμίζει άλλους αιώνες και άλλες καταστάσεις. Η σταθερή αβεβαιότητα ως μόνιμος ορίζοντας, η δυσκολία για το πιο απλό και η ταυτόχρονη αίσθηση απαξίωσης της πλειοψηφίας από την προκλητικότερη ελίτ των τελευταίων δεκαετιών φέρνει μια ήδη εξαντλημένη κοινωνία στα όριά της.
Και οι καταιγίδες φύονται πάντοτε στην λειψυδρία.