Η πλατεία Ελευθερίας στέκει άσχημη, γυμνή, ένας άχαρος χώρος στάθμευσης, που προσβάλλει βαθιά και επίμονα τη μνήμη της 11ης Ιουλίου 1942, αφού εδώ και 2,5 χρόνια, το προγραμματισμένο έργο ανάδειξής της σε πάρκο μνήμης είναι σε κατάσταση αναμονής με ευθύνη των τοπικών αρχών της πόλης.
Αυτή η προσβολή και η λήθη είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1950, αφού η Πλατεία λειτουργούσε και τότε ως χώρος στάθμευσης και ως αφετηρία αστικών λεωφορείων. Όσο περνούσαν τα χρόνια, ελάχιστοι γνώριζαν την οθωμανική, νεοτουρκική και κινηματική ιστορία της Πλατείας, αλλά κυρίως ελάχιστοι γνώριζαν ότι στις 11 Ιουλίου 1942 σε αυτήν την ίδια πλατεία σήμανε η αρχή του τέλους για τους 50.000 Έλληνες Εβραίους πολίτες της Θεσσαλονίκης. Ίσως, αυτή η λήθη να ήταν και το ζητούμενο στα μετεμφυλιακά χρόνια της αδύναμης δημοκρατίας, της εθνικοφροσύνης, του αντικομμουνισμού και του αντισημιτισμού. Ελάχιστοι έπρεπε να γνωρίζουν ή να θυμούνται «οικεία κακά».
Ήταν αρχές Ιουλίου του 1942, τα ναζιστικά προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας ήδη εφαρμόζονταν στην κατεχόμενη Ευρώπη και οι γερμανικές αρχές Κατοχής της Θεσσαλονίκης διέταξαν την επίσημη απογραφή των ικανών για εργασία αρρένων Εβραίων (από 18 ως 45 χρόνων). Θα έπρεπε να δουλέψουν σε στρατιωτικά έργα. Το Σάββατο 11 Ιουλίου 1942 ξεκίνησε η επιχείρηση. Οι περίπου 7.000 – 9.000 άντρες, που πήγαν να παραλάβουν τις κάρτες εργασίας τους στην πλατεία Ελευθερίας κατέληξαν να υποβάλλονται σε απάνθρωπη μεταχείριση για ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου. «Υποχρέωναν τους άντρες να πηδούν, να κάνουν τούμπες, να κυλιούνται στο έδαφος, να σέρνονται μέσα στη σκόνη και να εκτελούν γελοίες γυμναστικές ασκήσεις[…]» γράφει ο Ιάκωβος Χανταλί. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1942, επιστρατεύθηκαν 3.500-5.000 άτομα για καταναγκαστικές εργασίες, στην οδοποιία, σε στρατιωτικά έργα, σε μεταλλεία. Σε διάστημα δυόμισι μηνών ένα ποσοστό τουλάχιστο 3-12% των ανδρών πέθανε από την ταλαιπωρία. Η Ισραηλιτική Κοινότητα προσπαθούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους της και ύστερα από μία σειρά συνομιλιών με τον Μαξ Μέρτεν (Προϊστάμενο Σύμβουλο της γερμανικής Πολεμικής Διοίκησης), κατέληξε σε συμφωνία πληρωμής 2 δισεκατ. δραχμών στη γερμανική διοίκηση και μεταφοράς του εβραϊκού νεκροταφείου (με αίτημα των ελληνικών τοπικών αρχών) για την εξαγορά της καταναγκαστικής εργασίας. Τα περισσότερα χρήματα δόθηκαν, το ιστορικό εβραϊκό νεκροταφείο βέβηλα εκθεμελιώθηκε από τις τοπικές ελληνικές αρχές, οι Εβραίοι άνδρες επέστρεψαν από την καταναγκαστική εργασία για να δολοφονηθούν οι περισσότεροι λίγο αργότερα με τις οικογένειές τους στο Άουσβιτς…
Το «Μαύρο Σάββατο» αποτελεί ένα τελετουργικό δημόσιου εξευτελισμού, παρόμοιο με αυτό που είχε διαδραματιστεί το 1938 στη Βιέννη, αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Εβραίοι άνδρες και γυναίκες υποχρεώθηκαν να καθαρίσουν τους δρόμους για να αφαιρέσουν πολιτικά συνθήματα που ήταν επικριτικά για την προσάρτηση. Η καταναγκαστική εργασία πριν εισαχθεί επίσημα στα στρατόπεδα ως «οικονομική» διαδικασία (το 1942), είχε αρχικά σκοπό να ταπεινώσει τους «φυλετικούς εχθρούς» και να εδραιώσει τη ναζιστική εξουσία. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν αυτό το είδος δημόσιας ταπείνωσης στα πρώτα στάδια της δίωξης σε μια περιοχή, όπως στην Αυστρία και την Πολωνία, και ενθάρρυναν παιδιά και πλήθος κόσμου να παρακολουθεί και να συμμετάσχει. Με αυτόν τον τρόπο, οι ναζί αξιωματούχοι προσπαθούσαν να διαμορφώσουν ένα κλίμα δημόσιας αποδοχής για τον αποκλεισμό και τελικά τον αφανισμό των Εβραίων. Αυτόν τον ρόλο συνδυασμένο με την ανάγκη για εργατικά χέρια φαίνεται να επιτελούσε και ο βασανισμός στην πλατεία Ελευθερίας από ποικίλες μονάδες του γερμανικού στρατού και με θεατές πολίτες της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι τυχαίο ότι έξι μήνες μετά ακολούθησαν τα φυλετικά μέτρα, ο εκτοπισμός και ο θάνατος σε μια πόλη που με λίγες εξαιρέσεις παρακολουθούσε απαθής…
Όλα αυτά απουσίαζαν από τη θεσμική μνήμη της πόλης για δεκαετίες. Αλλά κάποτε οι σιωπές άρχισαν να σπάνε και η Πλατεία άρχισε να αναδύεται ως μνημονικός τόπος πρώτα μέσα από τις γραπτές και προφορικές μαρτυρίες (δεκαετίες 1980,1990) και στη συνέχεια μέσα από την ιστοριογραφία, τον δημόσιο λόγο και την πολιτική πίεση. Επιτέλους, το 2006 τοποθετήθηκε σε μια γωνιά της Πλατείας το μνημείο του Ολοκαυτώματος, ενώ τα τελευταία χρόνια από εκεί ξεκινά κάθε Μάρτιο και η Πορεία μνήμης για την αναχώρηση του πρώτου τρένου για το Άουσβιτς με πρωτοβουλία της προηγούμενης δημοτικής αρχής. Κάπως έτσι άρχισαν οι συζητήσεις και ο σχεδιασμός για την ανάδειξη της Πλατείας σε πάρκο μνήμης. Όμως φαίνεται ότι από το 2019 η σκοτεινή Θεσσαλονίκη έχει επιστρέψει για τα καλά…
Η πλατεία Ελευθερίας ταυτίζεται ήδη στην ιδιωτική και στη συλλογική μνήμη της πόλης με το «Μαύρο Σάββατο» και δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από μια πλατεία-όαση μνήμης (και πρασίνου), αν θέλουμε να μιλάμε για μια πόλη δημοκρατική που με σεβασμό θυμάται το παρελθόν και οραματίζεται το μέλλον.